Ο αγώνας
Ο 25χρονος, τότε, Πύργος κατάφερε να τον νικήσει με 3-1 στον τελικό οπλοδιδασκάλων του ξίφους ασκήσεως (φλερέ). Ο αγώνας ήταν συναρπαστικός και μπορεί να μην είχε συγκεντρώσει πολύ κόσμο, αλλά στο τέλος ο Πύργος γνώρισε την αποθέωση και έκανε το γύρο του θριάμβου στους ώμους των Ελλήνων που τον γύριζαν από γειτονιά σε γειτονιά στην Αθήνα και διαλαλούσαν το κατόρθωμά του.
Σε αντίθεση με τον περισσότερο απλό κόσμο, ο Περόνε όχι μόνο ήξερε τον Πύργο αλλά συνδέονταν με βαθιά φιλία και πολλές φορές ο Γάλλος έμενε στο σπίτι του Ελληνα πρωταθλητή. Και οι δύο θεωρούνταν από τους μεγαλύτερους bon viveur της εποχής και είχαν μεγάλη λατρεία στις γυναίκες.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι τελικοί της ξιφασκίας στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες έγιναν στο Ζάππειο Μέγαρο, σε μία ειδική κατασκευή που στήθηκε για αυτό το σκοπό και ο κόσμος που τους παρακολουθούσε είχε μεγάλη μόρφωση και θεωρούνταν η ελίτ της αθηναϊκής κοινωνίας. Επίσης, στο συγκεκριμένο αγώνισμα, στο οποίο συμμετείχαν εκπαιδευτές και όχι απλοί αθλητές, συμμετείχαν μόνο οι δύο προαναφερθέντες που μονομάχησαν κατευθείαν στον τελικό και ο Ελληνας κατάκτησε το μετάλλιο. Και για τους δύο ήταν η μοναδική τους συμμετοχή σε Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς το 1900 η Ελλάδα δεν εκπροσωπήθηκε από κανέναν αθλητή, ενώ ο Περόνε δεν αγωνίστηκε ξανά με τα χρώματα της πατρίδας του.
Η επιτυχία του Πύργου φάνηκε πως ήταν σημαδιακή για την Ελλάδα και το αγώνισμα της ξιφασκίας, καθώς λίγο αργότερα η χώρα μας κέρδισε άλλα τρία ολυμπιακά μετάλλια. Συγκεκριμένα, ο Ιωάννης Γεωργιάδης και ο Τηλέμαχος Καράκαλος κέρδισαν το χρυσό και το ασημένιο, αντίστοιχα, στο ατομικό αγώνισμα της σπάθης, ενώ ο Περικλής Πιερράκος-Μαυρομιχάλης κατέκτησε το χάλκινο στο ατομικό αγώνισμα του ξίφους ασκήσεως. Αυτά είναι και τα μοναδικά μετάλλια που έχει κερδίσει η Ελλάδα σε Ολυμπιακούς Αγώνες στην ξιφασκία.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Πανηγύρισε για τον Σπύρο Λούη
Τρεις ημέρες μετά το κατόρθωμά του ο Λεωνίδας Πύργος από πρωταγωνιστής πήρε τη θέση του φιλάθλου και γιόρτασε και αυτός, όπως και όλη η Ελλάδα, την επιτυχία του Σπύρου Λούη. Παρακολούθησε διά ζώσης την προσπάθεια του συναθλητή του και ήταν από τους πρώτους που έτρεξαν κοντά του για να τον συγχαρούν για τη μεγάλη του επιτυχία. Παρ’ όλα αυτά, οι δύο άνδρες δεν είχαν φιλικές σχέσεις και μετά τους πανηγυρισμούς υπό τη σκέπη της ελληνικής σημαίας συνέχισαν τις ξεχωριστές και διαφορετικές τους πορείες. Αλλωστε μιλάμε για δύο αθλητές που ήταν από δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους και εκείνη την εποχή τέτοιες ταξικές αντιθέσεις όχι μόνο δεν κρύβονταν αλλά αναδεικνύονταν σε κάθε ευκαιρία.
Γιος του πρώτου Ελληνα οπλοδιδάσκαλου
Ο Λεωνίδας Πύργος γεννήθηκε το 1871 στη Μαντίνεια Αρκαδίας και την ξιφασκία την είχε στο DNA του, από τη στιγμή που ο πατέρας του ήταν ο ξακουστός οπλοδιδάσκαλος Νικόλαος Πύργος. Ο πατέρας του ήταν ο πρώτος χρονολογικά Ελληνας οπλοδιδάσκαλος. Δίδαξε στη Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στη Σχολή Υπαξιωματικών. Εκτός από το εκπαιδευτικό του έργο έγραψε πολλά βιβλία με τα κυριότερα από αυτά να είναι: «Ανόργανος παιδαγωγική γυμναστική», «Ημιοργανική παιδαγωγική γυμναστική» και «Οπλομαχητική». Οι τεχνικοί όροι που χρησιμοποίησε στο τελευταίο αυτό βιβλίο του παραμένουν σε χρήση έως τις ημέρες μας σε όλα τα σώματα του στρατού. Ο Νικόλαος Πύργος μαζί με το σύγχρονό του οπλοδιδάσκαλο Ηλιόπουλο, που διατηρούσε τότε ιδιωτική σχολή στην Αθήνα, πίσω από το σημερινό Δημαρχείο, έθεσαν τις βάσεις της ελληνικής οπλομαχίας. Σε αυτή τη σχολή ο Ηλιόπουλος δίδασκε την ιταλική σχολή του αγωνίσματος και ο Πύργος τη γαλλική. Σημειώνεται πως Γάλλοι, Ιταλοί και Ούγγροι έχουν τη μεγαλύτερη παράδοση στην ξιφασκία.
Επιστρέφοντας στον Λεωνίδα Πύργο, σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης και έδειχνε πως ακολουθούσε πιστά τα χνάρια του πατέρα του. Μορφωμένος, με επιρροές από τη γαλλική κουλτούρα, όπως και ο πατέρας του, από πολύ νωρίς έγινε οπλοδιδάσκαλος και ήταν σεβαστός, όπως και η υπόλοιπη οικογένειά του, από όλη την κοινωνία. Μετά το τέλος της αθλητικής του σταδιοδρομίας ο Πύργος έγραψε εγχειρίδια για το άθλημα της ξιφασκίας, συνέχισε να εκπαιδεύει στρατιωτικούς και αθλητές ενώ αργότερα τον τίμησε η βασιλική οικογένεια όχι μόνο για το μετάλλιό του στους Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά και για τη γενικότερη συνεισφορά του ίδιου και της οικογένειάς του.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής