Γράφει από την Νέα Υόρκη, ο Πέτρος Κασφίκης
Οι φωτογραφίες στο σπίτι βρίσκονται παντού. Ορισμένες εικονίζουν θρυλικές μορφές Αμερικανών στρατηγών από την εποχή του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ενώ άλλες γνωστούς καλλιτέχνες όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν και η Μέριλιν Μονρόε. Με μια σταδιοδρομία 75 χρόνων στον χώρο της φωτογραφίας και πάνω από 2,000 πορτραίτα διάσημων προσωπικοτήτων, το πιο πιθανό είναι ότι στο σπίτι του Βακάρο δεν θα γευθείς μόνο την ζεστή φιλοξενία και τον καλό Ιταλικό καφέ.
Ο προσεχτικός και παρατηρητικός επισκέπτης θα πάρει κάτι περισσότερο, μια γεύση από την ίδια την σύγχρονη ιστορία.
«Αποφάσισα να φωτογραφίσω τις σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής μου, γιατί πάντα πίστευα πως όσοι προσφέρουν κάτι στην ανθρωπότητα αξίζουν ένα καλό πορτραίτο. Μπορεί να έχουν πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια, άφησαν όμως πίσω κάτι το ξεχωριστό για εμάς» είπε ο Βακάρο.
Ο Βακάρο έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο ως φωτογράφος στα πεδία των μαχών κρατώντας στο ένα χέρι το όπλο και το άλλο τον φωτογραφικό φακό. Ήταν η περίοδος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, και ο 18χρονος τότε μαθητής είχε κληθεί να υπηρετήσει στην 83 Μεραρχία Πεζικού.
Έχοντας εκδηλώσει καλλιτεχνικές τάσεις από μικρή ηλικία, ο Βακάρο προσπάθησε να ενταχθεί στο τμήμα επικοινωνίας του Αμερικανικού στρατού και να γίνει πολεμικός φωτογράφος. Προς μεγάλη του όμως απογοήτευση δεν του επιτράπηκε να συμμετέχει λόγω του «νεαρού της ηλικίας του».
Η απόρριψη δεν φάνηκε να πτοεί τον νεαρό μαθητή, ο οποίος εξοικονόμησε τα απαραίτητα χρήματα για να αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική κάμερα. Πολεμώντας στο μέτωπο ως ένας απλός στρατιώτης που κουβαλούσε μαζί του μια κάμερα του έδωσε την μοναδική ευκαιρία να αποθανατίσει την ωμή πραγματικότητα του πολέμου μέσα από την καρδία των μαχών και την σκληροτράχηλη ζωή των καταπονημένων στρατιωτών.
Ματωμένα Χριστούγεννα στην Κύπρο, το 1963
Τα αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας συλλογής φωτογραφιών η οποία εξιστορούσε την προέλαση μιας στρατιωτικής μονάδας από τις ακτές της Νορμανδίας μέχρι το Βερολίνο. Αργότερα οι φωτογραφίες του εγκωμιάστηκαν ως κάποιες από τις πιο ρεαλιστικές και γραφικές εικόνες του πολέμου.
Ωστόσο το εγχείρημα του ελεύθερου πολεμικού φωτογράφου δεν ήταν εύκολο, καθώς βρισκόταν συνεχώς αντιμέτωπος με πολλά προβλήματα και ανυπέρβλητες δυσκολίες. Ενώ η μονάδα του είχε στρατοπεδεύσει την Αγγλία και προετοιμαζόταν για την απόβαση, ο Βακάρο τύλιξε την κάμερα του χρησιμοποιώντας 10 στρώσεις από πλαστικό σελοφάν. Ήλπιζε πως θα είναι αρκετό.
Την επόμενη μέρα οι στρατιώτες περίμεναν υπομονετικά μέχρι που στον ορίζοντα φάνηκαν οι βόρειες ακτές της Γαλλίας. Όπως θυμάται, κράτησε στα χέρια του με όλη την δύναμη το μικρο πλαστικό δέμα, έκλεισε τα μάτια του, και πήδηξε μέσα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Ο Βακάρο και η κάμερα του επιβίωσαν την ημέρα της απόβασης. Καθώς πλησίαζε το δειλινό, κοίταξε πίσω του την αιματοβαμμένη ακτή και προβληματίστηκε. Όχι μόνο δεν είχε καταφέρει να τραβήξει κάποια φωτογραφία, αλλά δεν είχε ούτε φιλμ και τις απαραίτητες προμήθειες που χρειαζόταν. Έβαλε λοιπόν το όπλο στην πλάτη και συνέχισε να βαδίζει προς την ενδοχώρα.
Καθώς προχωρούσαν στο εσωτερικό της Γαλλίας συνάντησαν ένα χωρίο που ονομαζόταν Σαντίνι. Στις παρυφές του οικισμού, ο Βακάρο διέκρινε ζωγραφισμένη μια κάμερα στην εξωτερική όψη ενός εγκαταλελειμμένου κτηρίου.
«Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ήταν ένα πραγματικό θαύμα. Ένα εγκαταλελειμμένο μαγαζί γεμάτο με υλικά παραγωγής φωτογραφίας στην μέση του πουθενά. Γέμισα λοιπόν τον σάκο μου με ότι χρειαζόμουν».
Μετά το Σαντίνι, ο Βακάρο δεν σταμάτησε να φωτογραφίζει όλες τις φάσεις του πολέμου λεπτό προς λεπτό. Αποτελεί όμως ειρωνεία πως η πιο φημισμένη του φωτογραφία εικονίζει μια στιγμή αγάπης και ειρήνης. Ένας Αμερικανός στρατιώτης γονατίζει στο κέντρο μιας πλατείας για να αγκαλιάσει ένα μικρό κορίτσι ενώ μια ομάδα παιδιών χορεύει χέρι χέρι περιμετρικά γύρω τους.
Μπορεί ο Βακάρο να είχε γεννηθεί στην Πενσυλβάνια της Αμερικής, είχε όμως κάθε λόγο να αισθάνεται την Ευρώπη ως σπίτι του. Μεγαλωμένος σε οικογένεια Ιταλών μεταναστών, είχε γυρίσει από πολύ μικρή ηλικία με την μητέρα και τα αδέλφια του στο χωρίο καταγωγής του, καθώς ο πατέρας του φοβόταν για την ασφάλεια της οικογενείας εξαιτίας των πιέσεων που ασκούσε η τοπική Ιταλική μαφία στην επιχείριση του.
Όταν τα νέα έφτασαν στην Αμερική, ο πατέρας του κατέρρευσε κάτω από το βάρος της απώλειας αφήνοντας πίσω τα τρία ορφανά πλέον παιδιά του να μεγαλώσουν με την γιαγιά τους στην Ιταλία.
Μετά από μερικά χρόνια ξέσπασε ο πόλεμος. Ο Βακάρο ήταν μόλις 13 χρόνων. Η προνοητική γιαγιά του όμως προσπάθησε να τον φυγαδεύσει στέλνοντας τον πίσω στην Αμερική. Λίγο πριν αναχωρήσει, έκανε μια τελευταία επίσκεψη στο Βατικανό. Την επόμενη ημέρα αναχώρησε για την μεγάλο ταξίδι έχοντας μια εικόνα χαραγμένη στο μυαλό του.
«Μπήκα μέσα στο μουσείο και αντίκρισα ένα αρχαιοελληνικό άγαλμα. Δεν είχε χέρια, ούτε κεφάλι. Είχε μόνο τον θώρακα. Όταν το είδα σκέφτηκα πως είναι εκπληκτικό το τι μπορείς να δημιουργήσεις με το μάρμαρο και έτσι αποφάσισα να γίνω γλύπτης».
Ως μαθητής ασχολήθηκε με την γλυπτική. Μάλιστα ένα από τα δημιουργήματα του, μια προτομή του Πρόεδρου Λίνκολν, το έχει ακόμα φυλαγμένο στο σπίτι του και το επιδεικνύει με καμάρι στους επισκέπτες. Όμως μια συμβουλή ενός καθηγητή ήταν αρκετή για να αλλάξει την πορεία της ζωής του.
«Έδειξα το άγαλμα του Λίνκολν στον κ. Λουί», θυμήθηκε ο Βακάρο. «Τόνι είναι όντως πολύ όμορφο μου απάντησε. Νομίζω όμως ότι θα σου ταίριαζε καλύτερα να ασχοληθείς με την φωτογραφία» ήταν η παραίνεση του κ. Λουί.
Μετά τον πόλεμο, ο Βακάρο βρέθηκε για δεύτερη φορά πίσω στην Αμερική χωρίς να έχει κάποιο συγκεκριμένο πλάνο. Ήταν τότε που σκέφτηκε πως είχε ρισκάρει την ζωή του για μια χώρα για την οποία ήξερε τόσα λίγα πράγματα.
Φόρτωσε, λοιπόν, το αυτοκίνητο με τα υπάρχοντα του και ξεκίνησε να ταξιδεύει δυτικά διασχίζοντας την καρδία της Αμερικανικής ενδοχώρας.
Φωτογράφιζε τα χώρια, την γη και τους ανθρώπους μέχρι που αντίκρισε την θάλασσα του Ειρηνικού.
Θαμπώθηκε από την ομορφιά της Δυτικής Ακτής και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω. Έτσι αποφάσισε να μείνει με μια θεία του στην πόλη του Σαν Ντιέγκο και να καταλάβει επιτέλους τον αμερικανικό τρόπο ζωής.
Όπως θυμάται μια Κυριακή σηκώθηκε νωρίς και πήγε μόνος του να αγοράσει τις εφημερίδες. Καθώς ξεφύλλιζε μια από αυτές, η εικόνα ενός περιοδικού τράβηξε το βλέμμα του.
Χωρίς δισταγμό γύρισε στο σπίτι και ετοίμασε εσπευσμένα την βαλίτσα του. Η περιπλάνηση του είχε φτάσει πλέον στο τέλος της.
Μόλις γύρισε στην Νέα Υόρκη έφτιαξε γρήγορα μια συλλογή με τις καλύτερες φωτογραφίες του και κατευθύνθηκε προς την οδό Μάντισον, όπου στεγαζόταν τα γραφεία του καινούργιου περιοδικού Flair.
Ο Βακάρο δεν είχε ξεχάσει την φρίκη του πολέμου. Οι εικόνες από τα κατεστραμμένα κτήρια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα πρόσωπα των νεκρών στρατιωτών συνέχιζαν να στοιχειώνουν την μνήμη του. Ήθελε λοιπόν να γυρίσει σελίδα στην καριέρα του ως φωτογράφος αφήνοντας πίσω τα πεδία των μαχών.
«Τα πάντα μετά τον πόλεμο είχαν να κάνουν με την ζωή. Ήθελα να γιορτάσω την ίδια την ζωή και να εστιάσω στην ομορφιά. Για αυτό αποφάσισα να γίνω φωτογράφος μόδας» θυμήθηκε ο Βακάρο.
Και φυσικά δεν ήταν μόνος του σε αυτή την επιθυμία. Τα μεταπολεμικά χρόνια, μια περίοδος χρώματος και lifestyle, γνώρισαν την γέννηση και την ακμή της βιομηχανίας των περιοδικών.
Το Flair άνοιξε για τον Βακάρο τον δρόμο της ευκαιρίας. Στις δεκαετίες που ακολούθησαν (50, 60, και 70) δούλεψε για ορισμένα από τα πιο κορυφαία περιοδικά όπως το Look, το Life και το Flair. Μέσα σε αυτά τα χρόνια, ο Βακάρο γνώρισε και φωτογράφισε ορισμένους από τους ανθρώπους που άφησαν το στίγμα τους σε μια ολόκληρη εποχή.
Ορισμένοι ήταν πολιτικοί και επιχειρηματίες. Άλλοι ήταν αστέρες της ποπ βιομηχανίας, ενώ υπήρχαν και οι πιο ιδιαίτεροι καλλιτέχνες που ήταν γνωστοί στο πιο ψαγμένο κοινό. Ωστόσο μερικοί από τους φίλους του ήταν γνωστοί παγκοσμίως με το μικρό τους όνομα. Ένας από αυτούς ονομαζόταν Pablo.
Οι περισσότεροι φωτογράφοι γνώριζαν ότι ο Picasso συνήθιζε να ποζάρει στις φωτογραφίες. Ο Βακάρο όμως ήθελε να αποθανατίσει μια αυθεντική στιγμή του μεγάλου ζωγράφου.
Εμφανίστηκε στο σπίτι του με ένα μπουκάλι σαμπάνια στο χέρι. Έχοντας αφήσει την κάμερα ξεκίνησαν να πίνουν και να συζητούν απολαμβάνοντας την όμορφη θέα. Ενώ ο Picasso είχε χαλαρώσει, ο φωτογράφος είχε την στιγμή που ζητούσε και άδραξε την ευκαιρία.
Δεν ήταν όμως πάντοτε το ίδιο τυχερός. Στην περίπτωση της Sophia Lauren, ήταν η γνώστη ηθοποιός που κατάφερε να τον πιάσει απροετοίμαστο.
Η «χρυσή εποχή» των περιοδικών είχε παρέλθει οριστικά. Καθώς τα χρόνια κύλησαν, οι κάμερες σταδιακά μίκρυναν, το φιλμ εξαφανίστηκε, η ψηφιακή εικόνα επικράτησε, και ο Βακάρο μεγάλωσε όντας πλέον ένας 93χρονος βετεράνος με εγγόνια και δισέγγονα.
Ο άνθρωπος όμως που αντίκρισε με τα μάτια του και απεικόνισε με τον φακό του την σύγχρονή ιστορία εξακολουθεί να ονειρεύεται και να κάνει σχέδια.
Έχει ακόμα ένα τελευταίο όνειρο. Θέλει να δώσει σάρκα και οστά στην πιο διάσημη φωτογραφία του από τον πόλεμο μετατρέποντας την σε ένα μνημείο το οποίο θα φιλοξενηθεί στην πλατεία του Μπονέφρο, του αγαπημένου του χωριού στην Ιταλία.
Ένα σύμβολο ειρήνης, ένα δώρο για τις επόμενες γενιές και όπως λέει ένα έργο το οποίο ελπίζει να προλάβει να αντικρίσει.