Γράφει ο Πέτρος Κασφίκης
Δυο χρόνια νωρίτερα βρέθηκα στο Σαν Ντιέγκο για να συναντήσω τον Έλληνα που από μικρό παιδί ονειρευόταν να κατακτήσει τους αιθέρες.
Μπορεί να είχαν περάσει σχεδόν 70 χρόνια από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ο τότε 99χρονος ομογενής σμήναρχος, που έγινε γνωστός στις ΗΠΑ ως ο «Ιπτάμενος Έλληνας», θυμόταν τα γεγονότα σαν να ήταν χθες.
Κάθε 28η Οκτωβρίου, ο Έλληνας άσσος της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας που με δέκα πιστοποιημένες καταρρίψεις μαχητικών είχε γίνει ο εφιάλτης των Γερμανών δεν κουραζόταν να αφηγείται τις ιστορίες του από τον πόλεμο. Δεν ήταν άλλωστε και λίγες. Οι παλιοί δεν χόρταιναν να τις ακούν και οι νεοφερμένοι συνήθως δεν πίστευαν στα αυτιά τους.
Αυτή είναι η ελληνική οδύσσεια και το αμερικανικό ονείρου του Στηβ Πισσάνου από τον Κολωνό της Αθήνας, όπως την αφηγήθηκε δύο χρόνια νωρίτερα στις πλαγιές ενός λόφου με θέα την θάλασσα και τον ήλιο του Ειρηνικού.
Η ιστορία του Ιπτάμενου Έλληνα
Η ιστορία του Στηβ ξεκινάει πολλά χρόνια πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ήταν ακόμα μαθητής στο δημοτικό σχολείο του Κολωνού στην Αθήνα. Ένα πρωί πηγαίνοντας προς το σχολείο άκουσε πίσω του έναν εκκωφαντικό θόρυβο που τον έκανε να φοβηθεί. Γύρισε να κοιτάξει προς τον ουρανό, και αυτό που αντίκρισε του άλλαξε για πάντα την ζωή.
Ένα αεροπλάνο της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας, το οποίο πραγματοποιούσε χαμηλή πτήση πάνω από τα σπίτια, έκανε έναν ελιγμό στον λόφο του Κολωνού λίγο πριν χαθεί στον ορίζοντα. Ο Στηβ, όμως, πρόλαβε να δει καθαρά την σιλουέτα του πιλότου, ο οποίος, όπως μάλιστα θυμάται, τον χαιρέτισε κουνώντας το χέρι του.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Αυτό ήταν. Όπως λέει ο ίδιος, από εκείνο το πρωινό ερωτεύτηκε τα αεροπλάνα και έδωσε την υπόσχεση στον εαυτό του πως μια μέρα θα γίνει «πιλότος και τίποτα άλλο».
Ήταν μια υπόσχεση ζωής την οποία όπως έδειξε η μετέπειτα πορεία του επρόκειτο να κρατήσει. Μπορεί το υψηλό οικονομικό κόστος για τα δίδακτρα και η χαμηλή σχολική βαθμολογία να μην του επέτρεπαν να εισέλθει στην Σχολή των Ικάρων, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να κυνηγήσει το όνειρο του σε μια άλλη χώρα που θα του έδινε τα φτερά που ήθελε για να πετάξει.
Ο Στηβ μεγάλωσε την περίοδο του μεσοπολέμου βλέποντας αμερικανικές ταινίες για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί με έναν ελληνοαμερικανό φίλο, ο οποίος του είπε πως στις ΗΠΑ «υπάρχουν περισσότερα αεροπλάνα από ότι αστέρια στον ουρανό». Πήρε, λοιπόν, την μεγάλη απόφαση για το ταξίδι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ήταν δεν ήταν 18 χρονών και δεν είχε ακόμα τελειώσει την Τρίτη Λυκείου.
Το ταξίδι
Δεν γνώριζε λέξη στα αγγλικά και δεν είχε τα χρήματα ούτε τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα. Ένα πρωί αντί να πάει στο σχολείο, πήρε τον δρόμο για τον Πειραιά, όπου και έβγαλε φυλλάδιο ναυτικού. Δεν μπορεί σκέφτηκε, «η Αμερική είναι μια μεγάλη χώρα, κάποια στιγμή το πλοίο θα με βγάλει σε ένα λιμάνι της».
Η ζωή του ναυτικού αποδείχτηκε βαριά. Στις ατελείωτες βάρδιες που δούλευε φτυάριζε καθημερινά κάρβουνα επαναλαμβάνοντας ακατάπαυστα τις μόνες δύο λέξεις που χρειαζόταν να ξέρει. «Ticket for New York», ή αλλιώς «εισιτήριο για την Νέα Υόρκη». Ένα βράδυ ύστερα από οχτώ μήνες ταξιδιού αντίκρισε για πρώτη φορά τα φώτα του λιμανιού της Βαλτιμόρης. «Το κοίταξα και είπα, Σπύρο αυτό είναι το καινούργιο σου σπίτι».
Μπορεί πλέον να τον χώριζε λιγότερο από ένα μίλι από το όνειρο του, αλλά η απόσταση ανάμεσα στο πλοίο και την ακτή φάνταζε τεράστια. Ο χρόνος κυλούσε αντίστροφα, και τα ξημερώματα της Κυριακής ο Στηβ σηκώθηκε ανήσυχος πριν από το υπόλοιπο πλήρωμα.
Μην έχοντας κάποιο συγκεκριμένο πλάνο, στριφογύριζε πάνω κάτω στο κατάστρωμα. Είχε ξεκινήσει να απελπίζεται, όταν την γαλήνια σιωπή του πρωινού διέκοψε η ατμομηχανή ενός μικρού σκάφους που προσέγγισε το πλοίο.
Ξαφνικά ξεπρόβαλε ένας ηλικιωμένος άνδρας φορτωμένος με εφημερίδες. Μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικο, προσπέρασε τον Στηβ, και κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία. Έπειτα πήρε τον δρόμο της επιστροφής κατεβαίνοντας μια μεγάλη μεταλλική σκάλα.
Χωρίς να έχει πολύ χρόνο για να σκεφτεί, ο Στηβ έτρεξε προς την σκάλα και κοίταξε τον άνδρα που μόλις είχε επιβιβαστεί στο σκάφος. Ενστικτωδώς έβγαλε από την τσέπη του ένα δολάριο και κουνώντας το έδειξε τον εαυτό του και την στεριά προς το λιμάνι. Ο άντρας ανταποκρίθηκε και του έκανε νόημα να κατέβει. Μέσα σε λίγα λεπτά, ο Στηβ θα έκανε τα πρώτα του βήματα σε αμερικανικό έδαφος.
Στην γη της ευκαιρίας
Αυτά όμως τα πρώτα του βήματα αποδείχτηκαν κάθε άλλα παρά εύκολα. Ξόδεψε τα τελευταία του δολάρια μαζί με τις μοναδικές δύο αγγλικές λέξεις που ήξερε, «ticket for New York», πριν ανεβεί στο τρένο. Δεν του είχε πλέον μείνει τίποτα και δεν γνώριζε τι θα συναντήσει, αλλά όπως ο ίδιος λέει πρέπει να ήταν ο πιο χαρούμενος επιβάτης εκείνο το βράδυ στο τρένο.
Όταν έφτασε στην Νέα Υόρκη ο Στηβ σάστισε. Τα επιβλητικά κτίρια, οι φωτεινές επιγραφές μαζί με τον θόρυβο και την έντονη κίνηση της αμερικανικής μεγαλούπολης κατέκλυσαν τα μάτια του δεκαοκτάχρονου από τον Κολωνό.
Δεν είχε κάποιο σχέδιο και μέσα στην ανασφάλεια που τον είχε κυριεύσει ξεκίνησε να αμφιβάλει και να απελπίζεται. Περπατούσε χαμένος στις σκέψεις του, όταν κάπου μέσα στην Βαβέλ της Νέας Υόρκης του φάνηκε πως άκουσε λέξεις στα ελληνικά. Για μια στιγμή αμφέβαλε. Γύρισε, όμως, και αντίκρισε μια ελληνική σημαία να κρέμεται πάνω από ένα κτήριο στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
Το κτήριο αποδείχτηκε πως ήταν ένα ελληνικό σινεμά που έπαιζε την «Βοσκοπούλα», την πρώτη ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Δύο ομογενείς που βρίσκονταν απέξω συζητούσαν για το αν άξιζε να δουν την ταινία. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Στηβ τους πλησίασε. Για μια ακόμα φορά χωρίς να το ξέρει είχε σταθεί τυχερός. Μόλις άκουσαν την ιστορία του, οι δύο Έλληνες αποφάσισαν να τον φιλοξενήσουν προσωρινά. Πολύ σύντομα βρέθηκε να έχει δουλεία και μόνιμη κατοικία. Το όνειρο του φάνταζε περισσότερο κοντά από ποτέ.
Άλλαξε πολλές δουλείες και ακόμα περισσότερες διευθύνσεις. Εκείνο, όμως, που παρέμεινε ίδιο ήταν η προθυμία του να θυσιάσει τα πάντα για να πραγματοποιήσει το όνειρο του να πετάξει. Προσπέρασε νεανικούς έρωτες, ενώ ο ελεύθερος χρόνος και η διασκέδαση του ήταν άγνωστες έννοιες κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια στην Αμερική. Δούλευε εφτά μέρες την εβδομάδα από το πρωί μέχρι το βράδυ προκειμένου να καταφέρει να εξοικονομήσει και το τελευταίο δολάριο που του ήταν απαραίτητο για να πληρώσει τα μαθήματα πτήσεως και αγγλικών.
Ύστερα από το πλύσιμο αρκετών πιάτων και την συμπλήρωση των απαιτούμενων ορών πτήσης με τον δάσκαλο, ο Στηβ πέρασε επιτυχώς τις εξετάσεις και απέκτησε την άδεια πιλότου πολιτικής αεροπορίας.
Η επιτυχία του, όμως, φάνταζε να έχει αγγίξει τα όρια της. Πολύ σύντομα, ο Στηβ πληροφορήθηκε πως δεν θα είναι σε θέση να καταταγεί στην αμερικανική πολεμική αεροπορία, καθώς δεν ήταν Αμερικανός πολίτης. Ήταν μια πραγματικότητα που έπρεπε να αποδεχθεί. Αυτή την φορά, καμία θυσία ή σκληρή δουλεία δεν θα ήταν ικανή να αλλάξει αυτή την πραγματικότητα.
Ο πόλεμος
Λένε, όμως, πως όταν θέλεις κάτι πολύ το σύμπαν θα συνωμοτήσει για να το αποκτήσεις. Στην περίπτωση του Στηβ, εκεί που η δύναμη της θέλησης δεν ήταν πλέον αρκετή για να ανατρέψει το ανυπέρβλητο εμπόδιο της υπηκοότητας, ήρθε ο καιρός και η συγκυρία για να φέρουν τα πάνω κάτω, ανοίγοντας και πάλι μια χαραμάδα ελπίδας στο όνειρο του.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ξεσπάσει και παρόλο που η Αμερική παρέμενε επίσημα ουδέτερη τα τραγικά νέα για τις εξελίξεις στην Ευρώπη μονοπωλούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Σύντομα, ο Στηβ πληροφορήθηκε από έναν φίλο στο Νιου Τζέρσεϊ ότι η Βασιλική Πολεμική Αεροπορία της Αγγλίας στρατολογούσε μυστικά Αμερικανούς πιλότους που είχαν άδεια πολιτικής αεροπορίας.
Δεν ήταν Αμερικανός πολίτης και ούτε είχε συμπληρώσει τις ελάχιστες ώρες πτήσεων που ζητούσαν. Αλλά στην κατάσταση που είχε φέρει ο πόλεμος την Αγγλία, οι στρατολόγοι ήταν πρόθυμοι να βάλουν νερό στο κρασί τους.
Έτσι ο νεαρός μαθητής από τον Κολωνό που δεν είχε καταφέρει να γίνει δεκτός στην Σχολή των Ικάρων βρέθηκε να εκπαιδεύεται σε μια από τις πιο εκλεκτές ακαδημίες της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας στην Καλιφόρνια για λογαριασμό της Βασιλικής Αεροπορίας στην Αγγλία.
Στους ουρανούς της Ευρώπης
Όλα έπρεπε να γίνουν βιαστικά. Μόλις συμπλήρωσαν 100 ώρες πτήσεων, τους έστειλαν στον Καναδά, όπου μπήκαν σε ένα καράβι με προορισμό τις βόρειες ακτές της Σκωτίας. Ήταν Φεβρουάριος του 1942.
Μόλις έφτασαν οδηγήθηκαν με άκρα μυστικότητα στο βομβαρδισμένο Λονδίνο. Οι ομάδες αυτές των Αμερικανών πιλότων που εντάχθηκαν στην Βασιλική Αεροπορία οργανώθηκαν σε τρία σμήνη, τα οποία έμειναν γνωστά στην ιστορία ως τα αμερικανικά «Eagle Squadrons».
Οι αποστολές ξεκίνησαν και ο Στηβ κατάφερε γρήγορα να γίνει δημοφιλής ανάμεσα στους συναδέλφους του, οι οποίοι ξεκίνησαν να τον φωνάζουν ως «Ιπτάμενο Έλληνα», ένας τίτλος που έμελλε να τον συνοδεύσει σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Οι μήνες πέρασαν και η Αμερική μπήκε στον πόλεμο. Όταν τα αμερικανικά στρατεύματα ξεκίνησαν να φτάνουν στην Αγγλία, οι διοικητές αποφάσισαν να ενσωματώσουν τα «Eagle Squadrons» στην Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία. Ο Στηβ ξεκίνησε πάλι να ανησυχεί πως το ταξίδι του στους αιθέρες της Ευρώπης θα τελείωνε πρόωρα.
Και σαν να μην έφτανε το πρόβλημα της υπηκοότητας, το οποίο τον εμπόδιζε νομικά να ενταχθεί στον αμερικανικό στρατό, εκπρόσωποι της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης ξεκίνησαν να τηλεφωνούν από την Αίγυπτο και να απαιτούν την άμεση μεταφορά του στις ελληνικές δυνάμεις.
https://vimeo.com/139617024
Ο Στηβ αισθάνθηκε πως οι μέρες του στην ενεργή πολεμική αεροπορία ήταν μετρημένες και έσπευσε να ζητήσει την βοήθεια του φίλου του Τσέσλεϊ Πίτερσον, ο οποίος ήταν διοικητής του τρίτου σμήνους από τα «Eagle Squadrons»
Με την παρέμβαση του Πίτερσον το πρόβλημα της υπηκοότητας παρακάμφθηκε και η μεταφορά του Πισάνου εγκρίθηκε. Μπορεί να του φαινόταν απίστευτο, αλλά τα είχε καταφέρει. Ήταν πλέον ένας υποσμηναγός της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Πιλότος στην αμερικανική αεροπορία
Πολύ σύντομα, η διοίκηση αποφάσισε να απονείμει την υπηκοότητα και στους έξι μη Αμερικανούς που υπηρέτησαν στα «Eagle Squadrons». Στην τελετή του πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1942 στην πρεσβεία στο Λονδίνο, ο Στηβ προχώρησε δύο βήματα μπροστά και σήκωσε πρώτος το χέρι του μην γνωρίζοντας πως με αυτό τον τρόπο είχε εγκαινιάσει μια καινούργια σελίδα στην αμερικανική ιστορία.
Είχε μόλις γίνει ο πρώτος άνθρωπος που έλαβε αμερικανική υπηκοότητα εκτός των γεωγραφικών ορίων των ΗΠΑ.
https://vimeo.com/139527548
Συνέχισε να παίρνει μέρος σε ριψοκίνδυνες αποστολές συνοδείας βομβαρδιστικών σε όλη την βορειοδυτική Ευρώπη. Μια από αυτές τις αποστολές τον οδήγησε πάνω από το Μπορντό της Γαλλίας.
https://vimeo.com/139516549
Ενώ δεν είχε ακόμα πιστεύσει πως είναι ζωντανός, ο Στηβ ανίχνευσε τον χώρο γύρω του. Υπήρχε απόλυτη ησυχία, αλλά δεν άργησε να συνειδητοποιήσει τον άμεσο κίνδυνο. Δεν βρισκόταν μόνο σε εχθρικό έδαφος. Στεκόταν δίπλα σε ένα πολεμικό αεροσκάφος στην μέση του πουθενά.
Έβγαλε αμέσως το φουλάρι που φορούσε και προσπάθησε να το ανάψει χρησιμοποιώντας σπίρτα για να βάλει φωτιά στην μηχανή του αεροπλάνου. Πάνω στην βιασύνη και την ένταση της στιγμής του φάνηκε πως άκουσε πυροβολισμούς. Δεν ήταν η ιδέα του. Γύρισε και είδε δυο Γερμανούς στρατιώτες να τον πλησιάζουν από μακριά με τα όπλα τους.
Στην αρχή νόμιζε πως θέλουν να τον τρομάξουν. Δεν του πήρε, όμως, πάνω από μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει πως στην πραγματικότητα προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν.
Ενώ οι πρώτες σφαίρες πέρασαν πάνω από το καπέλο του χτυπώντας την ουρά του πεσμένου αεροσκάφους, ο Στηβ πέταξε ότι κρατούσε και άρχισε να τρέχει προς το δάσος για να σώσει την ζωή του.
Όταν διέσχισε το χωράφι και κατάφερε να τους ξεφύγει είχε πλέον χαθεί. Έκανε αρκετούς κύκλους μέσα στο δάσος πριν βγει σε ένα ξέφωτο. Από μακριά μπορούσε να δει το πεσμένο αεροπλάνο του. Πήδηξε έναν φράχτη και ξεκίνησε να διασχίζει γοργά ένα χωματόδρομο όταν ξαφνικά αντίκρισε την αφημένη μοτοσυκλέτα των δύο στρατιωτών. Για μια στιγμή του πέρασε από το μυαλό να την πάρει και να εξαφανιστεί. Δεν το τόλμησε. Ξεκίνησε να τρέχει ακόμα περισσότερο πριν χαθεί στην γαλλική ενδοχώρα.
Κάτω στην Γαλλία
Τις επόμενες μέρες τις πέρασε περιπλανώμενος στην γαλλική εξοχή. Υπέφερε από τον χτύπημα στον ώμο του, ενώ έπινε μόνο νερό που έβρισκε στα διάφορα ρυάκια του δάσους. Κοιμόταν όπου έβρισκε. Το τελευταίο βράδυ το πέρασε κρυμμένος κάτω από μια γέφυρα πριν εντοπιστεί το επόμενο πρωινό από μέλη της γαλλικής αντίστασης.
Στην αρχή οι Γάλλοι αγρότες που τον πλησίασαν ήταν ιδιαίτερα δισταχτικοί. «Άγγλος» των ρώτησαν. «Όχι Αμερικανός», αποκρίθηκε ο Στηβ. «Ώστε είσαι ο Ιπτάμενος Έλληνας, το Λονδίνο μας έχει ενημερώσει», απάντησαν αγκαλιάζοντας τον.
Του έβγαλαν ψεύτικα χαρτιά και τον φυγάδευσαν στο Παρίσι. Εκεί τον φιλοξένησε προσωρινά μια οικογένεια σε ένα διαμέρισμα μαζί με άλλους Άγγλους πιλότους. Πάνω σε ένα μεταμεσονύχτιο γλέντι, ένας από τους πιλότους, Σκοτ τον έλεγαν, ξεκίνησε να παίζει πιάνο και να τραγουδά, γεγονός που λίγο έλειψε να αποδειχτεί μοιραίο λάθος.
Μέσα σε λίγα λεπτά η Γκεστάπο βρισκόταν στο κατώφλι της πόρτας τους. Ο πανικόβλητος σπιτονοικοκύρης τους ζήτησε να βγουν από το μπαλκόνι. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ακροβατώντας πάνω σε μεγάλο υψόμετρο, ο Στηβ και η παρέα του ξεκίνησαν να πηδούν από μπαλκόνι σε μπαλκόνι διασχίζοντας τα στενά σοκάκια του Παρισιού μέχρι που τελικά κατάφεραν να ξεφύγουν.
Το υπόλοιπο μέρος της παραμονής του στο Παρίσι, ο Στηβ το πέρασε αφοσιωμένος στην γαλλική αντίσταση. Έγινε μέλος μιας μυστικής οργάνωσης που έβγαινε κάθε βράδυ στους δρόμους για να σαμποτάρει γερμανικούς στόχους. Μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν σταμάτησε να δουλεύει. Ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις κατευθύνονταν προς το Παρίσι για να το ελευθερώσουν, ο Στηβ ήταν ένας από τους λίγους που δούλευαν για την απασφάλιση των γερμανικών εκρηκτικών που βρίσκονταν πάνω στις γέφυρες της πόλης, εξασφαλίζοντας έτσι την ασφαλή διέλευση των στρατευμάτων.
Για αυτή ακριβώς την συμβολή του τιμήθηκε σχεδόν εβδομήντα χρόνια αργότερα από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας με το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής, μια τιμητική διάκριση που απονέμεται σε πολίτες και στρατιωτικούς που έχουν προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στην χώρα.
Όπως θυμάται, το «πανηγύρι» που ακολούθησε την άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων στο Παρίσι δεν είχε προηγούμενο.
https://vimeo.com/189352277
Η επιστροφή
Έτσι γύρισε στην Αμερική, όπου έγινε δεκτός με τιμές ήρωα από την τοπική κοινωνία του Πλέινφιλντ, της πόλης στο Νίου Τζέρσεϊ όπου είχε εγκατασταθεί πριν τον πόλεμο. Ήταν μόλις 25 χρονών και είχε ήδη καταφέρει περισσότερα από όσα είχε τολμήσει να ονειρευτεί.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Στηβ τα πέρασε στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας περιτριγυρισμένος από φίλους βετεράνους και άλλα μέλη της ελληνικής κοινότητας. Κάθε 28 Οκτωβρίου δεν κουραζόταν ποτέ να αφηγείται τις ιστορίες του από τον πόλεμο.
Φέτος για πρώτη φορά στο καθιερωμένο στέκι της ελληνικής παρέας του Σαν Ντιέγκο θα υπάρχει ένας λιγότερος καφές στο τραπέζι και μια άδεια καρέκλα για τον Έλληνα άσσο που μετά από τόσα χρόνια επέστρεψε εκεί που πραγματικά ανήκει, στον ουρανό.