Τότε, η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη του Α Βαλκανικού Πολέμου, που οδηγεί, μερικούς μήνες μετά, στη συνθήκη του Βουκουρεστίου που διπλασιάζει σε έκταση και σε πληθυσμό το νεοελληνικό κράτος. Εκείνες τις Άγιες μέρες όμως, παρά τις συνεχείς νίκες, κανείς δεν γνωρίζει την τελική έκβαση και το βάθος χρόνου των συγκρούσεων, με αποτέλεσμα το κλίμα στη χώρα να είναι εξαιρετικά βαρύ, με τις περισσότερες οικογένειες να έχουν κάποιο δικό τους άνθρωπο στο μέτωπο.
Ο Τύπος, για να τονώσει το ηθικό στα μετόπισθεν, δημοσιεύει φωτογραφίες από τη «νέα Ελλάδα» που αναδεικνύεται στα πεδία των μαχών, αφού ένας δρόμος της Κοζάνης ή μια πλατεία της μόλις απελευθερωμένης από τον τουρκικό ζυγό Μυτιλήνης αποδεικνύει πως οι θυσίες δεν πηγαίνουν χαμένες.
Στο πνεύμα των ημερών το μοίρασμα ρούχων και παιχνιδιών στα ορφανά των Βαλκανικών Πολέμων.
Το ίδιο παγωμένο κλίμα επικρατεί στη πρωτεύουσα, όπου χρειάζεται να φτάσει η τελευταία εβδομάδα των Χριστουγέννων ώστε να αλλάξει λίγο η ατμόσφαιρα. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα στον Πειραιά, που εκείνη την χρονιά περνά τα δυσκολότερα Χριστούγεννα του.
Η πόλη κατακλύζεται από τούρκους αιχμαλώτους που ηττημένοι, εξαθλιωμένοι και άρρωστοι από τα πολεμικά μέτωπα, μένουν σε πρόχειρους καταυλισμούς ή περιφέρονται στους δρόμους, ενώ οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί μένουν στο ξενοδοχείο «Ακταίον».
«Η κίνησις εις την αγοράν» κατά το σκιτσογράφο της εποχής.
Τα περισσότερα σπίτια της πόλης δεν γιορτάζουν, έχοντας χάσει δικό τους άνθρωπο στον πόλεμο, είτε γιατί έχουν άλλον στο μέτωπο. Μόνο ορισμένα συνοικιακά καταστήματα της περιοχής διατηρούν κάποια εορταστική όψη, αλλά κι αυτά χωρίς κανένα πανηγυρικό τόνο και διάκοσμο, ώστε να μπορούμε να χαρακτηρίσουμε εκείνες τις αγορές σαν «δακρυσμένα ψώνια».
Οι έγχρωμες λιθογραφίες των Βαλκανικών Πολέμων αποτελούσαν ένα από τα συνηθέστερα δώρα τα Χριστούγεννα του 1912.
Ακόμα και τα παιδικά κάλαντα δίνουν τον τραγικό τόνο της χρονιάς :«Εις την γενική νέκρα και κατήφειαν τον μόνον τόνον χαρμονής τον έδωσαν τα κάλαντα τα οποία έψελναν μικρά και μεγάλα παιδιά. Συγκινητικότατα ιδίως ήσαν τα κάλανδα τα οποία έψαλλον μερικά ορφανά φονευθέντων επιστράτων, ντυμένα στα ολόμαυρα», γράφουν οι εφημερίδες.