Η UNICEF υπολογίζει ότι περίπου μισό εκατομμύριο παιδιά εργάζονται σε φυτείες κακάο στην Ακτή Ελεφαντοστού, που από τη δεκαετία του ’70 διατηρεί την παγκόσμια πρωτιά στις εξαγωγές κακάο.
Οι ηλικίες των εργατών κυμαίνονται από 5 μέχρι 16 και προέρχονται ως επί το πλείστον απ’ τις φτωχότερες χώρες της ηπείρου, όπως είναι η Μπουργκίνα Φάσο και το Μάλι. Τα παιδιά πρέπει να μεταφέρουν σάκους που έχουν πολλαπλάσιο μέγεθος και βάρος απ’ τα ίδια. Αν καθυστερήσουν στη μεταφορά των σάκων, τιμωρούνται, συνήθως με μαστίγωμα.
Παιδιά κάτω των 10 ετών χειρίζονται τεράστια μαχαίρια, με τα οποία σπάνε το σκληρό κέλυφος που φιλοξενεί τους πολύτιμους καρπούς. Μερικά έχουν χάσει ακόμα και τα χέρια τους, εξαιτίας μίας και μόνο κακώς υπολογισμένης κίνησης.
Μέχρι σήμερα, σχετικά μικρή πρόοδος έχει σημειωθεί, όσον αφορά τη μείωση και την εξάλειψη της παιδικής εργασίας και της δουλείας στη βιομηχανία κακάο της Δυτικής Αφρικής. Οι κυβερνήσεις της Γκάνα και της Ακτής του Ελεφαντοστού δεν διαθέτουν τους πόρους που απαιτούνται για τη δίωξη και τιμωρία των εργοδοτών που παραβιάζουν διεθνείς κανόνες εργασίας.
Τουλάχιστον, έχουν συμφωνήσει να εργαστούν από κοινού για την εξάλειψη αυτού που η ΔΟΕ αποκαλεί «τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας». Αυτές ορίζονται ως πρακτικές που «ενδέχεται να βλάψουν την υγεία, την ασφάλεια ή την ηθική των παιδιών» και περιλαμβάνουν τη χρήση των «επικίνδυνων εργαλείων». Επί του παρόντος , η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών της Δυτικής Αφρικής στις φυτείες κακάο βιώνουν «τις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας» κάθε μέρα.
Η ιστορία της σοκολάτας
Η σοκολάτα δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο, μέχρι που οι πολιτισμοί των Ατζέκων και των Μάγια ανακάλυψαν την αξία του κακαόδενδρου.
Εικάζεται ότι η προέλευση του είναι από την κοιλάδα του Αμαζόνιου ή του Ορενόκο. Το 600 μ.Χ. οι Μάγια μεταναστεύουν στις βόρειες περιοχές της Νότιας Αμερικής, ιδρύοντας τις πρώτες γνωστές φυτείες κακαόδενδρου στο Γιουκατάν. Υπάρχουν αρκετές θεωρίες ότι οι Μάγια γνώριζαν το κακάο πολλούς αιώνες πριν από αυτήν την ημερομηνία. Σίγουρο είναι πάντως ότι το θεωρούσαν ένα πολύτιμο εμπορεύσιμο αγαθό, που το χρησιμοποιούσαν τόσο σαν μέσο συναλλαγής, όσο και σαν μονάδα υπολογισμών και μέτρησης.
Οι Μάγια και οι Αζτέκοι έπαιρναν τους σπόρους του κακαόδενδρου και παρασκεύαζαν ένα ρόφημα που το αποκαλούσαν «ξοκοάτλ». Ο ινδιάνικος θρύλος των Ατζέκων έλεγε ότι οι σπόροι του κακάο είχαν έρθει από τον παράδεισο, και ότι η βρώση του καρπού του κακαόδενδρου προσέδιδε δύναμη και σοφία. Αρχαία χρονικά αναφέρουν ότι οι Αζτέκοι, πίστευαν ότι ο θεός Κουετσακοάτλ ταξίδεψε στην γη πάνω στην ακτίνα φωτός του αυγερινού, φέρνοντας μαζί του το κακαόδενδρο από τον παράδεισο να το προσφέρει στους ανθρώπους. Έμαθαν από τον Κουετσακοάτλ πώς να καβουρδίζουν και να αλέθουν τους σπόρους, παρασκευάζοντας μια θρεπτική πάστα διαλυτή στο νερό. Πρόσθεταν καρυκεύματα και παρασκεύαζαν ένα ρόφημα «τσοκολάτλ», ή πικρό νερό, και πίστευαν ότι τους προσέδιδε παγκόσμια σοφία και γνώση.
Η αγγλική λέξη «chocolate» πιστεύεται ότι προέρχεται από την λέξη των μάγια «xocoatl» ή από την αντίστοιχη των Ατζέκων «cacahuatl». Η ινδιάνικη λέξη για την σοκολάτα προέρχεται από τις λέξεις «choco»=αφρός και «atl»=νερό. Αρχικά η σοκολάτα καταναλωνόταν μόνο σε υγρή μορφή. Σαν μέρος της γαμήλιας τελετής γύρω στο δωδέκατο αιώνα, προσέφεραν στους νεόνυμφους μια κούπα με αφρώδες κακάο.
Ο Arthur W.Knapp, συγγραφέας του «Το κακάο κι η βιομηχανία σοκολάτας» (Pitman, 1923) τονίζει ότι εάν πιστέψουμε την Μεξικάνικη μυθολογία, «η σοκολάτα καταναλωνόταν από τους θεούς στον παράδεισο και οι σπόροι του κακάο μεταβιβάστηκαν στον άνθρωπο σαν μια ειδική ευλογία από τον θεό του ανέμου». Οι αρχαίοι μεξικάνοι πίστευαν ότι η Τονακατεκούτλι, η θεά του φαγητού και η Καλτσιουτλουκούε, η θεά των υδάτων, ήσαν οι προστάτιδες θεές τού κακάο. Κάθε χρόνο έκαναν ανθρωποθυσίες στις θεές, δίνοντας κακάο σαν τελευταίο γεύμα στο θύμα.
Ο Σουηδός φυσιοδίφης Carolus Linnaeus (1707-1778) μη ικανοποιημένος από την λέξη «κακάο», το μετονόμασε σε «θεοβρώμα» από το ελληνικό «τροφή των θεών». Λέγεται ότι ο Χριστόφορος Κολόμβος, είχε φέρει μαζί του στο τέταρτο ταξίδι του στον Νέο Κόσμο, σπόρους κακάο στον βασιλιά Φερδινάνδο, αλλά δεν τους δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, εξ αιτίας των άλλων θησαυρών που είχε ανακαλύψει.
Η σοκολάτα καταγράφηκε για πρώτη φορά το 1519 όταν ο Ισπανός εξερευνητής Χερνάντο Κορτέζ επισκέφθηκε την αυλή του αυτοκράτορα Μοντεζούμα του Μεξικού. Ο Αμερικανός ιστορικός William Hickling στην «ιστορία της κατάκτησης του Μεξικού» (1838)αναφέρει ότι ο Μοντεζούμα «δεν έπινε κανένα άλλο ρόφημα, παρά μόνο την τσοκολάτλ, ένα διάλυμα σοκολάτας, αρωματισμένο με βανίλια και μπαχαρικά, και παρασκευασμένο έτσι ώστε να έχει την πυκνότητα και ρευστότητα του μελιού, το οποίο έλιωνε σταδιακά στο στόμα, και το έπιναν κρύο». Το γεγονός ότι ο Μοντεζούμα κατανάλωνε την «τσοκολάτλ» του σε κύπελλα πριν μπει στο χαρέμι του, οδήγησε στην πεποίθηση ότι επρόκειτο για ένα αφροδισιακό.
Το 1528 ο Κορτέζ έφερε μαζί του από το Μεξικό σοκολάτα στην βασιλική αυλή του βασιλιά Κάρολου 5ου. Μοναχοί, απομονωμένοι στα Ισπανικά μοναστήρια, επεξεργάζονταν τους σπόρους του κακάο και κράτησαν την σοκολάτα μυστική σχεδόν για ένα αιώνα. Αποτέλεσε μια επικερδή βιομηχανία για την Ισπανία, που φύτεψε κακαόδενδρα στις υπερπόντιες αποικίες της. Χρειάστηκε έναν Ιταλό ταξιδιώτη, τον Αντόνιο Καρλέττι, να ανακαλύψει τον θησαυρό της σοκολάτας γύρω στα 1606 και να την μεταφέρει σε άλλα μέρη της Ευρώπης.
Με την παρακμή της Ισπανίας σαν δύναμη, το μυστικό της σοκολάτας διέρρευσε επί τέλους, και το μονοπώλιο του Ισπανικού στέμματος στο εμπόριο της σοκολάτας έφτασε στο τέλος. Σε λίγα χρόνια η γνώση του κακάο διαδόθηκε στην Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία και Αγγλία. Όταν η Ισπανίδα πριγκίπισσα Μαρία Τερέζα αρραβωνιάστηκε τον Λουδοβίκο XIV της Γαλλίας το 1615, χάρισε στον αρραβωνιαστικό της σαν δώρο αρραβώνα σοκολάτα, συσκευασμένη σε ένα καλαίσθητα διακοσμημένο κουτί. Ο γάμος τους συμβόλισε τον γάμο της σοκολάτας στην Γάλλο-Ισπανική κουλτούρα.
Το πρώτο σοκολατοποιείο πιστεύεται ότι άνοιξε στο Λονδίνο το 1657 από έναν Γάλλο. Κοστίζοντας 10 με 15 σελίνια η λίβρα, η σοκολάτα εθεωρείτο το ποτό της ανώτερης κλάσης. Ο Ισπανός ιστορικός του 16ου αιώνα Οβιέδο έγραφε: «κανείς παρά μόνον οι πλούσιοι και οι ευγενείς μπορούσαν να πιουν τσοκοάτλ, γιατί στην κυριολεξία ήταν σαν να έπινες χρήμα. Το κακάο εξαπλώθηκε στα έθνη σαν χρηματική μονάδα. Έτσι, ένας λαγός στην Νικαράγουα πωλείτο για 10 σπόρους κακάο, και 100 από αυτούς τους σπόρους μπορούσαν να αγοράσουν έναν σχετικά καλό σκλάβο».
Η σοκολάτα επίσης φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε και σαν φαρμακευτικό ελιξίριο από τους γιατρούς της εποχής. Σε διατριβή του Christopher Ludwig Hoffmann, συνιστά την σοκολάτα για πολλές ασθένειες παραθέτοντάς την σαν θεραπεία στις ασθένειες του καρδινάλιου Ρισελιέ. Η σοκολάτα ταξίδεψε στις Κάτω Χώρες με τον Δούκα της Αλβας. Στα 1730, η τιμή της είχε πέσει στα $3 η λίβρα, κάνοντάς την προσιτή οικονομικά και από άλλους έκτός από τους πολύ πλούσιους. Η εφεύρεση της πρέσας του κακάο το 1828 βοήθησε ακόμα στην πτώση των τιμών και στην βελτίωση της ποιότητας της σοκολάτας, με την εξαγωγή από τον καρπό κάποιας ποσότητας βουτύρου, που προσέδιδε στο ρόφημα μια απαλότερη υφή.
Με την βιομηχανική επανάσταση, ήρθε και η μαζική παραγωγή της σοκολάτας, εξαπλώνοντας έτσι την φήμη της στο ευρύ κοινό. Αναφερόμενος στην εισαγωγή του καφέ του τσαγιού και του κακάο στην Ευρώπη, έγραφε ο Ισαάκ Ντισραέλι (1791-1834) στα εξάτομα «παράδοξα της λογοτεχνίας»: «Οι Ισπανοί έφεραν την σοκολάτα από το Μεξικό, που ήταν γνωστή σαν τσοκολάτλ. Ήταν ένα χονδροειδές μείγμα από χονδροτριμμένο κακάο και ινδιάνικο καλαμπόκι. Αλλά οι Ισπανοί που εκτίμησαν την θρεπτική του αξία, το βελτίωσαν σε ένα πιο πλούσιο μείγμα, με ζάχαρη, βανίλια και άλλα αρωματικά. Είχαμε σοκολατοποιεία στο Λονδίνο πολύ αργότερα από τα καφεκοπτεία. Φάνηκε ότι τα πρώτα είχαν συνδεθεί με την κομψότητα και τελειοποίησαν την μορφή τους, ενώ τα δεύτερα είχαν γίνει του συρμού».
Σε μια έκδοση του 1891 πάνω στο φυτό του κακάο από την Walter Baker & Co αναφέρεται ότι «Με την ανακάλυψη της Αμερικής, οι αυτόχθονες του χαμηλότερου μέρους της ηπείρου που βρεχότανε από την θάλασσα της Καραϊβικής, βρέθηκαν να κατέχουν δυο πολύτιμα αγαθά, που όλοι αναγνώρισαν ότι άξιζαν να καλλιεργηθούν επισταμένα, συγκεκριμένα ο καπνός και το κακάο».
Η σοκολάτα πρωτοπαρουσιάστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1765 όταν ο John Hanan έφερε σπόρους κακάο από τις Δυτικές Ινδίες στο Ντόρτσεστερ της Μασαχουσέτης για να τους επεξεργαστεί με την βοήθεια του Δρος James Baker. Το πρώτο εργοστάσιο σοκολάτας στη χώρα ιδρύθηκε εκεί. Παρ’ όλα αυτά, η σοκολάτα δεν είχε τύχει της αποδοχής των Αμερικανών εποίκων, μέχρι που ψαράδες από το Γκλόουτσεστερ της Μασαχουσέτης άρχισαν να αποδέχονται τους σπόρους του κακάο σαν μέθοδο πληρωμής για φορτία στην τροπική Αμερική. Εκεί που η σοκολάτα εθεωρείτο το ρόφημα για αιώνες κυρίως για τους άνδρες, άρχισε να αναγνωρίζεται σαν το κατάλληλο ρόφημα για παιδία τον 17ο αιώνα. Είχε πολυποίκιλα πρόσθετα.: γάλα, κρασί, μπύρα, γλυκαντικά, μυρωδικά. Η πόση της σοκολάτας εθεωρείτο κοινωνικό γεγονός.
Η βρώση της σοκολάτας καθιερώθηκε στα 1674 με την μορφή των ρόλλς και κέικ, που σερβιρίζονταν σε διάφορα εμπορικά σοκολάτας. Το 1747 ο Φρειδερίκος ο Μέγας εξέδωσε ένα διάταγμα που απαγόρευε την πώληση της σοκολάτας από πλανόδιους πωλητές. Στα 1795, ο Δρ Joseph Fry από το Μπρίστολ στην Αγγλία, χρησιμοποίησε μια ατμομηχανή για να αλέθει τους σπόρους του κακάο, επινόηση που οδήγησε στην Παρασκευή της σοκολάτας σε μεγάλη κλίμακα. Γύρω στα 1847, ο Fry & υιός πωλούσαν την «Chocolat Delicieux a Manger», η οποία πιστεύεται ότι είναι η πρώτη μπάρα σοκολάτας που παρασκευάστηκε.
Ήδη στο 1810, η Βενεζουέλα κάλυπτε το μισό της παγκόσμιας κατανάλωσης σε κακάο, και το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής καταναλώνονταν από τους Ισπανούς. Η επινόηση της πρέσας του κακάο από τον C.J.Van Houten, έναν Ολλανδό αρχιμάστορα της σοκολάτας, βοήθησε στην μείωση της τιμής της σοκολάτας και την διάδοση της στις μάζες.
Ο Daniel Peter από το Vevey της Ελβετίας, πειραματίσθηκε για 8 χρόνια πριν επινοήσει τον τρόπο παρασκευής της σοκολάτας γάλακτος στα 1876. Προώθησε την ιδέα του σε μια Ελβετική φίρμα που σήμερα είναι η παγκόσμια παραγωγός σοκολάτας: η Νεστλέ. Το 1879 ο Rodolphe Lindt από την Βέρνη της Ελβετίας, παρασκεύασε σοκολάτα που έλιωνε στο στόμα. Εφεύρε την μέθοδο του «κοχυλιού», μια μέθοδο επεξεργασίας όπου θέρμανση και κύλιση της σοκολάτας.
Μετά από 72 ώρες τέτοιας επεξεργασίας, η σοκολάτα περιείχε περισσότερο βούτυρο, οπότε το πρώτο «φοντάν» δημιουργήθηκε. Οι αδελφοί Cadbury παρουσίασαν την σοκολάτα τους το 1849 σε έκθεση στο Μπίρμιχαν της Αγγλίας. Το 1913 ο Ελβετός καραμελοποιός Jules Sechaud από το Μοντρέ επινόησε τις γεμιστές σοκολάτες. Την 1η Οκτωβρίου 1925, στην Νέα Υόρκη άρχισε να λειτουργεί το Χρηματιστήριο του κακάο, όπου αγοραστές και πωλητές μπορούσαν να κάνουν συναλλαγές. Η Βραζιλία και η Ακτή του Ελεφαντοστού προηγούνται στη παραγωγή κακάο.
Οι ΗΠΑ προηγούνται στη εισαγωγή και παραγωγή προϊόντων κακάο, ενώ η Ελβετία εξακολουθεί να προηγείται στην κατά κεφαλή κατανάλωση σοκολάτας. Το 1980 μια ιστορία βιομηχανικής κατασκοπείας εμφανίζεται στον διεθνή τύπο, όταν ένας μαθητευόμενος στην εταιρεία Suchard-Tobler προσπάθησε χωρίς επιτυχία να πωλήσει συνταγές σοκολάτας στην Ρωσία, την Κίνα, την Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες. Στη δεκαετία του 1990, η σοκολάτα έχει καταξιωθεί σαν ένα δημοφιλές προϊόν και σαν μια επιτυχημένη μεγάλη επιχείρηση. Η ετήσια κατανάλωση σπόρων κακάο κυμαίνεται περίπου στους 600,000 τόνους και η κατά κεφαλή κατανάλωση σοκολάτας είναι ανοδική. Η βιομηχανία της σοκολάτας στις ΗΠΑ είναι βιομηχανία δισεκατομμυρίων.
Ο Norman Kolpas γράφει: «Είδαμε πώς η σοκολάτα εξελίχθηκε από ένα πρωτόγονο ρόφημα και τροφή στις αρχαίες φυλές της Λατινικής Αμερικής, κομμάτι της θρησκείας, του εμπορίου και της κοινωνικής τους ζωής, σε ένα ποτό που προτιμήθηκε από την ελίτ της Ευρωπαϊκής κοινωνίας και σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα ασυναγώνιστο ρόφημα και αργότερα σε υπέροχη τροφή. Είδαμε επίσης την σύνθετη μεταμόρφωση του κακάο από συμπιεσμένους σπόρους του καρπού ενός εξωτικού δένδρου σε μια ευρεία ποικιλία βιομηχανοποιημένου κακάο και προϊόντων σοκολάτας. Πέρα από την αγροτική και εμπορική, όσο και γαστρονομική πλευρά της σοκολάτας, υπάρχει και η πλευρά που επηρεάζει την υγεία και ομορφιά, την έμπνευση στην λογοτεχνία και τις τέχνες».