Μην ξεχνάμε ότι τα μέσα μεταφοράς της εποχής είναι ανύπαρκτα, ενώ τα μόνα μέρη όπου μπορείς να διανυκτερεύσεις είναι κάποια ελάχιστα άθλια και πανάκριβα χάνια, που προσφέρουν μόνο μια κούπα γάλα και κριθαρόψωμο. Τέλος, είναι διάχυτος ο φόβος των ληστών που ληστεύουν ή απάγουν περαστικούς ζητώντας υπέρογκα λύτρα.
Τα πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν στα τέλη του 19ου αιώνα, ιδίως στην Αθήνα. Η νέα πρωτεύουσα αρχίζει ν’ αναπτύσσεται, με τον σιδηρόδρομο να φέρνει κοντά απομακρυσμένες μέχρι τότε περιοχές, όπως το Φάληρο και η Κηφισιά. Τον μεγαλύτερο αριθμό ταξιδιωτών συγκεντρώνει η Κηφισιά, που εκείνη την εποχή είναι ένας μικρός παράδεισος, πνιγμένος στο πράσινο και στις πηγές. Εκεί, συγκεντρώνονται οι πλέον ευκατάστατοι Αθηναίοι, που διαμένουν στα πολύ καλά ξενοδοχεία της περιοχής, ενώ άλλοι κατασκευάζουν εξοχικά για συχνότερες αποδράσεις.
Με την εξαίρεση κάποιων καλών ξενοδοχείων, τα περισσότερα εκδρομικά καταλύματα της περιόδου δημιουργούν μεγαλύτερα προβλήματα από αυτά που λύνουν. Οι επισκέπτες όχι μόνο δεν χαλαρώνουν, αλλά γεμίζουν τις στήλες των εφημερίδων με διαμαρτυρίες: «Αι αθηναϊκαί εξοχαί αγνοούν την άνεσιν της εξοχής. Πολλάκις υποφέρουν από την ίδιαν λειψυδρίαν των Αθηνών. Πρέπει ο παραθερίζων να κουβαλά νερόν από μακρινά πηγάδια. Ο θαλερός κήπος είναι άγνωστος, το ίδιον δε και η ησυχίαν, διότι τα αυτοκίνητα τα ερχόμενα εξ Αθηνών φέρνουν νυχθημερόν κανταδόρους με κιθάρας, μαντολίνα, φλάουτα, βιολιά. Και οι χοίροι, οι όνοι, αι όρνιθες, αι αγελάδες, αι κατσίκες, αι ατελεύτητοι έριδες των χωρικών δεν είναι ενθαρρυντικότεραι τέρψεις διά τον παραθερίζοντα.
Η ήσυχος εξοχή εξέλιπε προ χρόνων εις την Ελλάδα και τα μικρότερα μέρη μετεβλήθησαν εις την οδόν Ηφαίστου. Ω, εκείνοι οι σκύλοι… Και ναρκωτικό να πιη κανείς, αδύνατον να κοιμηθεί. Την σκυλοσυναυλίαν συμπληρώνουν αι κραυγαί των κωμαστών, διότι δεν υπάρχει πλέον εξοχή χωρίς δεκαπέντε διανυκτερεύοντα μπαρ».
Αλλη κυρία περιγράφει, με επιστολή της σε εφημερίδα, το μέρος παραθερισμού της ως «κόλασιν την οποίαν ο σύζυγος ονομάζει εξοχήν. Εν απόκεντρον και άθλιο χωριό της Αττικής, κατοικούμενο από ολίγους αλβανόφωνους χωρικούς και από περισσότερα ζώα, τα οποία έχουν καταπληκτικήν οικειότητα με τους ανθρώπους».
Παράλληλα, στις αρχές του 20ού αιώνα γνωρίζουν τεράστια ανάπτυξη οι λουτροπόλεις, συγκεντρώνοντας κόσμο που θέλει να συνδυάσει τις διακοπές με τις θεραπευτικές ιδιότητες των ιαματικών λουτρών. Λουτράκι, Υπάτη, Καμένα Βούρλα, Αιδηψός κατακλύζονταν όχι μόνο το καλοκαίρι αλλά όλο τον χρόνο, προσφέροντας αρκετές ανέσεις στους επισκέπτες. Στην Αττική υπάρχουν τα ιαματικά λουτρά της Βουλιαγμένης που διαφημίζονται ως κατάλληλα για ρευματισμούς, αρθρίτιδες, οσφυαλγίες, παθήσεις του στομάχου, εκζέματα και νευρικά νοσήματα. Στην περιοχή λειτουργούν παντοπωλείο, εστιατόριο, καφενείο και μανάβικο, τα λεωφορεία για τα λουτρά αναχωρούν στις 7.30 το πρωί και στις 3.30 το μεσημέρι από την οδό Αθηνάς, ενώ υπάρχει και θαλάσσια επικοινωνία με το ατμόπλοιο «Ψαρά» που αναχωρεί από το Πασαλιμάνι.
Βρισκόμαστε πλέον στη χρυσή περίοδο της Μπελ Επόκ, κανείς δεν υποψιάζεται την καταιγίδα των πολέμων που ακολουθούν και όλοι είναι ανοιχτοί σε νέες διασκεδάσεις και αποδράσεις. Ετσι, δημιουργούνται περιηγητικοί όμιλοι, κατασκηνώσεις στη Βουλιαγμένη, ενώ διοργανώνονται μικρές κρουαζιέρες με ατμόπλοια στον Αργοσαρωνικό, με συχνότερους προορισμούς τις Σπέτσες και τον Πόρο που γνωρίζουν μεγάλη ανάπτυξη, σε αντίθεση με τις Κυκλάδες που είναι αγνοημένες από όλους. Τέλος, υπάρχουν και κάποιοι λίγοι που ταξιδεύουν στο εξωτερικό, με τις εφημερίδες να τους μακαρίζουν αφού εκεί θα έχουν καλύτερες παροχές και τιμές: «Διά τους ευπόρους κυρίως οικογενειάρχας η θερινή παραμονή εις ευρωπαϊκήν εξοχήν είναι οικονομία και υγεία ανεκτίμητος».
Βέβαια, ο περισσότερος κόσμος δεν διαθέτει χρήματα για τέτοιου είδους διακοπές, με τις εφημερίδες να γκρινιάζουν για το απαγορευτικό κόστος τους, προτείνοντας στην κυβέρνηση την ιδέα των λαϊκών εξοχών: «Χθες περισσότερον από κάθε άλλην φοράν οι Αθηναίοι με την απελπιστικήν θερμότητα αισθάνθηκαν πόση αξία έχει η εξοχή και πόσο αι Αθήναι έχουν εξοχάς τας οποίας απολαμβάνουν μόνον οι πλούσιοι και οι πλουτοκράτες μας. Η ακρίβεια των μεταφορικών μέσων, η αισχροκέρδεια εις τα εξοχικά κέντρα, η έλλειψη δι’ άλλας εξοχάς καθιστούν διά τον περισσότερον κόσμον την εξοχήν πράγμα ασύλληπτον, πράγμα το οποίον ουδέποτε δύναται να απολαύση. Αλλά πότε το κράτος το ελληνικόν εσκέφθη να ασχοληθεί με ζητήματα δημιουργίας λαϊκών εξοχών;».
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Τα πρώτα κάμπινγκ αναζητούν δασκάλους
Στην παραλιακή ζώνη αρχίζουν να ξεφυτρώνουν υπαίθριοι καλοκαιρινοί οικισμοί. Οικογένειες και παρέες κατασκηνώνουν από τα τέλη Μαΐου σε Βουλιαγμένη, Γλυφάδα, Σούνιο, αλλά και σε ακατοίκητες τότε περιοχές της Αττικής (Γαλάτσι, Πεντέλη, Δαφνί, Καισαριανή, Σκαραμαγκά, Μελίσσια) περνώντας εκεί όλο το καλοκαίρι, ξεκινώντας αυτό που κάποια χρόνια μετά θα ονομαζόταν κάμπινγκ: «Εις τας γραφικάς ακτάς της Βουλιαγμένης ή τας πλαγιάς του Σουνίου εφύτρωσαν πράσινοι θερινοί συνοικισμοί, όπου κυνηγοί και λουόμενοι, εν μέσω ελαχίστων τσουμπελικίων, εζούσαν με τας δύο προϊστορικάς απασχολήσεις του ανθρώπου: Το ψάρεμα και το κυνήγι. Η Πεντέλη, ο νότιος ένυδρος και πράσινος Υμηττός, η Γλυφάδα, μέρος του Πάρνη, όπου σκιά, κουκουνάρι, αέρας, ορίζων, εστήθη αμέσως και από ένας καταυλισμός».
Επειδή η φτώχεια θέλει καλοπέραση, οι παρέες αυτές στήνουν υπαίθρια μαγειρεία, ενώ το βράδυ ανάβουν φωτιές διασκεδάζοντας με ανέκδοτα και παραμύθια: «Την ημέρα ένα ποδαράκι, ένα παντουφλάκι, ένα κοτσιδάκι αιωρείται α λα Φραγκονάρ μεταξύ ουρανού και γης, εις την κλασικήν κούνιαν, γίνεται αεροθεραπεία, γίνεται εκδρομή και ενεκδιήγητο φαγοπότι. Οι πτωχοί ανακάλυψαν επιτέλους και είναι τόσον ενθουσιασμένοι ώστε δεν έχουν ξεκολλημούς. Είναι ζήτημα αν θ’ αποφασίσουν να φύγουν έστω και τον Νοέμβριον», σημειώνουν οι εφημερίδες κι έχουν δίκιο.
Πολλοί από αυτούς τους σκηνίτες δεν φεύγουν ούτε τον χειμώνα, δημιουργώντας έτσι τις πρώτες εστίες πολυσύχναστων σήμερα περιοχών. Μάλιστα, όταν οι παραθεριστές βλέπουν κάποιο δημοσιογράφο τού ζητούν να γράψει ότι ψάχνουν για δάσκαλο για τα παιδιά τους: «Εχουμε εδώ πλέον των σαράντα παιδιών. Είναι κρίμα να μένουν έτσι, αφού δεν έχουμε κανένα σκοπό να κατέβουμε γρήγορα. Γράψτε, σας παρακαλώ. Θα του δώσουμε καλή σκηνή, καλό μισθό και θα τον περιποιηθούμε όπως μπορούμε».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr