Στα “Δειλινά” όπου τραγουδά εκείνες τις ημέρες ο μεγάλος μας βάρδος ουδείς μπορεί να φανταστεί το λόγο της αργοπορίας του εκείνη τη βραδιά. Η τότε σύζυγός του Θεόκλεια έχοντας πολλές υποψίες για τις εξωσυζυγικές δραστηριότητες του, ζητά από κάποιο ντετέκτιβ να τον παρακολουθεί. Όταν ο τελευταίος τις προσκομίζει αποδείξεις ότι ο σύζυγός της συναντιέται συχνά με την νεαρή κουμπάρα τους αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα.
Παίρνει λοιπόν τους συγγενείς της καθώς και πολλούς άλλους μάρτυρες με τους οποίος παραθερίζουν μαζί στο Λαύριο και καταφτάνει στο σπίτι της κουμπάρας Μεταξίας στο Καλαμάκι όπου την βρίσκει να κάθεται με τον Μπιθικώτση. Όπως καταλαβαίνετε επακολουθεί χαμός με φωνές και αστυνομία, ώσπου καταλήγουν όλοι μαζί στο αστυνομικό τμήμα, όπως γίνεται και στις ελληνικές ταινίες της εποχής. Η Θεόκλεια καταθέτει μήνυση και εν συνεχεία αναχωρεί ενώ στο τμήμα παραμένουν οι Μπιθικώτσης και η 24χρονη.
Επειδή η μοιχεία θεωρείται ακόμα αδίκημα στην ανάκριση που επακολουθεί οι κατηγορούμενοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να βρίσκονταν μαζί στο σπίτι αλλά απλά έβλεπαν τηλεόραση κάτι που δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατηγορία. Φεύγοντας από το τμήμα ο “σερ” υποστηρίζει σε δημοσιογράφους και περίεργους που έχουν συγκεντρωθεί ότι “Όλα είναι συκοφαντίες”. Στις δηλώσεις που κάνει τις επόμενες ημέρες η Θεόκλεια Μπιθικώτση υποστηρίζει ότι τα τελευταία πέντε χρόνια ουσιαστικά έχουν χωρίσει τα κρεβάτια με τον σύζυγό της και ότι θα ζητήσει την, υπέρογκη για την εποχή, μηνιαία διατροφή των 100.000 δρχ.
Όμως ο χρόνος που κυλά καταλαγιάζει τα πάθη και αναδεικνύει το νέο ξεκίνημα στην προσωπική ζωή του “σερ”. Η δίκη που ορίζεται για τις 30 Σεπτεμβρίου 1970 ματαιώνεται αφού η Θεόκλεια αποσύρει την μήνυση της, ενώ ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης παντρεύεται την Μεταξία με την οποία στη συνέχεια αποκτούν τον ομώνυμο διάδοχο του…