Ιδρυση
Η ΠΕΑΝ ιδρύεται το φθινόπωρο του 1941 με πρόταση του απότακτου από την 4η Αυγούστου αξιωματικού της Πολεμικής Αεροπορίας Κωνσταντίνου Περρίκου προς τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, από το κόμμα του οποίου (Εθνικό Ενωτικό Κόμμα) προέρχονται αρκετά μέλη της. Πρόεδρος της διοικούσας επιτροπής είναι ο Αθανάσιος Σκούρας, αντιπρόεδρος ο Κώστας Περρίκος και ιδρυτικά μέλη οι Γεώργιος Αλεξιάδης, Ιωάννης Κατεβάτης, Διονύσιος Παπαβασιλόπουλος, Νίκος Αιλιανός και Κ. Ελευθεριάδης.
Η ΠΕΑΝ κινείται μεταξύ φιλελευθερισμού και σοσιαλδημοκρατίας, υποστηρίζοντας την, με κάθε μέσο, αντίσταση απέναντι στους κατακτητές στοχεύοντας στη μεταπολεμική εκπλήρωση των εθνικών δικαίων. Αναζητά ενότητα των αντιστασιακών οργανώσεων αλλά οι σχέσεις της με το ΕΑΜ είναι… ψυχρές. Η δράση της δεν περιορίζεται στη διανομή παράνομου Τύπου (εκδίδει την εφημερίδα «Δόξα»), προκηρύξεων και συνθημάτων στους τοίχους, αλλά προχωρά σε συμβολικές ενέργειες, όπως η μεγάλη πορεία προς το άγαλμα του Εμμανουήλ Ξάνθου στο Κολωνάκι, στις 25 Μαρτίου 1942, και σε πράξεις δολιοφθοράς, όπως η ανατίναξη της Λέσχης Αξιωματικών Υγειονομικού του γερμανικού στρατού, στην επέτειο του βομβαρδισμού του «Ελλη».
Το ραντεβού της ομάδας του ουλαμού καταστροφών της ΠΕΑΝ (Περρίκος, Αντώνης Μυτιληναίος, Ιουλία Μπίμπα, Νίκος Μούρτος και οι φοιτητές Μιχαηλίδης, Σπύρος Γαλάτης, Νίκος Λάζαρης και Σπύρος Στανωτάς) δίνεται την Κυριακή το πρωί της 20ής Σεπτεμβρίου στην πλατεία Κάνιγγος. Τη βόμβα (δέκα οκάδες δυναμίτιδα) μεταφέρει, αποφεύγοντας οποιαδήποτε επαφή με περαστικό για ευνόητους λόγους, η Ιουλία Μπίμπα σε μια πάνινη τσάντα που βρίσκεται μέσα σε τενεκέ σκεπασμένο με λαχανικά.
Καθυστέρηση
Το σαμποτάζ είναι προγραμματισμένο για τις 11 το πρωί, αλλά καθυστερεί για μία ώρα μέχρι να κατέβουν και οι τελευταίοι πελάτες των δικηγορικών γραφείων που βρίσκονται στο κτίριο στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος (απέναντι από το ΜΙΝΙΟΝ). Τότε, οι Μυτιληναίος – Γαλάτης ανεβαίνουν στον ημιώροφο, όπου βρίσκονται γερμανικές υπηρεσίες και πυρομαχικά, και τοποθετούν τον εκρηκτικό μηχανισμό κάτω από γραφείο στο κοίλωμα του τοίχου όπου προϋπήρχε μετρητής γκαζιού. Την ίδια ώρα, δύο μέλη της οργάνωσης φυλούν την είσοδο της οδού Γλάδστωνος, ενώ άλλοι παίζουν ρόλο οπισθοφυλακής.
Οταν ο Μυτιληναίος ανάβει το φιτίλι, η ομάδα κατευθύνεται στο ζαχαροπλαστείο «Αστόρια» στα Χαυτεία. Στο άκουσμα της τρομερής έκρηξης, η Μπίμπα δεν συγκρατεί τον ενθουσιασμό της και φιλά τον Περρίκο, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να διατάξει τον άμεσο διασκορπισμό της ομάδας.
Ο αριθμός θυμάτων της έκρηξης είναι ουσιαστικά άγνωστος, αφού οι αρχικές πληροφορίες περί δεκάδων νεκρών Γερμανών και Ελλήνων συνεργατών τους δεν επιβεβαιώνονται. Τρεις ημέρες μετά οι λογοκριμένες εφημερίδες γράφουν για «…τραυματισμόν πολυάριθμων προσώπων, μεταξύ των οποίων και στρατιωτών των Ενόπλων Δυνάμεων Κατοχής ως και τον εμπρησμόν του κτιρίου».
Ο διευθυντής της ΕΣΠΟ, γιατρός Σπύρος Στεροδήμος, αρχικά διασώζεται, αλλά στη συνέχεια ξαναμπαίνει στο φλεγόμενο κτίριο, πιθανόν για να διασώσει χρήματα και έγγραφα, και βγαίνοντας έχει εκτεταμένα εγκαύματα που επιφέρουν τον θάνατό του λίγες ημέρες μετά. Η ενέργεια χαιρετίζεται με ενθουσιασμό από Λονδίνο και Μόσχα, που μιλούν για κορυφαίο σαμποτάζ στην κατεχόμενη Ευρώπη, αλλά αποκηρύσσεται από το ΕΑΜ, που χαρακτηρίζει την ΠΕΑΝ ως «αντεθνική οργάνωση» και την ενέργεια «προβοκάτσια της Γκεστάπο». Μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, Γερμανοί και Ιταλοί εκτελούν τρεις συλληφθέντες για άλλες υποθέσεις, ενώ στα βήματα της οργάνωσης οδηγούνται, πιθανόν, από κάποιο υπαξιωματικό της Χωροφυλακής.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Συλλήψεις
Ετσι, στις 11 Νοεμβρίου 1942 σε έφοδο της Γκεστάπο συλλαμβάνονται στα νοικιασμένα γραφεία της ΠΕΑΝ, στην οδό Θησέως 261 στην Καλλιθέα, οι Περρίκος, Μπίμπα, Γαλάτης και Μυτιληναίος, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης στα σπίτια τους.
Η δίκη γίνεται παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1942 και στο εδώλιο του κατηγορουμένου βρίσκονται οκτώ άτομα. Η αυτόπτης μάρτυρας της δίκης Ιωάννα Τσάτσου αναφέρει: «Ο Περρίκος ήταν υπεύθυνος και γενναίος. Εως το τέλος προσπάθησε να πείσει τους Γερμανούς πως μόνος του έκανε την ανατίναξη».
Το γερμανικό στρατοδικείο καταδικάζει τον Κώστα Περρίκο δύο φορές σε θάνατο και 15 χρόνια φυλάκιση, την Ιουλία Μπίμπα δύο φορές σε θάνατο και πενταετή φυλάκιση, τον Σπύρο Γαλάτη σε θάνατο και πενταετή φυλάκιση και τους Κωνσταντίνο Γιαννάτο, Γιώργο Κουσεράκο, Στάμω Μπατίνου και Κατερίνα Μπέση σε μικρότερες ποινές. Στον Γιάννη Γαλάτη δίνεται χάρη και μεταφέρεται σε φυλακές στη Γερμανία, αφού πρώτα η οικογένειά του πληρώνει 1.000 λίρες. Η Ιουλία Μπίμπα μεταφέρεται σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου αποκεφαλίζεται με πέλεκυ. Ο Κώστας Περρίκος οδηγείται στις 4 Φεβρουαρίου 1943 στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Τα τελευταία του λόγια μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα είναι τα εξής: «Αποθνήσκω Ελληνας αξιωματικός της αεροπορίας. Ζήτω η Ελλάς!».
Δύο αποχαιρετιστήριες επιστολές
Στο κελί 12 των φυλακών Αβέρωφ ο Κώστας Περρίκος γράφει δύο επιστολές, προς τον γιο και τη σύζυγό του. Η πρώτη αναφέρει:
«Αγαπημένο μου παιδί, Μίμη μου: Ο πατέρας σου έπεσε για τη λευτεριά της πατρίδας μας. Εφυγε απ’ τον κόσμο με την ικανοποίηση πως αν δεν έκαμε το χρέος του όπως έπρεπε, πάντως το έκαμε όσο μπορούσε. Το χρέος αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Αν ζούσε, θα εξακολουθούσε τις προσπάθειές του και κατά την περίοδο της ειρήνης. Τον ρόλο αυτό επεφύλαξε η Μοίρα για σένα. Δούλεψε για να σταματήσουν οι πόλεμοι, να ευημερήσουν όλοι οι άνθρωποι, να ενωθούν τα κράτη της Ευρώπης, να ειρηνεύσει και να ευτυχήσει ο κόσμος. Δούλεψε για να καταργηθούν οι τεχνητοί φραγμοί που παρεμποδίζουν και σε άπειρες περιπτώσεις ματαιώνουν την πρόοδο των αξίων. Δούλεψε για την επικράτηση της Δημοκρατίας. Αφιέρωσε τη ζωή σου στην Ελλάδα και στην ανθρωπότητα».
Στη δεύτερη, προς τη σύζυγό του, ο ιδρυτής της «Στρατιάς των σκλαβωμένων νικητών» δείχνει μεγαλοψυχία απέναντι στους δημίους του, ενώ «προφητεύει» τη μελλοντική συνεργασία με τους τότε αντιπάλους: «Μαρία μου. Μου μένουν ακόμη λίγα λεπτά ζωής. Και στις τελευταίες μου στιγμές θα σ’ αγαπώ και θα σε θυμάμαι. Φίλησέ μου τ’ αγγελούδια μας. Οι φίλοι μου ας κάμουν το χρέος τους. Πεθαίνω για την Ελλάδα και θυμάμαι την τελευταία στροφή του ύμνου του Μιστράλ: “Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, τι θεία δάφνη, μία φορά κανείς πεθαίνει”. Εγκαταλείπω τον κόσμο χωρίς μίση και κακίες. Αγωνίσθηκα για την πατρίδα μου. Για τη δική τους πατρίδα αγωνίζονται κι’ εκείνοι οι οποίοι με καταδίκασαν. Θα ήθελα το αίμα μου να μην μας χωρίσει αλλά να μας ενώσει στο μέλλον με τους σημερινούς αντιπάλους».
Ειδήσεις σήμερα
Δράμα: Στέρεψε το σπήλαιο πηγών Αγγίτη
Χαλκιδική: 39χρονη δέχτηκε επίθεση απο σκύλο – Χειροπέδες στην 56χρονη ιδιοκτήτρια