Γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό.
Όταν αποφασίστηκε να αναβιώσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1894, ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα.
Η πρόσκληση για τη συμμετοχή του στο αγώνισμα ήλθε από τον διοργανωτή των Αγώνων συντ/ρχη Παπαδιαμαντόπουλο, ο οποίος θυμήθηκε τις ικανότητες του πρώην φαντάρου του.
Και φυσικά, ο ερωτευμένος Λούης δέχθηκε την πρόσκληση, με απώτερο στόχο να εντυπωσιάσει την αγαπημένη του Ελένη Κόντου–της οποίας η πλούσια μητέρα δεν ήθελε να τον δει ούτε ζωγραφιστό– προκειμένου να καταφέρει να την παντρευτεί.
Και το κατάφερε.
Μάλιστα, ήταν τόσο σίγουρος ότι θα κέρδιζε το κορίτσι που αγαπούσε, ώστε όταν ο Αβέρωφ του πρόσφερε την κόρη του για γυναίκα του, ο Λούης αρνήθηκε.
Μετά τη θριαμβευτική νίκη του Λούη, ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε από τα χέρια του.
-«Ένα γαιδαράκο να με βοηθάει με το κουβάλημα του νερού», απάντησε εκείνος, που είχε ξεπατωθεί στο κουβάλημα του νερού.
Μόνο αυτό. Δεν πήρε τίποτε άλλο.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Και έφυγε με την αγαπημένη του, το κύπελλο, και τον γάιδαρο.
Εξάλλου, ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που έλαβε μέρος στον πρωταθλητισμό, και ειδικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Αφοσιώθηκε στη γυναίκα του Ελένη και στην οικογένεια που απέκτησε μαζί της.
Συνέχισε τη ζωή του ως αγρότης και νεροκουβαλητής, και αργότερα ως αστυνομικός, ενώ σπάνια εμφανιζόταν σε κάποια εκδήλωση που τον προσκαλούσαν.
Μία από τις προσκλήσεις που αποδέχτηκε ήταν από τον Αδόλφο Χίτλερ, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 του Βερολίνου, όπου πρόσφερε στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς, ως σύμβολο της ειρήνης, ενώ παράλληλα δεν τον χαιρέτησε με τον ναζιστικό χαιρετισμό, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι προσκεκλημένοι.
Στα μάτια του κόσμου παραμένει ένας εθνικός ήρωας, ο Έλληνας που κέρδισε τους ξένους στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, εκείνος που άκουσε για χάρη του να ζητωκραυγάζουν: «Είναι Έλλην».
Ο Σπύρος Λούης πέθανε πάμφτωχος κι ευτυχισμένος μαζί με την γυναίκα του, την αγαπημένη του Ελένη.
Η πολιτεία τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε διάφορους αθλητικούς χώρους και δρόμους, με πιο χαρακτηριστικό, την περιφερειακή λεωφόρο Σπύρου Λούη που «κυκλώνει» το Ολυμπιακό Στάδιο, ενώ η φορεσιά με το σκούρο γιλέκο και την άσπρη φουστανέλα με την οποία νίκησε τον πρώτο και μοναδικό του αγώνα φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.