Στις 30 Ιανουαρίου 1984 ο καπετάνιος του πλοίο “Βαλάνι” που πλέει τον Ατλαντικό όταν διαπιστώνει ότι στα αμπάρια του βρίσκονται τέσσερις Κονγκολέζοι λαθρεπιβάτες 22-25 ετών, ζητά από το ελληνικό πλήρωμά να τους βάλει σε μια πρόχειρη σχεδία και τους αφήσει στον ωκεανό. Όταν οι Έλληνες ναυτικοί αρνούνται, ο καπετάνιος αναθέτει τη “δουλειά” σε αλλοδαπούς ναυτικούς οι οποίοι τους πετούν με τη βία στη σχεδία χτυπώντας τους στα χέρια, αγνοώντας τις κραυγές αγωνίας τους αφού προτιμούν να σκοτωθούν επί τόπου παρά καταδικαστούν σε αργό και βασανιστικό θάνατο. Το απίστευτο περιστατικό αποκαλύπτεται όταν δένοντας το εμπορικό πλοίο στη Βαρκελώνη οι Έλληνες ναυτικοί το καταγγέλλουν στο εκεί προξενείο οδηγώντας έτσι την υπόθεση σε δίκη.
Τρεις μήνες μετά, εξελίσσεται ένα φρικτότερο σκηνικό πάλι σε ελληνικό πλοίο. Είναι 15 Μαρτίου 1984 όταν το φορτηγό πλοίο ελληνικών συμφερόντων “Γαριφαλιά” ταξιδεύει από την Μομπάσα της Κένυας για το Καράτσι του Πακιστάν, όταν το πλήρωμα εντοπίζει στα αμπάρια 11 Σουδανούς λαθρεπιβάτες, οι μισοί εκ των οποίων είναι ανήλικοι. Ο πλοίαρχος Αντώνης Π. αφού αρχικά κλείνει τους τελευταίους στην αποθήκη για δύο ημέρες χωρίς τροφή και νερό, εν συνεχεία διατάζει το πλήρωμα να τους πετάξει στη θάλασσα ανοιχτά της Σομαλίας σε σημείο που υπάρχουν καρχαρίες. Όταν το πλοίο επιστρέφει μετά από ένα μήνα στην Ελλάδα ο μάγειρας του “Γαριφαλιά” Ευτύχιος Ζωγραφάκης καταγγέλλει στο λιμεναρχείο Πάτρας το φρικτό γεγονός και η υπόθεση ακολουθεί την δικαστική οδό.
Η δίκη γίνεται στις αρχές Σεπτεμβρίου 1985 και ο κατηγορούμενος καπετάνιος δηλώνει ότι “Είμαι ένας ευσυνείδητος, υπεύθυνος άνθρωπος, ανίκανος να βλάψω κανέναν, ενώ στη δίωρη κατάθεσή του υποστηρίζει ότι οι Σομαλοί φυλακίζονται αλλά σιτίζονται κανονικά. Ο Αντώνης Π. θεωρώντας ότι κανένα από τα επόμενα λιμάνια (Καράτσι, Μουσκάτ, Ντουμπάι) δεν θα τους δεχτεί φοβούμενο ότι οι λαθρεπιβάτες είχαν μεταδοτικές ασθένειες, αποφασίζει να τους αφήσει σε βάρκες διάσωσης όταν το πλοίο προσεγγίσει σε κατοικημένη ακτή.
Στις 17 Μαρτίου, σύμφωνα πάντα με τον καπετάνιο, οι Σομαλοί επαναστατούν, κάποιοι δραπετεύουν από το υπόστεγο οπλισμένοι με εργαλεία που βρίσκουν εκεί και αρχίζει συμπλοκή με το πλήρωμα. Υπό την πίεση του πληρώματος ο καπετάνιος αποφασίζει να τους πετάξει στη θάλασσα. “Είμαι σίγουρος ότι επέζησαν” επαναλαμβάνει, διευκρινίζοντας ότι έχει δώσει εντολή στο πλοίο να πλησιάσει στην ακτή. Όμως οι μάρτυρες κατηγορίας, μόνο τρεις από το 26μελες πλήρωμα, είναι καταπέλτες εναντίον του καπετάνιου αφού καταθέτουν ότι πριν ρίξει τους έντρομους ανθρώπους στη θάλασσα τους συνθλίβει τα χέρια…
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Εξίσου σοκαριστικές με την αποτρόπαια πράξη του καπετάνιου είναι όσα καταθέτουν στη δίκη οι μάρτυρες υπεράσπισης. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αν βρίσκονταν μπροστά σε εξέγερση θα έκαναν και αυτοί το ίδιο, άλλος αναφέρει ότι ο καπετάνιος “ήθελε να σώσει το πλήρωμά του από μεταδοτικές ασθένειες, τι θέλατε να κάνει;”, τρίτος λέει ότι αν ο πλοίαρχος ήταν δολοφόνος θα τους εκτελούσε με τουφέκι προσθέτοντας “Εξάλλου οι Νορβηγοί έχουν τη συνήθεια να καίνε τους λαθρεπιβάτες που ανακαλύπτουν στα πλοία τους”, ενώ η γυναίκα του δηλώνει ότι αποκλείεται να το έκανε γιατί είναι καλός σύζυγος και οικογενειάρχης. Πιο ανατριχιαστική από όλες είναι η κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης που λέει ότι ο καπετάνιος το έκανε γιατί οι καρχαρίες δεν τρώνε μαύρους αφού “ιδιόμορφη μυρωδιά” τους απωθεί…
Ο καπετάνιος καταδικάζεται πρωτόδικος σε φυλάκιση 10 μηνών και δια παντός αφαίρεση του ναυτικού φυλλαδίου, αλλά στη δεύτερη δίκη που γίνεται δύο χρόνια μετά αφήνεται ελεύθερος αφού οι δικαστές αναφέρουν ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι οι 11 άτυχοι Σομαλοί πνίγηκαν ή φαγώθηκαν από καρχαρίες…