Πράγματι, θυμάμαι πολύ έντονα την εκτέλεση αυτή, αφού είδα με τα μάτια μου, από απόσταση μερικών μέτρων, τα διαδραματισθέντα, λίγο πριν από το χάραμα και ευθύς μετά την ανατολή του ηλίου της 25ης Αυγούστου 1972, στο παλιό πεδίο βολής «Δύο Αοράκια» του Νομού Ηρακλείου Κρήτης (σήμερα γήπεδο μπάσκετ).
Ποιος αποφάσισε την κατάργηση της ποινής του θανάτου στην Ελλάδα; Τυπικά, ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ουσιαστικά, όμως, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Οταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, αυτό ήταν ένα από τα πρώτα ζητήματα που τον απασχόλησε, καθώς επέκειτο εκτέλεση δύο πολιτών που είχαν διαπράξει φρικτά εγκλήματα. Ο πρώτος ήταν ο Νίκος Κοεμτζής για τρεις φόνους και επτά σοβαρούς τραυματισμούς (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης). Τους έσφαξε όλους με μια «φαλτσέτα». Προμελέτη δεν υπήρχε. Οπως αποδείχθηκε, είχε προηγηθεί… παρεξήγηση (διαπληκτισμός, σπρωξίματα και μερικά χτυπήματα στην πίστα) μεταξύ του αδελφού του Κοεμτζή και των διασκεδαζόντων θυμάτων, μετά από λίγα δευτερόλεπτα.
Ο δεύτερος θανατοποινίτης ήταν ο Ηλίας Σούλης, που είχε δολοφονήσει (αυτός «εκ προμελέτης») έναν αστυνομικό, πατέρα δύο μικρών παιδιών, μέσα στο σπίτι του, για να εξασφαλίσει… απρόσκοπτα τη συνέχιση της ερωτικής τους σχέσης με τη σύζυγο του αστυνομικού, που ήταν η ηθική αυτουργός (καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά). Το θύμα ικέτευε το δράστη να «μην αφήσει τα παιδιά του ορφανά», αλλά αυτός έσφιξε περισσότερο το σχοινί που του είχε τυλίξει στο λαιμό, μέχρι που ο άτυχος πατέρας άφησε την τελευταία του πνοή. Τυχεροί ήταν ο Ηλίας Σούλης και ο Νίκος Κοεμτζής, που γλίτωσαν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή την εκτέλεση. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ευρωπαίος πλέον, μετά την 11ετή παραμονή του στο Παρίσι, είχε αποφασίσει την κατάργηση της θανατικής ποινής, συνυπολογίζοντας, ίσως, ότι θα ήταν δυνατή η μετατροπή της ποινής, που οι πολλοί θεωρούσαν σίγουρο ότι θα επιβαλλόταν στους πρωταίτιους της 21ης Απριλίου (το επόμενο έτος οι καταδικασθέντες σε θάνατο Γεώργιος Παπαδόπουλος, Στυλιανός Παττακός και Νικόλαος Μακαρέζος έγιναν ισοβίτες).
Πρώτες πρωινές ώρες, λοιπόν, της 25ης Αυγούστου 1972, βρέθηκα έξω από τις φυλακές Αλικαρνασσού. Φώτα σβησμένα, σιγή νεκρική… Ως τις 3 π.μ. Τότε, άναψαν λαμπτήρες σε μια πτέρυγα. Εκεί όπου εκρατείτο ο Βασίλης Λυμπέρης, 27 ετών, δολοφόνος της συζύγου του, των δύο πολύ μικρών παιδιών τους και της πεθεράς του. Ακολούθησαν οι απαραίτητες διαδικασίες. Εξέταση από γιατρό της υγείας του Λυμπέρη (αν είχε υψηλό πυρετό θα αναβαλλόταν η εκτέλεση), επίσκεψη ιερωμένου στο κελί για τυχόν εξομολόγηση και Θεία Μετάληψη κ.ά.). Σκοτάδι πυκνό επικρατούσε και όταν ήταν όλα έτοιμα για την αναχώρηση (αυτοκίνητα μεταφοράς Λυμπέρη και συνοδείας) από τις φυλακές για τα «Δύο Αοράκια». Τη στιγμή εκείνη ξεκίνησε, πρώτο, το αυτοκίνητο που μετέφερε εμένα και τον εκλεκτό φωτορεπόρτερ Βασίλη Καραμανώλη στο πεδίο βολής.
Ανέπτυξε ταχύτητα και φτάσαμε γρήγορα. Είχε προηγηθεί η άφιξη του εκτελεστικού αποσπάσματος και του εισαγγελικού λειτουργού. Ο τελευταίος μου είπε ευγενικά αλλά επιτακτικά: «Εσύ μείνε, αλλά ο φωτορεπόρτερ να απομακρυνθεί αμέσως». Ετσι και έγινε. Οφείλω χάριτες στο συμφοιτητή μου (στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών), που δεν είχε επιλέξει τη δικηγορία… Είχε βρει τρόπο να μου εξασφαλίσει την αποκλειστικότητα (το ρεπορτάζ μου και οι φωτογραφίες του Καραμανώλη δημοσιεύτηκαν την ίδια ημέρα σε δύο απογευματινές εφημερίδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, στις οποίες εργαζόμουν τότε). Μπορώ να το πω πλέον, μετά από τόσες δεκαετίες, χωρίς να αναφέρω, βεβαίως, το όνομα του παλιού συμφοιτητή. Ο Βασίλης Καραμανώλης ήταν τυχερός. Πολύπειρος, καθώς απομακρυνόταν, διαπίστωσε την ύπαρξη μεγάλου, σιδερένιου, βαρελιού σε απόσταση περίπου 40 μέτρων. Κρύφτηκε πίσω από αυτό και στις κρίσιμες στιγμές, αστραπιαία «τράβηξε» τις εκπληκτικές φωτογραφίες του Βασίλη Λυμπέρη να τον σημαδεύουν τα 12 τουφέκια του εκτελεστικού αποσπάσματος.
Είχε χαράξει για τα καλά. Ομως, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, η εντολή για την εκτέλεση θα δινόταν μόλις φαινόταν η πρώτη αχτίδα του ήλιου. Οι στρατιώτες είχαν καρφωμένο το βλέμμα τους στο χώμα. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν βασανιστικά. Μόλις δόθηκε η εντολή, εκπυρσοκρότησαν τα 12 τουφέκια, από τα οποία σφαίρες είχαν μόνο τα έξι. Τα υπόλοιπα είχαν μόνο μπαρούτι. Ετσι, κανένας από τους δώδεκα στρατιώτες δεν θα μάθαινε -και δεν έμαθε ποτέ- αν στο δικό του όπλο υπήρχε σφαίρα. Σηκώθηκαν σύννεφα σκόνης. Ο Λυμπέρης βρισκόταν στο έδαφος. Απέμενε, όμως, η χαριστική βολή. Πυροβολισμός, δηλαδή, με περίστροφο στο κεφάλι από τον επικεφαλής αξιωματικό. Ηταν ένας έφεδρος ανθυπολοχαγός, που δεν βρήκε το κουράγιο. Εδωσε εντολή σε έναν μόνιμο λοχία, που δεν τόλμησε να αρνηθεί. Δεν χρησιμοποίησε περίστροφο αλλά όπλο (ημιαυτόματο). Ο ίδιος ενστικτωδώς απέστρεψε το βλέμμα του όταν η κάνη πλησίασε το κεφάλι του Λυμπέρη. Και τράβηξε νευρικά τη σκανδάλη. Αναποφεύκτως, αντί μιας σφαίρας, έφυγαν από τη θαλάμη περισσότερες. Η εικόνα απερίγραπτη. Δεν υπήρχε, βεβαίως, θέμα νεκρώσιμης ακολουθίας. Η νεκροφόρα που ήταν δίπλα μετέφερε αμέσως τη σορό στο παρακείμενο νεκροταφείο, διασχίζοντας έναν κακοτράχαλο δρόμο. Εκεί φτάσαμε τρέχοντας. Τη στιγμή που έβγαζαν το φέρετρο, ακούστηκε σπαρακτική η κραυγή της μάνας («Βασίλη μου»). Εκείνη τη στιγμή δημιουργήθηκε σε μένα μέγιστη αποστροφή για τη θανατική ποινή, καθώς κυριαρχούσε η τραγική φιγούρα της μάνας που έκλαιγε με λυγμούς για το θάνατο του παιδιού της.
Πριν από τον Λυμπέρη, λίγους μήνες νωρίτερα είχε εκτελεστεί ο Γ.Χ. Κασόλας για ανθρωποκτονία και απόπειρα βιασμού. Οι διασημότεροι, όμως, εκτελεσθέντες (το 1969) ήταν οι Γερμανοί Χανς Μπασενάουερ και Χέρμαν Ντουφτ (για ληστείες μετά φόνου). Συνολικά, από το 1960 έως και το 1972 είχαν εκτελεστεί 40 θανατοποινίτες. Μεταξύ αυτών και τέσσερις γυναίκες, οι Σταυρούλα Γκουβούση, Αθανασία Αγγελινού, Αλεξάνδρα Μέρδη και Αικατερίνη Δημητρέα, όλες για ανθρωποκτονίες.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr