Σαν να αντιστέκεται στα καλέσματα της σύγχρονης εποχής, ο κ. Γαλανόπουλος, ο ένας από τους μόλις δύο τεχνίτες στο είδος, περνά ώρες στο χυτήριό του, στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας, φτιάχνοντας με ιδιαίτερη προσήλωση καλούπια και σχέδια καμπανών για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια.
«Πρόκειται για μια οικογενειακή υπόθεση καθώς η επιχείρηση (σ.σ. ασχολείται και την κατασκευή κυπριών – κουδούνια για τα πρόβατα) είναι “πάππου προς πάππου”. Πηγαίνει από τα χέρια του πατέρα στα χέρια του γιου. Ημουν 8,5 χρόνων και ο αδελφός μου 12 όταν χάσαμε τον πατέρα μας. Παιδιά τότε, αναλάβαμε την πρωτοβουλία να συνεχίσουμε τη δουλειά. Θυμάμαι πως όταν γυρνούσα από το σχολείο, αντί να πάω στο σπίτι πήγαινα κατευθείαν στο χυτήριο. Μου άρεσε πάρα πολύ. Το έκανα με πάθος και, βέβαια, το πάθος αυτό παραμένει ακόμη και σήμερα».
Και είναι το πάθος αυτό που τον κάνει να μη σκέφτεται τις δυσκολίες που συναντά καθημερινά («τα πράγματα έχουν αλλάξει, τίποτε δεν είναι όπως παλιά»). Οπως λέει στον «Ελεύθερο Τύπο» η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει σημαντικά τη δουλειά του «όπως άλλωστε όλους τους επαγγελματικούς χώρους. Είμαστε 70% κάτω στις παραγγελίες. Παλιά κατασκεύαζα συνολικά πάνω από 70 τόνους, σήμερα αυτό σπάνια συμβαίνει. Ο κόσμος σταμάτησε τις δωρεές στις εκκλησίες με αποτέλεσμα να σταματήσουν (οι εκκλησίες) τα έργα».
Οι καμπάνες -αναπόσπαστο τμήμα της θρησκευτικής λατρείας- που δημιουργεί ζυγίζουν από 5 κιλά και μπορεί να φτάσουν και τόνους, είναι επεξεργασμένες με διαφορετικό ήχο, ενώ ο χρόνος που απαιτείται για να φτιαχτούν εξαρτάται από το είδος και το μέγεθος.
Το κόστος κυμαίνεται στα 18 ευρώ το κιλό. Η τιμή για μια καμπάνα 55 κιλών υπολογίζεται στα 990 ευρώ ενώ για μια 3 τόνων φτάνει τις 54.000 ευρώ.
Η δουλειά όμως έχει και μεγάλες απαιτήσεις. Η χύτευση θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και το μυστικό της επιτυχίας κρύβεται στο σωστό μέταλλο και στο σωστό καλούπι. «Η τέχνη αυτή δεν είναι εύκολη. Πρέπει να είσαι αφοσιωμένος σε αυτό που κάνεις, να έχεις μεράκι και να κοπιάσεις αρκετά. Σήμερα οι περισσότεροι έχουν αποχωρήσει από το επάγγελμα».
Η μεγαλύτερη, όπως λέει, καμπάνα που έχει κατασκευάσει ζυγίζει 3,5 τόνους και βρίσκεται στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, στον ναό Αγίου Ιωσήφ και Μαγδαληνής. Εκτός από την Ελλάδα, τα έργα του «ταξιδεύουν» και στο εξωτερικό: «Συνεργαζόμαστε με χώρες, όπως είναι η Κύπρος, η Αίγυπτος, το Ισραήλ, η Σερβία, η Ρουμανία και η Ρωσία. Εχουμε παραγγελίες και από την Αφρική, από την ελληνορθόδοξη ιεραποστολή που δραστηριοποιείται εκεί».
Ο Χρήστος Γαλανόπουλος ο οποίος το διάστημα αυτό προσπαθεί να «μυήσει» στην τέχνη τον 20χρονο γιο του ανακατασκευάζει και καμπάνες – αντίκες. Ιδιαίτερα χαρούμενος μιλά για την καμπάνα του Πρωτάτου του Αγίου Ορους η οποία «είχε σπάσει και τη μετέφερα στο χυτήριο όπου έκανα πλήρη αντιγραφή, με τον ίδιο ήχο, ίσως και πολύ πιο καθαρό». Με την ίδια χαρά αναφέρεται και σε κάποιες καμπάνες που «κουβαλούν» την ιστορία της οικογένειάς του. «Ο αδελφός μου ανακάλυψε μια βγαλμένη από τα βάθη του χρόνου. Πρόκειται για μια καμπάνα που βρίσκεται σε μια παλιά εκκλησία, χρονολογείται από το 1803 και την είχε κατασκευάσει πρόγονός μας».
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ
Οι καμπάνες πήραν την ονομασία τους από την περιοχή της Καμπανίας, της Ιταλίας, καθώς εκεί βρίσκονταν τα κατάλληλα μέταλλα για την παρασκευή καμπανών. Εμφανίσθηκαν στη Δύση τον 6ο αιώνα και στην Ορθόδοξη Εκκλησία εισήχθησαν κατά τον 9ο αιώνα. Η κατασκευή τους ήταν τέχνη που αναπτύχθηκε στα μοναστήρια. Στη Δύση έκαναν ειδικές τελετές για να τις εγκαινιάσουν, να τις βαπτίσουν με αγιασμένο ύδωρ και έλαιο και να τις στολίσουν με επιγραφές και άλλες διακοσμήσεις.
Στην Ελλάδα, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας απαγορεύθηκε η χρήση της για να μην ταράσσεται ο ύπνος των νεκρών μουσουλμάνων, σύμφωνα με τη δική τους θρησκευτική αντίληψη. Εξαίρεση αποτελούσαν το Αγιον Ορος, τα Ιωάννινα και μερικά νησιά, όπου επιτρεπόταν η χρήση της καμπάνας ως ειδικό προνόμιο.
Οι σπουδαιότεροι κατασκευαστές καμπανών υπήρξαν τεχνίτες από το Βέλγιο και την Ολλανδία. Μάλιστα, η μεγαλύτερη καμπάνα του κόσμου βρίσκεται στη Μόσχα. Κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1733 – 1735 και ζυγίζει 180.000 περίπου κιλά. Το 1737, στη διάρκεια μιας πυρκαγιάς, έσπασε και έτσι δεν ήχησε ποτέ.
Επίσης, στη Ρωσία υπάρχει σχολή κωδωνοκρουσίας. Ο κωδωνοκρούστης, ο οποίος πρέπει να είναι Ορθόδοξος, έχει εξελιχθεί σε πραγματική τέχνη. Οι μαθητευόμενοι πρέπει να έχουν σχετικές μουσικές γνώσεις καθώς και αίσθηση του ρυθμού.
Στην αίθουσα των μαθημάτων υπάρχει ένα σετ από τις 7 βασικές καμπάνες, τον χειρισμό των οποίων πρέπει να γνωρίζει ο κωδωνοκρούστης. Μάλιστα, η συγκεκριμένη πρακτική ξέφυγε από τα όρια της Ρωσίας, με αποτέλεσμα ακόμα και λάτρεις του ήχου της καμπάνας από χώρες της Βαλτικής να απευθυνθούν σε αυτή τη σχολή.
Βάλια Νικολάου
Από την έντυπη έκδοση