Μακρύ μαλλί
Για τους αγωνιστές του 1821 το κούρεμα αποτελεί περισσότερο προσβολή παρά ανάγκη. Η κόμη τους είναι πάντοτε μακριά και ψαλιδίζεται ελάχιστες φορές. Κατά παλιό χρονικογράφο διαθέτουν «…κόμην υπέροχον, κατερχόμενην ως χείμαρρος εις τους ώμους». Αρκετά χρόνια μετά την Επανάσταση, το μακρύ μαλλί αποτελεί ακόμα δείγμα ανδρείας και παλικαριάς, ενώ το κοντό χλευάζεται ως «φράγκικο», εξ ου και η φράση: «Εκοψε τα μαλλιά του αλά φράγκα». Τους άνδρες της εποχής φαίνεται να απασχολεί περισσότερο το χρώμα, παρά το κόψιμο των μαλλιών. Σε αγγελία του 1839 διαβάζουμε ότι η μαύρη μπογιά μαλλιών που παρασκευάζει ο Παναγιώτης Κατσοφεράκος τελείωσε «…εκ της μέγιστης καταναλώσεως, ειδοποιεί όθεν το κοινόν ότι μέχρι της 20ής τρέχοντος μηνός, δεν θα είναι εις κατάστασιν να προμηθεύση τους φιλόκαλλους συνδρομητάς του».
Εκείνα τα χρόνια οι κουρείς εργάζονται υπαίθρια, συχνάζοντας κοντά σε Μοναστηράκι ή Βαρβάκειο, έχοντας ως μόνα τους εφόδια ψαλίδι, χτένα, μια χάλκινη λεκάνη, λίγο ζεστό νερό και φυσικά χαμηλές τιμές: Δύο δεκάρες το ξύρισμα, τρεις το κούρεμα. Τα επαγγελματικά κουρεία βρίσκονται στο μέσον της οδού Ερμού, με εξοπλισμό δύο ξύλινους πάγκους αναμονής, δύο πέτσινα καθίσματα και χάλκινες λεκάνες οι οποίες κρέμονται στην είσοδο. Πάνω στις καλαμιές, που χρησιμοποιούν ως περίφραξη, τοποθετούν λευκές και κόκκινες πετσέτες, προειδοποιώντας έτσι τους ανυποψίαστους διαβάτες για τον κίνδυνο του συχνού αδειάσματος της λεκάνης με τα απόνερα… Συνήθως οι μπαρμπέρηδες είναι φουστανελάδες, παχύσαρκοι, με μεγάλο μουστάκι. Από τη ζώνη τους κρέμεται ένα χοντρό πετσί στο οποίο τρίβουν τα ξυράφια τους, ενώ μόλις ολοκληρώσουν την εργασία τους ρίχνουν ένα μικρό χτύπημα στον πελάτη, δείγμα ότι έχουν τελειώσει. Κυρίως στην επαρχία, ο κουρέας ασκεί και χρέη παθολόγου που κάνει αφαιμάξεις με βδέλλες αλλά και οδοντίατρου όπου εμφανίζονται οι τρομερές τανάλιες για εξαγωγή δοντιών…
Στα τέλη του 19ου αιώνα, η βαρύτητα που είχε η μακριά κόμη αντικαθίσταται από το μουστάκι και σαν νέο δείγμα περηφάνιας, θεωρείται απαράδεκτη η απώλειά του. Τα κουρεία δεν τολμούν ν’ ακουμπήσουν ξυράφι πάνω του, αλλά ακολουθούν τις εκάστοτε μόδες που έρχονται, όπως και στις γυναίκες, από το εξωτερικό. Αλλοτε ζητείται από τους μπαρμπέρηδες να αντιγράψουν το μουστάκι «αλά Κάιζερ» που προκύπτει μετά την επίσκεψη του Γουλιέλμου Β’ στην Ελλάδα το 1889 και άλλοτε αυτό του ηθοποιού Ντούγκλας, εξ ου και ο γνωστός στίχος «…με τον Καπετανάκη, που έχει Ντούγκλας το μουστάκι».
Τα μεγαλύτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν οι κουρείς στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν κάποιοι ζητούν το μουστάκι-αγκίστρι, για το οποίο απαιτείται ολόκληρη ιεροτελεστία. Το μουστάκι αλείφεται με μια λιπαρή αρωματισμένη κρέμα που κολλά τις τρίχες. Στη συνέχεια, τοποθετείται πάνω του ο λεγόμενος «μουστακοδέτης», ο οποίος είναι κάτι σαν θήκη, που στερεώνεται με λάστιχο πίσω από τα αφτιά. Οταν ο μουστακοδέτης βγαίνει, ο κύριος καμαρώνει έχοντας ένα κοκαλωμένο μουστάκι–τσιγκέλι. Τους διασημότερους μουστακοδέτες διαθέτει το κατάστημα του Λάζαρου Μούσιου στη γωνία Βουλής και Κολοκοτρώνη. Μετά τη δεκαετία του ‘20, περνώντας η μόδα του μουστακιού, οι εφημερίδες σχολιάζουν απογοητευμένες «…ο μύστακας θα περιέλθει σε τοιαύτην κατάστασιν, ώστε να θεωρείται σύμβολον αγριότητος και ακαθαρσίας». Οσοι διαθέτουν πλέον τσιγκελωτό μουστάκι γίνονται αντικείμενο πειράγματος όπως το «Ε πατριώτη, δεν πάμε στο Φάληρο να ψαρέψουμε με τα αγκίστρια σου»…
Πλέον, στα κουρεία κάνουν την εμφάνισή τους μηχανικά σύνεργα εργασίας, τα οποία διευκολύνουν τη ζωή των κουρέων, αλλά όχι των πελατών, μια και τα πρωτόγονα αυτά μηχανήματα ταυτίζουν το κούρεμα με το τράβηγμα των μαλλιών. Εξ ου και το σχόλιο του χρονικογράφου της περιόδου στην ερώτηση αν έχει αγοράσει μηχανή ξυρίσματος: «Θεός φυλάξοι, ουδέποτε έκοψα κιμά. Να επιχειρήσω εις το πρόσωπόν μου; Δεν έχω τόση γενναιότητα». Ο Μεσοπόλεμος αποτελεί τη χρυσή εποχή για τους κουρείς, όχι μόνο γιατί όλοι πλέον κουρεύονται συχνά, αλλά διότι οι περισσότεροι ξυρίζονται πολλές φορές την εβδομάδα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα εξαντλητική εργασία από τις 7 το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Για το Σάββατο χρειάζεται ραντεβού, κάτι που όμως δεν εμποδίζει την πολύωρη αναμονή. Για να περνά η ώρα των πολλών αξύριστων και ακούρευτων, στα μαγαζιά προστίθενται εφημερίδες και περιοδικά, ενώ ο χώρος μεταβάλλεται σε κέντρο αργόσχολων, κουτσομπολιού, πολιτικού παρασκηνίου, αλλά και πρακτορείου ειδήσεων της εποχής. Με τις υγείες σας…
Το λεξικό της τρίχας…
Αν νομίζετε ότι το κούρεμα αποτελεί κοινότοπη και υποχρεωτική διαδικασία, ο χρονογράφος της εφημερίδας «Εμπρός» του 1911 έχει αντίθετη γνώμη, χαρακτηρίζοντάς το με λογοτεχνικό λόγο ως «οδόφραγμα»: «Ο παρακολουθών τας τρίχας των γνωστών του ανθρώπων -μερικοί το έχουν επάγγελμα- πείθεται ότι τα κουρεία δεν είναι παρά οδοφράγματα κατά των εφόδων του χρόνου. Οι κουρείς μάλλον βάφουν παρά κουρεύουν. Η κύριά των ασχολία είναι να κόβουν άσπρες τρίχες καταδιώκοντας αυτούς τους αγγελιαφόρους του άλλου κόσμου, ως κυνηγοί, μέσα εις λόγχας, με ψαλίδια τα οποία είναι μάλλον λαγωνικά παρά εργαλεία. Συχνά εις τα κουρεία παρακολουθώ αυτήν την λυσσαλέαν ανίχνευσιν μιας μύτης ψαλιδιού πλανωμένην εις το δάσος ενός γενείου, ή πετώσαν ελαφρά πάνω από ένα μουστάκι, από το οποίον το ψαλίδι υπάγει εις το ράμφος του την άσπρην τρίχα, την αφήνει εις τον αέρα και επιστρέφει να κυνηγήσει άλλην. Κουρεύεσθαι ή ξυρίζεσθαι είναι πλέον δύο λέξεις που δεν έχουν σημασίαν. Είναι τα προσχήματα των πελατών. Η δουλειά του κουρέως είναι μία, η απάτη, επάγγελμα τρομερό και μυστικόν».
Θέση στο ζήτημα παίρνουν και τα λεξικά, με αυτό του Γιώργου Μπαμπινιώτη να αναφέρει:
» Κούρεμα: το κόψιμο μαλλιών (για ανθρώπους), του τριχώματος (για ζώα) ή των χόρτων (που έχουν ψηλώσει). Υποκοριστικό: το κουρεματάκι.
» Κουρεύω: κόβω τα μαλλιά (κάποιου) σε διαφορετικό μήκος, του αλλάζω χτένισμα (για ζώα κυρίως πρόβατα), κόβω ή ψαλιδίζω το τρίχωμα, το μαλλί ή το χνούδι.
Αντίθετα στο «Λεξικό της πιάτσας» του ανώνυμου Ζάχου διαβάζουμε:
» κουρεύω: τρώω τα λεφτά κάποιου.
» κουρεύω το αβγό: είμαι τσιγκούνης.
» κουρεύομαι – άσ’ τον να κουρεύεται: μη σε νοιάζει τι θα κάνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, μη σε νοιάζει τι θα απογίνει.
» κουρεύομαι – δε πας να κουρεύεσαι: άφησέ με ήσυχο! Ξεφορτώσου με με τα προβλήματά σου!
» κουρεύομαι – στείλ’ τον να κουρεύεται: περιφρόνησέ τον, μην του δίνεις σημασία, δεν αξίζει να νοιάζεσαι γι’ αυτόν.