Έτσι, θερμοκρασίες όπως των 35 βαθμών Κελσίου είναι ικανές να αποδιοργανώσουν το νευρικό σύστημα των πολιτών, με τις δημοσιογραφικές περιγραφές να θυμίζουν θρίλερ :“Ο τόπος βράζει, η πόλις ολόκληρος εκαίετο ως απέραντον καμίνι. Και εφόσον η ημέρα προχωράει προς την μεσημβρίαν, επί τοσούτον ο καύσων επετείνετο και οι κάτοικοι έφθαναν μέχρι παραφροσύνης”. “Αι ηλιακαί ακτίνες παρεμπόδιζαν την αναπνοήν, ετύφλωνον τους οφθαλμούς και ετρυπούσαν την κεφαλήν την οποίαν κάθε ομπρέλα ήτο ανίσχυρος να προφυλάξει”.
Κάποιοι έχουν παραισθήσεις :“Η τρομερά για τας Αθήνας ζέστη τους έχει ζαλίσει και τους έκανε να βλέπουν φλόγας ουρανομήκεις και καπνούς εξερχομένους από τους ρώθωνες και το στόμα. Η κρίσις, η λογική η σκέψις είχον εξατμιστεί”, ενώ άλλοι σπέρνουν τον πύρινο τρόμο : “Όσοι ευρέθησαν κατά τας μεσημβρινάς ώρας έξω, έτρεχαν δεξιά και αριστερά και διέδιδον απίστευτα πράγματα περί του θερμομέτρου – Τρομερόν! Θα σκάσουμε! Το θερμόμετρον έδειξε 39. — Τώρα είδα 40 σε ένα φαρμακείο –47”.
Σε κάποιους οι συνέπειες του καύσωνα είναι τραγικότερες :Δεκαεξάχρονη επιστρέφοντας σπίτι της από εργοστάσιο “…έλαβε ένα ψαλίδι, κατεξέσχισε δε τα ενδύματά της και μαινόμενη εζήτη να αυτοκτονήσει. Οι ιατροί προσκληθέντες απεφάνθησαν ότι έπαθεν εξ ηλιάσεως βαρυτάτης”. Στους δρόμους έχουμε λιποθυμίες “Στην οδό Σολωμού μια ατυχής εύσωμος κυρία συνοδευομένη από δύο κόρας κατέπεσε λιπόθυμος”, και κρούσματα ηλίασης :“Οινοπώλης ενώ επιχειρούσε να βάλει βαρέλι με κρασί στο κατάστημά του κατελήφθη υπό σκοτοδινιάσεως”.
Κάποιοι, πειραγμένοι προφανώς από τη ζέστη, θεωρώντας ότι υπάρχει φόβος πυράκτωσης και … αυτανάφλεξης σπεύδουν στο Αστεροσκοπείο, που εκείνα τα χρόνια εκτελεί χρέη μετεωρολογικού σταθμού, για να επιβεβαιώσουν τις ανασφάλειες τους αλλά οι εκεί επιστήμονες τους υποδέχονται “με ακράτητους γέλωτας”, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν σπίτι τους άπρακτοι και ιδρωμένοι.
Όμως, ανεξαρτήτως εποχής και τεχνολογικής εξέλιξης, διαχρονικά μια είναι η ουσιαστικότερη λύση έναντι του καύσωνα, η οποία μάλιστα προσφέρεται δωρεάν αλλά με φειδώ :το πολυπόθητο αεράκι και αμέσως όλα αλλάζουν “Οι άνθρωποι άρχισαν να περπατάν και όχι να σύρονται. Να τρώγουν, να κοιμούνται, ν’ αγαπούν, να ζουν. Διότι φύσηξε ολίγον. Διότι πέρασαν έμπροσθεν του ήλιο, δύο ή τρία μικρά σύννεφα και έρριψαν κάτω μιαν σκιάν, και διότι έπειτα έπνευσε δροσερότατος άνεμος”.