Και τούτο διότι ο Δημ. Γούναρης διατηρούσε την αριθμητική υπεροχή επειδή κατά την ψηφοφορία στη Βουλή, όταν κατεψηφίσθη η κυβέρνησή του, δεν είχαν ψηφίσει οι 13 υπουργοί της κυβερνήσεως. Ετσι, η δύναμη των κυβερνητικών βουλευτών ήταν 168, διότι στους 155 που υπερψήφισαν την κυβέρνηση πρέπει να υπολογισθούν και 13 υπουργοί, οπότε η δύναμη των βουλευτών που στήριζαν τον Δημ. Γούναρη ήσαν 168. Για το λόγο αυτό οι διαβουλεύσεις του βασιλιά Κωνσταντίνου δεν μπόρεσαν να έχουν κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Πέραν όμως των ανωτέρω, εκείνη την περίοδο αναμενόταν να συζητηθεί στο Παρίσι το ελληνικό πρόβλημα, για το οποίο η κρίση δεν μπορούσε να παραταθεί περαιτέρω. Ετσι, ο βασιλιάς ανέθεσε μετά από διαβουλεύσεις την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και πάλιν στο Δημ. Γούναρη. Μετά τη νέα εντολή ο Δημ. Γούναρης προέβη σε ευρύ ανασχηματισμό και η νέα κυβέρνηση παρουσιάσθηκε στη Βουλή την 5/18 Μαρτίου 1922 και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης.
Είναι ανάγκη εδώ να επισημάνουμε ότι η νέα κυβέρνηση του Δημ. Γούναρη είχε πλήρως ανασχηματισθεί με πολλά νέα πρόσωπα. Ετσι, εκτός από τον Γ. Μπαλτατζή που παρέμεινε στο υπουργείο Εξωτερικών, τον Π. Πρωτοπαδάκη που έμεινε και αυτός στο υπουργείο Οικονομικών και τον Ν. Θεοτόκη στο υπουργείο Στρατιωτικών, όλοι οι άλλοι υπουργοί ήσαν νέοι.
Μέσα σε αυτή τη θύελλα των πολιτικών ανακατατάξεων και των πολιτικών εξελίξεων συνήλθαν στις 9/22 Μαρτίου 1922 οι υπουργοί των Εξωτερικών των τριών μεγάλων Δυνάμεων. Από την πλευρά της Γαλλίας μετείχε ο πρωθυπουργός Ρ. Πουανκαρέ, ο οποίος διατηρούσε και το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών, από την Αγγλία ο λόρδος Κόρζον και από την Ιταλία ο νέος υπουργός των Εξωτερικών Schanzer. Πρώτο θέμα στη Διάσκεψη των Παρισίων ήταν το μικρασιατικό πρόβλημα, όπου οι σύμμαχοι ήθελαν να δοθεί οπωσδήποτε λύση. Για το λόγο αυτό απηύθυναν διακοίνωση στις εμπόλεμες χώρες με την οποία ζητούσαν σύναψη ανακωχής για να επακολουθήσει η εκκένωση της Μικράς Ασίας υπό του ελληνικού στρατού υπό ορισμένους όρους και προϋποθέσεις. Βέβαια, η Ελλάδα απεδέχθη αμέσως την ανακωχή με ορισμένες επιφυλάξεις ως προς τους στρατιωτικούς όρους αυτής. Οι Τούρκοι απάντησαν με καθυστέρηση δέκα ημερών, αλλά εξάρτησαν την ανακωχή εκ της ταυτοχρόνου εκκενώσεως της Μικράς Ασίας.
Μετά τα ανωτέρω και συγκεκριμένα στις 13/26 Μαρτίου 1922, οι τρεις υπουργοί των Εξωτερικών απηύθυναν νέα διακοίνωση προς την Ελλάδα και την Τουρκία. Τη διακοίνωση αυτή συνόδευσε εκτενές μνημόνιο, στο οποίο εξετίθεντο οι αντιλήψεις των Δυνάμεων σχετικά με τις προτάσεις για ειρήνευση στην περιοχή. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι το μνημόνιο υπερέβαινε τα όρια της φιλοφροσύνης και σε ορισμένα σημεία κολάκευε υπέρμετρα τους Τούρκους. Οι κυριότεροι των όρων τους οποίους περιείχε ήσαν δυσμενέστεροι για τους Ελληνες σε σύγκριση με άλλες προτάσεις που είχαν προηγηθεί στο παρελθόν. Συγκεκριμένα το μνημόνιο προέβλεπε τα εξής: «Η εκκένωση της Μικράς Ασίας θα επραγματοποιείτο εντός τεσσάρων μηνών, βάσει σχεδίου το οποίο θα είχαν εκπονήσει στρατιωτικοί υπό την προεδρία του στρατάρχη Φος. Στη συνέχεια προτείνονταν διάφορα μέτρα διά την εξασφάλιση των μειονοτήτων, ενώ η Κοινωνία των Εθνών θα επόπτευε με ειδικές επιτροπές την εφαρμογή των αποφάσεων. Περαιτέρω εγένετο λόγος για τα θέματα των στενών και για την Κωνσταντινούπολη, ενώ η ελληνική μεθόριος απεμακρύνετο ακόμη περισσότερο από την πόλη». Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι διά της νέας συνοριακής γραμμής η Ραιδεστός περιήρχετο πλέον στην Τουρκία και το μόνο που κέρδιζε η Ελλάδα ήταν η Αριανούπολη. Όμως, παρά τις μεγάλες παροχές προς την Τουρκία, η απάντηση των Τούρκων ήταν αρνητική.
Βέβαια, η αρνητική απάντηση των Τούρκων είχε σαν συνέπεια να ακολουθήσουν και άλλες ανταλλαγές διακοινώσεων, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα. Και έτσι, η κατάσταση οδηγείτο σε διπλωματική αποτελμάτωση. Μετά από όλα τα ανωτέρω οι άλλες δυνάμεις δεν είχαν καμία περαιτέρω διάθεση, η δε Μεγάλη Βρετανία δεν είχε καμία δύναμη για να επιβάλει οποιαδήποτε λύση, έστω και την πλέον ευνοϊκή για την Τουρκία. Ετσι, η Ελλάδα ευρέθη σε πλήρη αδιέξοδο. Μάλιστα ήταν τόσο δύσκολη η θέση της ώστε πλέον δεν μπορούσε ούτε και να εκβιάσει. Και τούτο διότι ουσιαστικά η ελληνική κυβέρνηση είχε ηττηθεί στο στρατιωτικό πεδίο και τώρα «ηττήθη» και στο διπλωματικό, αφού και η εν λευκώ «παράδοση» εις την κρίση των συμμάχων δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Από την πλευρά της η Τουρκία ήταν η μεγάλη κερδισμένη και δεν είχε να κάνει τίποτε άλλο παρά να περιμένει.
Ομως, όλη αυτή η κατάσταση είχε επηρεάσει δυσμενώς την κυβέρνηση του Δημητρίου Γούναρη, η οποία εστηρίζετο σε μία πλειοψηφία η οποία δεν είχε ιδεολογική και πολιτική βάση.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι δεν είχε παρέλθει ούτε ένας χρόνος από τις εκλογές της 1/14 Νοεμβρίου 1920 και η κυβέρνηση του Δημ. Γούναρη άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα κυβερνητικής αστάθειας. Εκείνο όμως που ένωνε κάπως την παράταξη ήταν η πλήρης νίκη ή η πλήρης ένωση ενώπιον του κοινού κινδύνου. Ομως από της ανοίξεως του 1922 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν ριζικά. Μάλιστα την επόμενη της ημέρας κατά την οποία η νέα κυβέρνηση του Δημ. Γούναρη έτυχε ψήφου εμπιστοσύνης, ήλθαν στο φως της δημοσιότητας ποιες παρασκηνιακές ενέργειες κατεβλήθησαν για την ανατροπή της κυβερνήσεως, καθώς και διά την επιτυχίαν της διατήρησης στην εξουσίαν. Όμως, παρά την κρισιμότητα της κατάστασης και τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετώπιζε το έθνος, οι πολίτες και οι περισσότεροι πολιτικοί δεν είχαν συνειδητοποιήσει πού οδηγούσε τη χώρα η τραγική κατάσταση στην οποία είχαν οδηγηθεί.
Ετσι, στη συνεδρίαση της 11/24 Μαρτίου 1922 η εθνοσυνέλευση ευρίσκετο σε ταραχή, διότι την προηγούμενη ημέρα ο πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει συλλογικό διάβημα των τριών πρεσβευτών περί της προτάσεως των τριών υπουργών των Εξωτερικών για ανακωχή. Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τα δημοσιεύματα των εφημερίδων έδιδαν περισσότερες πληροφορίες και σχολιάζοντας γενικά την ενέργεια διέβλεπαν ότι στο προοίμιο της ανακοίνωσης περιλαμβάνονταν και πολιτικοί όροι. Βέβαια, για τους στρατιωτικούς όρους οι αντιπολιτευόμενοι την κυβέρνηση δεν είχαν αντίρρηση για οποιαδήποτε ενέργεια ήθελε επιλέξει η κυβέρνηση.
Ομως επέμεναν για τους πολιτικούς όρους και ζητούσαν από την κυβέρνηση μεγαλύτερη και λεπτομερή ενημέρωση. Η κυβέρνηση ηρνείτο να ενημερώσει τη Βουλή και η συνεδρίαση επανελήφθη στις 14/27 Μαρτίου 1922. Στη συνεδρίαση αυτή ο υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε τα έγγραφα της ανακωχής, εις τα οποία δεν συμπεριλαμβάνετο το ενδιαφέρον μνημόνιο της 13/26 Μαρτίου 1922 των τριών υπουργών των Εξωτερικών, εις το οποίο εξετίθεντο οι απόψεις των συμμάχων χωρών επί των προτάσεων ειρήνης. Βέβαια, η συζήτηση επανελήφθη και την 19 Μαρτίου/1 Απριλίου 1922, όταν πλέον οι πληρεξούσιοι εγνώριζαν την πραγματική κατάσταση, οπότε η συζήτηση στη Βουλή γενικεύθηκε και εκτραχύνθηκε. Στη φάση αυτή ο πρωθυπουργός Δημ. Γούναρης εκαλύπτετο πίσω από την καθυστέρηση της απάντησης των Τούρκων και δήλωνε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε καμία ενέργεια αν δεν απαντούσαν οι αντίπαλοι επί του θέματος της ανακωχής.
Πρέπει εδώ να επισημάνουμε ότι ο Δημ. Γούναρης ουσιαστικά είχε αποδεχθεί τη μεσολάβηση των τριών συμμάχων και ιδιαίτερα της Αγγλίας. Ομως η όλη υπόθεση δεν είχε συνέχεια διότι υπήρχε η αδιάλλακτη άρνηση του Κεμάλ. Πάντως στη συνεδρίαση εκείνη ο πρωθυπουργός απεδέχθη την ευθύνη, αλλά περιορίσθηκε μόνον σε αυτή και αρνήθηκε να δεχθεί έλεγχο της διαχειρίσεώς του εφόσον η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να προβεί σε λογοδοσία. Μετά από όλα τα ανωτέρω, το μόνο το οποίο μπορούσε να τεθεί ήταν θέμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση.
Στη συνέχεια διεξήχθη οξεία συζήτηση μεταξύ του πρωθυπουργού και του Ν. Στράτου. Στην πορεία παρενέβη και ο εκπρόσωπος των Φιλελευθέρων Π. Δαγκλής, καθώς και οι βουλευτές της Θράκης, οι οποίοι ζητούσαν να λογοδοτήσει η κυβέρνηση. Ομως ο Γούναρης αρνήθηκε και ζήτησε να τεθεί θέμα εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Τελικά, η συζήτηση κατέληξε σε ψηφοφορία. Στην ψηφοφορία παρέστησαν 236 βουλευτές και απείχαν οι υπουργοί. Υπέρ της κυβέρνησης ψήφισαν 163 και την καταψήφισαν 52, ενώ ένας βουλευτής αρνήθηκε ψήφο. Ομως η νίκη αυτή ήταν εφήμερος, διότι ακολούθησαν ραγδαίες εξελίξεις.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr