Βέβαια, οι προθέσεις του Ελ. Βενιζέλου φαίνονταν και από τις ομιλίες τις οποίες έκανε σε επαρχιακές πόλεις, όπου μεταξύ άλλων έλεγε και τα εξής: «Η γεωργία μας είναι περισσότερον καθυστερημένη και από τη ναυτιλία μας και από τη βιομηχανία μας. Αλλά η κυβέρνησις πιστεύει ότι η γεωργία, η οποία και σήμερα αποτελεί την σπουδαιοτέραν πηγή του εθνικού μας πλούτου, ημπορεί, εάν αφοσιωθώμεν εις την ανάπτυξίν της, να μας επιτρέψει να αυξήσωμεν ταχύτερα και αποτελεσματικώτερα το εθνικόν μας εισόδημα».
Ομως στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να επισημάνουμε ότι ο Ελ. Βενιζέλος και την περίοδο αυτή (1928-1932) ήθελε να εφαρμόσει την πολιτική την οποία είχε χαράξει το 1917 όταν ίδρυσε το υπουργείο Γεωργίας με πρώτους υπουργούς τον Α. Μιχαλακόπουλο και τον Γ. Καφαντάρη.
Βέβαια, την περίοδο εκείνη λόγω της υπάρξεως μεγάλου αριθμού ακτημόνων καλλιεργητών, οι οποίοι ήταν «οικονομικώς υπόδουλοι», κατά τη φράση του Α. Μιχαλακόπουλου, η Ελλάδα είχε παραμείνει γεωργικώς καθυστερημένη χώρα.
Ομως οι απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών και η εγκατάσταση χιλιάδων ακτημόνων αγροτών προσφύγων είχαν συντελέσει στην τόνωση των γεωργικών καλλιεργειών. Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι το 1928 υπήρχε ένα ικανό περιθώριο για αύξηση της αγροτικής παραγωγής και της αύξησης του γεωργικού εισοδήματος.
Με δεδομένα όλα τα ανωτέρω, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου έθεσε αμέσως σε εφαρμογή το πρόγραμμά της. Πρώτος στόχος της κυβέρνησης ήταν η ενίσχυση της σιτοπαραγωγής. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι την περίοδο εκείνη η χώρα μας ήταν αναγκασμένη κάθε χρόνο να εισάγει από το εξωτερικό πολλές χιλιάδες τόνων σίτου για τις ανάγκες του ελληνικού λαού. Ομως οι μεγάλες ποσότητες εισαγωγής σίτου αποτελούσαν μόνιμο παράγοντα διατάραξης του εμπορικού μας ισοζυγίου.
Για να επιτευχθεί όμως η αύξηση παραγωγής σίτου έπρεπε πρώτα απ’ όλα να αντικατασταθεί ο σπόρος. Και τούτο διότι ο χρησιμοποιούμενος σπόρος στην Ελλάδα μέχρι το 1928 δεν είχε αντικατασταθεί και γι’ αυτό ήταν εκφυλισμένος, η δε απόδοσή του ήταν μηδαμινή. Ετσι μετά από πολλά πειράματα και ειδικές μελέτες εισήχθησαν νέοι σπόροι κατάλληλοι για το ελληνικό έδαφος. Ομως το πρώτο έτος της χρησιμοποίησης του νέου σπόρου, η ασθένεια της σκωρίασις προσέβαλε όλες τις μεσογειακές χώρες, με αποτέλεσμα να καταστραφεί η σιτοπαραγωγή της χώρας.
Ακολούθησε η προσπάθεια τον επόμενο χρόνο και τα αποτελέσματα υπήρξαν ικανοποιητικά. Το ίδιο επανελήφθη και τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα το 1931 να έχουμε αύξηση της παραγωγής κατά 75% περίπου σε σχέση με τον μέσο όρο των ετών 1928-1931. Η ίδια περίπου αύξηση της παραγωγής υπήρξε και στην παραγωγή των άλλων δημητριακών. Βέβαια, η αύξηση της παραγωγής σίτου είχε σαν συνέπεια τη μείωση της εισαγωγής, πράγμα που σήμαινε εξοικονόμηση ποσού ενός (1) περίπου εκατομμυρίου χρυσών λιρών για το έτος 1932.
Πέραν των ανωτέρω, για την ενίσχυση της σιτοπαραγωγής η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου εσυστηματοποίησε το θεσμό της συγκέντρωσης του σίτου. Βέβαια, η συγκέντρωση είχε καθιερωθεί από το 1927, αλλά την περίοδο εκείνη, δηλαδή το 1929, πήρε οριστική μορφή και γινόταν πιο συστηματικά. Παράλληλα όμως την περίοδο εκείνη επεβλήθη και δασμός στον εισαγόμενο σίτο, πράγμα το οποίο ενίσχυσε την εγχώρια παραγωγή.
Εκτός όμως από την καλλιέργεια του σίτου, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου προχώρησε και στην ενίσχυση της καπνοπαραγωγής. Προς το σκοπό αυτόν ίδρυσε το ινστιτούτο καπνού, του οποίου στόχος ήταν να κατευθύνει την καπνοκαλλιέργεια, ενώ παράλληλα απαγόρευσε διά νόμου την καλλιέργεια καπνού σε ελώδεις εκτάσεις. Επίσης, απαγόρευσε τη συλλογή και πώληση των πατοφύλλων του καπνού. Ολες δε οι ανωτέρω απαγορεύσεις επέβλεπαν στη βελτίωση των ελληνικών καπνών.
Γιατί φτιάχνουμε κουραμπιέδες τα Χριστούγεννα - Πόσα γνωρίζετε για την ιστορία τους
Ενας άλλος τομέας τον οποίο προστάτευσε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου ήταν ο τομέας της ελαιοπαραγωγής. Προς την κατεύθυνση αυτή απαγόρευσε την ανάμιξη της πώλησης ελαιολάδου με σπορέλαιο, μείωσε τη φορολογία και άφησε ελεύθερη την εξαγωγή του ελαιολάδου.
Πέρα όμως από τα ανωτέρω μέτρα, η κυβέρνηση έλαβε και άλλα μέτρα προς ενίσχυση των αγροτών. Ετσι έλαβε μέτρα προστασίας των σταφιδοπαραγωγών, των οινοπαραγωγών, καθώς και των βαμβακοπαραγωγών ώστε να καταστεί αυτάρκης η χώρα μας στην παραγωγή βάμβακος. Τέλος, η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου εψήφισε το Νόμο 4491 περί αγροζημιών, διά του οποίου νόμου απηλλάγη η γεωργία από τη μάστιγα των ελευθέρως βοσκούντων ζώων.
Βέβαια, η λήψη όλων των ανωτέρω μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου απέβλεπαν αφενός στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του αγροτικού πληθυσμού και αφετέρου στην εξάλειψη του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών με στόχο να υπάρξει βασική προϋπόθεση της οικονομικής σταθερότητας.
Ενα άλλο σημαντικό μέτρο το οποίο έλαβε η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου υπέρ του αγροτικού πληθυσμού ήταν η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε διά της συμβάσεως του Ελληνικού Δημοσίου με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος , η οποία υπεγράφη την 27η Ιουνίου 1929 και η οποία εκυρώθη με το Νόμο 4332/1929. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι την αγροτική πίστη μέχρι την περίοδο εκείνη την ασκούσε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι ο Ελ. Βενιζέλος στον προγραμματικό του λόγο στη Θεσσαλονίκη είχε υποσχεθεί ότι θα εξασφάλιζε επαρκή και φθηνά κεφάλαια για την εξυπηρέτηση της αγροτικής πίστης. Την υπόσχεση αυτή θέλησε να την τηρήσει με την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας, η οποία άρχισε να λειτουργεί από τον Ιανουάριο του 1930, βοήθησε χάρη στην τόνωση της αγροτικής πίστης και μέσω αυτής στην καλυτέρευση και την αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της χορήγησε δάνεια ύψους 1.304 εκατομμυρίων δραχμών, διά των οποίων ετονώθησαν όλες οι καλλιέργειες. Ομως η μεγάλη αξία της Αγροτικής Τράπεζας φάνηκε σε δύο κρίσιμες για τους αγροτικούς πληθυσμούς περιόδους: 1) Το 1931, όταν λόγω της μεγάλης θεομηνίας του 1930 κατεστράφη η παραγωγή σίτου και δεν υπήρχε σίτος για σπορά. Τότε υπήρχε κίνδυνος να μη γίνει νέα καλλιέργεια σίτου, οπότε παρενέβη η Αγροτική Τράπεζα και αγόρασε σπόρο από την Τουρκία, την Κύπρο και την Ιταλία, τον οποίο διένειμε επί πιστώσει στους Ελληνες αγρότες, και 2) το 1931-1932 κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν ορισμένες αγροτικές περιοχές είχαν ξεμείνει από τρόφιμα και οι κάτοικοι κινδύνευαν να πεθάνουν από ασιτία.
Τότε η Αγροτική Τράπεζα αγόρασε χιλιάδες τόνους αραβοσίτου, που διένειμε εις τους πληγέντας αγροτικούς πληθυσμούς. Πρέπει στο σημείο αυτό να επισημάνουμε κάτι το οποίο απασχολούσε την κυβέρνηση αλλά και ολόκληρο τον αγροτικό πληθυσμό της χώρας. Οπως είναι γνωστό, η Αγροτική Τράπεζα ιδρύθηκε για να εξυπηρετήσει τον αγροτικό πληθυσμό με τη χορήγηση φθηνού επιτοκίου. Τούτο όμως δεν μπόρεσε να το πετύχει διότι δεν είχε δικά της κεφάλαια, εφόσον τα μισά εκ των κεφαλαίων της προέρχονταν από πιστώσεις της Εθνικής Τράπεζας, διά τα οποία πλήρωνε και υψηλό επιτόκιο. Ετσι η Αγροτική Τράπεζα ήταν αναγκασμένη να χορηγεί δάνεια με 6,5%-8,5%. Βέβαια, τα επιτόκια ήταν χαμηλότερα κατά 1% προκειμένου περί συνεταιρισμένων αγροτών. Ομως η χορήγηση δανείων με τόσο υψηλό επιτόκιο δεν μπορούσε να θεωρηθεί παροχή φθηνών κεφαλαίων προς τους αγρότες.
Καίτοι όμως υπήρχαν όλες αυτές οι δυσκολίες, εντούτοις η ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας εθεωρήθη επωφελής ενέργεια και συνέβαλε αποφασιστικά στον περιορισμό της τοκογλυφίας, η οποία αποτελούσε μάστιγα για τον αγροτικό πληθυσμό.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr