Οι σεισμολόγοι τότε είχαν καταλήξει ότι στην επιφάνεια του εδάφους υπήρξαν ελάχιστες ρηγματώσεις και αυτό κατέστησε αρκετά δύσκολο να βρεθεί η προέλευση του σεισμού. Το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο του Αστεροσκοπείου Αθηνών είχε αρχικά ανακοινώσει πως ο σεισμός προκλήθηκε από ρήγμα μήκους 15 χιλιομέτρων που καλύπτει την περιοχή μεταξύ Πεντέλης και Πάρνηθας. Με βάση τη μελέτη δορυφορικών δεδομένων που εξετάζουν την παραμόρφωση καθ’ ύψος του εδάφους και η οποία επιβεβαιώθηκε αργότερα από σεισμολογική μελέτη που έγινε το 2008 αποδεκτή και από το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, κατέληξαν ότι έγιναν δύο σεισμοί, έντασης 5,8 και 5,5 Ρίχτερ, σε διαφορετικά ρήγματα και με διαφορά 3,5 δευτερολέπτων ο ένας από τον άλλο.
Το γεγονός ότι οι δύο σεισμοί εκδηλώθηκαν τελικά με χρονική απόσταση 3,5 δευτερολέπτων συνέτεινε ώστε να γίνει αντιληπτός ένας σεισμός. Τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν συνάδουν με τη βύθιση του ρήγματος της Φυλής και μιας πιθανής επέκτασης μέχρι τα Ανω Λιόσια που έχει μήκος μέχρι πέντε χιλιόμετρα.
Η Ελλάδα, όπως είναι γνωστό και έχουν βιώσει όλοι λίγο-πολύ, είναι μια ιδιαίτερα σεισμογενής χώρα, καθώς βρίσκεται σε μία σύνθετη τεκτονική ζώνη, ανάμεσα στην αφρικανική, στην ευρασιατική και στην τεκτονική πλάκα της Ανατολίας, ενώ μέρος της Νότιας Ελλάδας βρίσκεται στην πλάκα του Αιγαίου. Η πλάκα της Ανατολίας σπρώχνει την πλάκα του Αιγαίου προς τα νοτιοδυτικά με ταχύτητα 3 εκατοστών τον χρόνο ως προς την ευρασιατική πλάκα, ενώ η αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την πλάκα του Αιγαίου με ρυθμό 4 εκατοστών τον χρόνο.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, οι περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας είχαν πάντοτε τη μικρότερη σεισμική δραστηριότητα τόσο σε ένταση όσο και σε συχνότητα. Η Αττική από την άλλη, θεωρούνταν μέχρι τότε περιοχή χωρίς σημαντικά ενεργά σεισμικά ρήγματα και με γερό υπόβαθρο και έτσι τοποθετήθηκε στις ζώνες σεισμικότητας Ι και ΙΙ με βάση την τετραβάθμια κλίμακα που χρησιμοποιούνταν τότε.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Οι σεισμοί στην Κεντρική Ελλάδα συνήθως έχουν μέτρια ισχύ και μικρό εστιακό βάθος και για αυτό προκαλούν μόνο τοπικές καταστροφές. Η Αθήνα δεν έχει υποστεί σημαντικές καταστροφές από τέτοιους σεισμούς, καθώς οι περισσότεροι είχαν επίκεντρο μακριά από την πόλη, τουλάχιστον 40 χιλιόμετρα. Από αυτούς, πιο καταστροφικός θεωρείται ο σεισμός που έλαβε χώρα στις 24 Φεβρουαρίου 1981 με επίκεντρο κοντά στις Αλκυονίδες, στο ανατολικό άκρο του Κορινθιακού κόλπου. Αντίθετα, ο σεισμός του 1999 είχε επίκεντρο κοντά στους πρόποδες της Πάρνηθας, μόλις 18 χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας. Ο προηγούμενος σεισμός με επίκεντρο στην Αττική που προκάλεσε σημαντικές καταστροφές έλαβε χώρα το 1938, βόρεια της Πάρνηθας, κοντά στον Ωρωπό.
Προσεισμοί και μετασεισμοί
Σεισμικές δονήσεις με επίκεντρο εντός 30 χιλιόμετρων από αυτό του κύριου σεισμού άρχισαν να παρατηρούνται το 1994. Σύμφωνα με τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο, πρώην αντιπρόεδρο του ΟΑΣΠ, είχαν καταγραφεί πρόδρομες σεισμικές δονήσεις στο ρήγμα από τον Νοέμβριο του 1997, αλλά στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι το φαινόμενο επιταχύνθηκε εξαιτίας του σεισμού στο Ιζμίτ το 1999 και έτσι ο μεγάλος σεισμός έλαβε χώρα πριν από το αναμενόμενο. Δεκαοχτώ με δύο λεπτά πριν από την κύρια σεισμική δόνηση καταγράφηκαν τέσσερις προσεισμοί με ένταση από 2,5 μέχρι 3,2 Ρίχτερ.
Καταστροφές
Ο σεισμός του 1999 ήταν η πιο καταστροφική και δαπανηρή φυσική καταστροφή που έπληξε ποτέ την Ελλάδα. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έλαβαν χώρα εντός 10 χιλιομέτρων από το επίκεντρο, με τοπικές διαφορές που οφείλονταν σε διάφορους τοπογεωγραφικούς παράγοντες. Οι περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τον σεισμό ήταν τα Ανω Λιόσια, το Μενίδι, οι Θρακομακεδόνες και η Φυλή Αττικής.
Στους Θρακομακεδόνες το 84% των σπιτιών χαρακτηρίστηκε κόκκινο ή κίτρινο, στα Ανω Λιόσια το 64% και στη Φυλή το 56%. Τα περισσότερα «κόκκινα» κτίρια βρίσκονταν στις Αχαρνές και τα Ανω Λιόσια. Μεγάλα εργοστάσια που βρίσκονταν στην περιοχή και υπέστησαν σοβαρές ζημιές από τον σεισμό ήταν των Ricomex Α.Ε., Αφοί Φουρλή ΑΕΒΕ, Παπουτσάνης ΑΒΕΕ και Φαράν ΑΒΕΕ. Ο σεισμός προκάλεσε μεγάλες ζημιές και στο καζίνο Mont Parnes, στην Πάρνηθα, με αποτέλεσμα το κέντρο διασκέδασης να κατεδαφιστεί, ενώ το μισό κτίριο τέθηκε εκτός λειτουργίας εξαιτίας της μετατόπισής του από την κατακόρυφο. Αντίστοιχα, το στάδιο «Νίκος Γκούμας» στη Νέα Φιλαδέλφεια, έδρα της ΑΕΚ, υπέστη τόσες ζημιές, ιδίως στις θύρες 3 και 16, από τον σεισμό ώστε έπρεπε να κατεδαφιστεί. Συνολικά από τον σεισμό κατέρρευσαν 110 κτίρια, 5.222 κρίθηκαν κατεδαφιστέα και 38.165 επισκευάσιμα.
Η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία της Αθήνας είτε έμειναν αλώβητα είτε είχαν μικρές υλικές ζημιές. Οσον αφορά στις υποδομές, μία κατολίσθηση καθώς και αρκετές ρωγμές αναφέρθηκαν κατά μήκος του δρόμου που οδηγεί στην κορυφή της Πάρνηθας και βρισκόταν κοντά στο επίκεντρο, αλλά κατά τα άλλα οι ζημιές στο οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν μικρές ενώ δεν παρατηρήθηκαν ζημιές στο μετρό της Αθήνας. Μικρές ζημιές αναφέρθηκαν επίσης στο δίκτυο υδροδότησης κοντά στο επίκεντρο, με μικρές διαρροές σε υψηλής πίεσης σωλήνες.
Από την έντυπη έκδοση