Οταν μιλάμε για μεταδοτικές μολυσματικές ασθένειες κατά τον 19ο αιώνα, αναφερόμαστε σε βουβωνική πανώλη, ασιατική χολέρα, κίτρινο πυρετό, τύφο, ευλογιά και ελονοσία, ενώ τον 20ό αιώνα εμφανίζονται η ασιατική γρίπη και ο δάγκειος πυρετός. Αντίθετα με μέχρι τότε, που κάθε χώρα ακολουθεί δική της μέθοδο αντιμετώπισης και προφύλαξης έναντι των μεταδιδόμενων νόσων, το 1815 στο συνέδριο της Βιέννης μπαίνουν οι βάσεις περί διεθνούς συνεργασίας σε ζητήματα δημόσιας υγείας, αφού οι νόσοι δεν υπακούν σε ανθρώπινα τεχνητά σύνορα.
Στη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης λοιμοκαθαρτήρια λειτουργούν μόνο περιμετρικά της εξεγερμένης χώρας σε περιοχές που παραμένουν ενετικές κτήσεις, όπως τα Ιόνια νησιά και η Κρήτη. Οι πρώτες δομές σε επίπεδο δημιουργίας ή αναβάθμισης του δικτύου στη χώρα ξεκινούν κατά την καποδιστριακή διακυβέρνηση και δεν γίνονται μόνο στα νησιά αλλά και στα βόρεια σύνορα του ισχνού κρατιδίου, με αποτέλεσμα τη λειτουργία λοιμοκαθαρτηρίου στη Λαμία. Οι πρώτοι χώροι απολύμανσης και καραντίνας δημιουργούνται σε Αίγινα, Σπέτσες και Ναύπλιο ενώ σταδιακά αναπτύσσονται στα περισσότερα λιμάνια της χώρας.
Τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του μέτρου τα λοιμοκαθαρτήρια συστήνονται, λειτουργούν και καταργούνται με ασαφές νομικό πλαίσιο και με Βασιλικά Διατάγματα που εφαρμόζονται ανάλογα με τοπικές περιστασιακές ανάγκες που προκύπτουν μετά την εμφάνιση μολυσματικής ασθένειας. Ο νόμος του 1845 τα οργανώνει βάσει του γαλλικού μοντέλου και θεσμοθετεί για πρώτη φορά το μέτρο της διακοπής της ελεύθερης επικοινωνίας με την επιβολή καραντίνας στα σύνορα του κράτους, στοχεύοντας στην παρεμπόδιση των μεταδοτικών ασθενειών.
Στην καραντίνα της περιόδου, οι ταξιδιώτες χωρίζονται σε «καθαρούς», «ύποπτους» και «ακάθαρτους», ενώ αντίστοιχη κατηγοριοποίηση υπάρχει για ζώα και εμπορεύματα, με αυστηρές ποινές για τους παραβάτες της υγειονομικής νομοθεσίας. Τα λιμάνια χωρίζονται κι αυτά σε κατηγορίες: σε όσα ελλιμενίζονται όλα τα πλοία, σε αυτά που δέχονται «καθαρά» και «ύποπτα» πλοία, σε όσα δέχονται τα ελεύθερα πλοία και, τέλος, στα λιμάνια που δεν δέχονται πλοία από καμία χώρα ανεξαρτήτως πιστοποίησης που μπορεί να διαθέτει.
Οι κτιριακές εγκαταστάσεις μιας καραντίνας στην Ελλάδα προσπαθούν ν’ ακολουθήσουν τα διεθνή πρότυπα διαμονής ταξιδευτών και ασφαλείας, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία, με αποτέλεσμα πολλές φορές οι επισκέπτες να μπαίνουν στην καραντίνα υγιείς και να αρρωσταίνουν εκεί ή να πεθαίνουν. Χειρότερες εγκαταστάσεις όλων των ελληνικών λοιμοκαθαρτηρίων, σύμφωνα τουλάχιστον με τους ταξιδιώτες της εποχής, φαίνεται να είναι αυτές της Σύρου.
Η διάρκεια παραμονής στην καραντίνα διαφοροποιείται ανάλογα με το λιμάνι που απέπλευσε το πλοίο και την πιθανή ενδημική νόσο που επικρατεί στην αφετηρία του και ξεκινά από ένα 24ωρο και μπορεί να φτάσει τον ένα μήνα, ενώ μεγαλύτεροι είναι οι χρόνοι απολύμανσης των εμπορευμάτων. Ασφαλέστερα θεωρούνται πλοία που έρχονται από την Ευρώπη, ενώ διεξοδικά ελέγχονται πλοία από λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Αφρικής.
Προστατευτικό τείχος κατά των μολυσματικών ασθενειών της Αττικής αποτελεί το νησάκι Αγιος Γεώργιος ανοιχτά της Σαλαμίνας. Εκεί μεταφέρεται, επειγόντως, λόγω επικείμενης άφιξης στη χώρα του αρχιδούκα της Αυστρίας, το 1837, το λοιμοκαθαρτήριο, που μέχρι τότε λειτουργεί, μέσα σε άθλιες συνθήκες, στο λιμάνι του Πειραιά. Παρότι συνεισφέρει καίρια στην προστασία των κατοίκων της Αττικής, στον χώρο κυριαρχούν η ανεπάρκεια χώρων (παντελώς άδεια δωμάτια χωρίς κρεβάτι) και η ιδιοτέλεια των υπαλλήλων που σταθμίζουν την εργασία τους ανάλογα με το βαλάντιο του κάθε ταξιδιώτη. Αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με τον κανονισμό περί Υγειονομικών Αρχών του 1845, δεν προβλέπεται δωρεάν παροχή υπηρεσιών στα λοιμοκαθαρτήρια με αποτέλεσμα όσοι καταλύουν σε αυτά να καταβάλλουν στις αρχές καθαρτικά δικαιώματα, ενοίκιο για την εκεί παραμονή τους, ξεχωριστά χρήματα για την επίπλωση του δωματίου τους, για την τροφή τους ή για πιθανή ιατρική επίσκεψη.
Γερμανός βυζαντινολόγος αναφέρει το 1884 για τον χώρο: «Κατά μήκος της ακτής είναι χτισμένος μεγάλος αριθμός σπιτιών για την καραντίνα. Πρόκειται για τετράγωνες κατασκευές από άγριες πελεκητές πέτρες λίγο ασβεστωμένες και με κεραμοσκεπές. Κάθε σπίτι αποτελείται από δύο ευρύτερα δωμάτια εφοδιασμένα με μερικά κρεβάτια γιατί ανάμεσα στα αποξηραμένα δοκάρια της στέγης φαίνονται μικρές οπές μέσα από τις οποίες τη νύχτα μπορεί να παρατηρήσει κανείς τα αγαπημένα του αστέρια. Αυτό βέβαια είναι ευχάριστο μόνο αν υπάρχει καλοκαιρία. Αν όμως ξεσπάσει μία δυνατή καταιγίδα, θα επαληθευτεί στην περίπτωσή μας η δεύτερη στροφή ενός ποιήματος που το επινόησε ένας χαιρέκακος άνθρωπος:
Οποιος ποτέ δεν έφαγε πιλάφι με λίπος
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
όποιος ποτέ δεν άνοιξε στο κρεβάτι ομπρέλα
όποιος ποτέ δεν κάθισε ξεπαγιασμένος κοντά σε μαγκάλι
αυτός δε σε γνωρίζει! θεϊκή μου Ανατολή
Ο καταμερισμός στα δωμάτια διαμονής που έχει σαν στόχο τη δυνατότητα απομόνωσης από μια πιθανή περίπτωση χολέρας είναι αρκετά ευχάριστος αυτός καθ’ αυτός. Οι συνταξιδιώτες που έχουν στενή γνωριμία μένουν μαζί σε ένα δωμάτιο ή σ’ ένα σπίτι και κινούνται ελεύθερα σαν σε μια μονοκατοικία που την έχουν κληρονομήσει παλιά. Ζούμε εδώ σε πατριαρχική ξεγνοιασιά και οι πόρτες των σπιτιών μένουν όλη την ημέρα ανοικτές. Από τους συμπάσχοντες δεν έχει να φοβηθεί κανείς τίποτα και από τους περιπλανώμενους κλέφτες δεν είναι κανένας τόπος πιο ασφαλής απ’ ό,τι ένας ερμητικά αποκλεισμένος τόπος λεπρών».
Ηδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η πρακτική της καραντίνας, τουλάχιστον με τη μορφή του καθαρτηρίου, ατονεί σε όλο τον κόσμο και εξαλείφεται παντελώς το δεύτερο μισό του 20ού. Στην Ελλάδα η απομόνωση ανθρώπων που μπορεί να μεταφέρουν μολυσματικές ασθένειες εφαρμόζεται σε πολλές περιπτώσεις στους ομογενείς πρόσφυγες από Μικρά Ασία, Πόντο και Καύκασο, καθώς και στους πάσχοντες από λέπρα, με τη Σπιναλόγκα να κλείνει οριστικά το 1957.
Η τραυματική εμπειρία της Σύρου
Αρκετές είναι οι αναφορές για κάκιστες συνθήκες παραμονής στο λοιμοκαθαρτήριο της Σύρου τον 19ο αιώνα. Ο περιηγητής Τζον Καρν περιγράφει το 1837 την τραυματική εμπειρία του: «Τα πιο άθλια από τα σπίτια της Σύρας θα ήταν τέλεια σε άνεση σε σύγκριση με το εσωτερικό του λοιμοκαθαρτηρίου, το οποίο αποτελεί ντροπή για τη Σύρο και ντροπή στην Αγγλία η οποία της επιτρέπει να υπάρχει ακόμη και μια μέρα περισσότερο. Οι τοίχοι είναι γυμνός βράχος, τα δάπεδα είναι βράχος, μόνο μια σανίδα βρίσκεται σε ένα μέρος, τέσσερα εκατοστά από το πάτωμα και πάνω σε αυτή είναι τα κρεβάτια. Οι αρουραίοι τρέχουν μέσα και έξω κατά δεκάδες. Το κτίριο κατακλύζεται από αυτούς και κάθε πράγμα, διατάξεις, ρούχα, σκίτσα κρεμιούνται από την οροφή για ασφάλεια από τις επιδρομές τους. Οταν έβρεχε, έσταζε χωρίς τέλος. Οι κρατούμενοι ήταν ψιλοβρεγμένοι. Τέτοια κατάσταση δεν είχα ξαναδεί ποτέ».
Ενα χρόνο μετά, το 1838, ο εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης γιατρός Τζον Μπόουρινγκ το αναφέρει ως παράδειγμα προς αποφυγή: «Οι βιαιοπραγίες είναι τερατώδεις και όπου το τελευταίο χρονικό διάστημα δεν ήταν καν στεγανή στέγη για να καταφύγει κάποιος, εγώ έχω δει άτομο να βγαίνει από το δωμάτιό του, με τα ενδύματά του κατεστραμμένα από αρουραίους και το πρόσωπο παραμορφωμένο από τα πολυπληθή ζωύφια».
Τέλος, την ίδια χρονιά ο Βρετανός πρόξενος στη Σύρο Ρίτσαρντ Γουίλκινσον υπερθεματίζει: «Το λοιμοκαθαρτήριο της Σύρας είναι σε πολύ άθλια κατάσταση. Ορισμένες επισκευές έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό και είναι στην πρόθεση της κυβέρνησης να κατασκευάσει ένα νέο από την άλλη πλευρά του λιμανιού απέναντι από την πόλη. Το σχέδιο έγινε και εγκρίθηκε αλλά η οικονομική κατάσταση του Ελληνικού Δημοσίου είναι τέτοια, που μπορεί να περάσει κάποιος χρόνος πριν αυτό το πολύ αναγκαίο κτίριο ανεγερθεί».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου