Γεννιέται σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας Σύρου, στο επονομαζόμενο Σκαλί, Τετάρτη 10 Μαΐου 1905, στις 3 το πρωί, από πάμφτωχους γονείς. Είναι ο πρωτότοκος γιος του Δομένικου και της Ελπίδας, παίρνοντας το όνομα του παππού του, που έγραφε ποιήματα και αυτοσχέδια τραγούδια, και ακολουθούν άλλα πέντε αδέλφια. Ο μικρός Μάρκος παρακολουθεί με θαυμασμό τον πατέρα και τους θείους του να παίζουν γκάιντα, ενώ για πρώτη φορά ακούει μπουζούκι από έναν θείο με το απίστευτο όνομα Μορφίνη…
Παρότι, λόγω πρόωρης σωματικής ανάπτυξης, πηγαίνει σχολείο σε ηλικία μόλις 4 ετών, είναι πολύ καλός μαθητής με κλίση προς την Ιστορία: «Μ’ άρεσε πολύ η Ιστορία. Τότες, τα παλιά, Ξέρξης, Αρταξέρξης, τέτοια πράματα, η εν Σαλαμίνι Ναυμαχία. Δεν θα μπορέσω να το ξέρω γιατί μ’ αρέσανε τόσο. Και μέχρι τώρα ακόμη μ’ αρέσουν. Το Βυζάντιο, η Κωνσταντινούπολις, η Αλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και μέχρι τώρα ακόμη, άμα βρω βιβλία που γράφουνε γι’ αυτά, τα διαβάζω». Δεν είναι τυπικός στα θρησκευτικά του καθήκοντα, δεν γνωρίζει ούτε το «Πάτερ ημών», αλλά του αρέσει να ψέλνει στις καθολικές εκκλησίες της Σύρου.
Μετά το σχολείο ακολουθεί τον πατέρα του στις σκληρές δουλειές του ποδαριού: Πουλάνε κάρβουνα, μαζεύουν βέργες από τα ποτάμια της περιοχής, τις κουβαλούν δύο ώρες στην πλάτη και εν συνεχεία τις πλέκουν καλάθια και τις πουλούν. Οταν ο πατέρας φεύγει για να πολεμήσει στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912, ο, μόλις, επτάχρονος Μάρκος αναζητά το πρώτο μεροκάματο για να βοηθήσει ως πρωτότοκος στη συντήρηση της οικογένειας. Δουλεύει σε κλωστήριο με τη μητέρα του, παίρνοντας σε μία εβδομάδα όσα κερδίζει αυτή σε μία ημέρα (τρεισήμισι δραχμές). Εκεί, προσπαθώντας να υπερασπιστεί την τιμή της όμορφης 28χρονης μητέρας του, μπλέκει στους πρώτους καβγάδες, ενώ έχει και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα με τις κοπέλες του εργοστασίου στις αποθήκες με τα βαμβάκια…
Τα μπλεξίματα σε καβγάδες τον οδηγούν σε μια διαρκή φυγή: Αρχικά από το πατρικό, εν συνεχεία από το μαγαζί του θείου του, όπου του συμπεριφέρονται άσχημα και τον κάνουν να επιστρέψει ματωμένος στη μητέρα του, αλλά και από ένα εργοστάσιο, όπου δουλεύει τέσσερις μήνες, αλλά τον διώχνουν γιατί πειράζει τις κοπέλες.
Η πρώτη επαφή με τον χώρο του περιθωρίου, που τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή, γίνεται όταν δουλεύει ως διανομέας εφημερίδων, όπου γνωρίζει τον υπόκοσμο του νησιού: «Αρχισα να βλέπω και να γνωρίζω από κοντά τη ζωή του αλήτη, τον υπόκοσμο, την ατιμία, τη χαρτοπαιξία και όλα τα κακά της μοίρας». Χορεύει χασάπικο, σέρβικο, αλλά πάνω από όλα είναι εξαιρετικός χορευτής ζεϊμπέκικου, που το μαθαίνει στο νησί του: «Το ζεϊμπέκικο που χορεύανε στη Σύρα δεν το χορεύανε πουθενά. Και με μαχαίρια, ξιφολόγχες χάμω». Γίνεται γνωστός στον υπόκοσμο της Σύρου («Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε»), που τον προστατεύει. Οταν κάποιος μεγαλύτερος προσπαθεί να τον αποπλανήσει, ο Μάρκος, αφού πρώτα τον βρίζει, του δίνει ραντεβού την επόμενη ημέρα και τον «αναλαμβάνουν» οι κουτσαβάκηδες της περιοχής: «Τώρα τι να κάνει ο κερατάς; Πλακώνουν οι άλλοι. Ξύλο “και των γονιώ”. Τον εμιζερώσανε και τον πρήξανε. Δεν πήγε πουθενά ο κερατάς να παραπονεθεί. Τι να πει;». Εναν χρόνο μετά, το 1917, σε ηλικία μόλις 13 ετών, μπαίνει λαθρεπιβάτης σε καράβι για να μην τον πιάσει η Αστυνομία, αφού παίζοντας γκρεμίζει με βράχο τη στέγη σπιτιού…
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Φτάνει μόνος στον Πειραιά, αλλά μέσα στον χρόνο τον ακολουθεί όλη η οικογένεια από τη Σύρο. Τα επόμενα χρόνια δουλεύει ως φορτοεκφορτωτής κάρβουνου και στο τελωνείο Πειραιά. Αυτήν την εποχή γνωρίζει στο σπίτι της ξαδέλφης του την πρώτη του σύζυγο, Ελένη Μαυροειδή. Αυτός την αποκαλεί «Ζιγκοάλα» και εκείνη «Φραγκόσκυλο»: «Αυτού άραζα το λοιπόν κι έβλεπα αυτήνε, το λεοντάρι που ήθελα να πάρω αργότερα. Μια μέρα την άρπαξα κι έφυγα. Κλεφτήκαμε στις 10 η ώρα το βράδυ και την πήγα στο σπίτι μου. Ηταν όμορφη, σπαθάτη γυναίκα, μελαχρινή, όμορφα μάτια κι όλα όμορφα». Παρά το πάθος του γι’ αυτήν, η κοινή τους ζωή χαρακτηρίζεται από συνεχείς καβγάδες και κόντρες. Παρότι τη χαρακτηρίζει «παλιογυναίκα» και κακιά, κάνει πολλά χρόνια να την ξεπεράσει, ενώ και μετά το γρήγορο διαζύγιο η διαμάχη τους συνεχίζεται στις δικαστικές αίθουσες. Η «Ζιγκοάλα» έχει οικονομικές απαιτήσεις, κάτι που αναγκάζει τα επόμενα χρόνια τον Βαμβακάρη να χρησιμοποιεί ψευδώνυμο στα τραγούδια για ν’ αποφύγει κατάσχεση περιουσιακών του στοιχείων.
Από 18 ετών δουλεύει ως εκδοροσφαγέας και στα 23 του σφάζει ένα μοσχάρι που το έχει μεγαλώσει ο ίδιος. Οταν το ζώο συνειδητοποιεί τι πρόκειται να συμβεί, αρχίζει να κλαίει: «Και τι να σας πω, δηλαδή, πρώτη φορά που είδα τέτοιο πράμα στη ζωή μου. Να κλαίει το ζώο απαρηγόρητα. Να πέφτουν στάλες τα δάκρυα από τα μάτια του. Πέταξα το μαχαίρι και λέω του μικρού που είχα εκεί, “σφάξ’ το”, δεν θα ξανασφάξω άλλη φορά τέτοιο πράμα». Σε αυτήν τη δουλειά παραμένει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30, όταν τον κερδίζoυν το μπουζούκι και η ιστορία…
Υπόκοσμος, φυλακή, αριστοκράτης και μάγκας
Ηδη από την εφηβεία του είναι αγαπητικός σε οίκους ανοχής στα Βούρλα, ενώ η πρώτη εμπειρία σε τεκέ είναι τραυματική: «Αυτοί με πήραν στον λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ! Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνησα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα. Ηταν αδύνατο να κουνηθώ απ’ τη θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω, μου δίνανε λεμόνι ξινό να φάω. Ημουνα δεκαεπτά-δεκαοκτώ χρονώ. Αφού περάσανε δύο-τρεις ώρες, τότες συνήλθα. Τι μ’ έκανε και ξαναπήγα και δεν σταμάτησα; Το ντερβισιλίκι μου».
Μπαινοβγαίνει πολλές φορές στις φυλακές. Η πρώτη σε ηλικία μόλις 12 ετών για 15 ημέρες, όταν συλλαμβάνεται με τη μητέρα και τους αδελφούς του για λαθρεμπόριο ζάχαρης και τσιγαρόχαρτου. Στον Πειραιά πιάνεται συχνά σε τεκέδες αλλά δεν φυλακίζεται πάνω από τρεις ημέρες, εκτός από τη φορά που συλλαμβάνεται σε τεκέ της Δραπετσώνας με την κατηγορία της σπείρας και μένει οκτώ μήνες στη φυλακή της Παλιάς Στρατώνας. Εκεί, ζει από κοντά τους μαχαιροβγάλτες, τους κλέφτες και τον υπόκοσμο της εποχής βιώνοντας τις απάνθρωπες συνθήκες κράτησης: «Πού το πήρες, Μάρκο, αυτό το χασίσι που φουμάρεις; Δεν έλεγα τίποτες. Ξύλο. Με ό,τι θέλεις, με κουρμπάτσιο, με κλομπ, με μαρτύρια».
Αντίστοιχη πορεία στο κοινωνικό περιθώριο έχουν και τα αδέλφια του. Ο Λινάρδος εθίζεται στο χασίς από τα 17 του χρόνια, έχει συνεχώς παραισθήσεις και πεθαίνει στην Κατοχή από πείνα. Ο Φραντζέσκος είναι αλκοολικός και εξαιρετικά βίαιος, ενώ φυλακίζεται για φόνο. Παρά την περιθωριακή ζωή του, ο Μάρκος θέλει στο ντύσιμό του να συνδυάζει τον μάγκα και τον αριστοκράτη: «Οχι όμως να φαίνομαι στην αριστοκρατία. Οχι. Ταπεινά. Ωραία. Το παπούτσι μου κανονικά, ίσιο, στιβάλια. Οχι με κορδόνια. Μ’ αρέσει το καλό ντύσιμο. Είπαμε, λουλούδια, γράμματα και μουσική και βάλε και το ντύσιμο. Βέβαια, τ’ αγαπάω αυτά, αλλά να μην είμαι και τζούλας. Να ’μαι ντυμένος όπως μου πρέπει. Μ’ αρέσανε να φοράω τα ρούχα μου σιδερωμένα, καθαρά, πλυμένα, όλα εντάξει».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής