Γράφει ο Γιῶργος Μιχαηλίδης
Στο τεύχος #26 του ET Magazine γνωρίζουμε τον Βενάρδο ο οποίος γεννήθηκε το 1949 στην Αθήνα και τα παιδικά του χρόνια μόνο ως δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν. Ο πατέρας του τον εγκατέλειψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Βραζιλία. Η μητέρα του, Φωτεινή, πήρε τα δύο της παιδιά, τον Θεόδωρο και την Αννίτα και μετοίκισαν και οι ίδιοι στην Βραζιλία και πιο συγκεκριμένα στο Σάο Πάολο για μία περίοδο περίπου δυόμισι ετών.
Μετά επιστρέφει στην Ελλάδα με τις συνθήκες ζωής του όμως να μην καλυτερεύουν. Η μητέρα του αποφασίζει να ξαναφτιάξει την ζωή της και ξαναπαντρεύεται. Το πατρικό πρότυπο όμως δεν είναι και ό,τι καλύτερο καθώς ο ίδιος δεν διατηρεί καθόλου καλές σχέσεις με τον πατριό του.
«Ο Θόδωρος δεν γελούσε ποτέ. Πικραμένο παιδί αλλά ευγενικό και υπάκουο. Εγκαταλελειμμένο από πατέρα και στις αρχές κυνηγημένο από τον πατριό» θα δηλώσει η μητέρα του σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» στις 14-15 Ιουλίου 1984.
Διαβάζουμε στην αποκαλυπτική συνέντευξη και ρεπορτάζ του Ελεύθερου Τύπου της εποχής: «Ο Νίκος Λύτρα (πατριός του Βενάρδου) παντρεύτηκε τη Φώτω και της έκαμε άλλα δύο παιδιά. Τον Χρήστο και τη Γιωργία. Αψύς άνθρωπος ο Λύτρας έχει γίνει σκνίπα ανακατεύοντας τον πόνο με το κονιάκ. Μέχρι ν΄αποχτήσει τον Χρήστο και τη Γιωργία μισόβλεπε τον Θοδωρή. Μόνο που καμιά φορά τον τιμωρούσε: – Ναι. Για να τον κάμω άνθρωπο. Ήταν ακόμα χαμόσπιτο τούτο δω»…
Ο Βενάρδος αποφασίζει και σπουδάζει μηχανικός του εμπορικού ναυτικού και το 1972 υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία. Αυτή δεν ήταν και η πιο ομαλή περίοδος της ζωής του καθώς κατηγορήθηκε πως ανατίναξε μία πυριτιδαποθήκη. Συνελήφθη, στο στράτευμα τον βασάνισαν ενώ μετά από λίγο καιρό αφέθηκε ελεύθερος για λόγους υγείας. Για ένα μικρό διάστημα δούλεψε σε συνεργείο πλοίων.
Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, ο Βενάρδος πάντοτε ήθελε να κάνει μεγάλη ζωή. Μέσα στην κοσμοθεωρία του ήταν και τα πολλά ταξίδια. Μπορεί να μην εξακριβώθηκε ποτέ ωστόσο λέγεται πως το 1972 ταξίδεψε στην Ζυρίχη, και συναντήθηκε μέχρι και με τον πρώην βασιλιά Κωνσταντίνο.
Κάποια στιγμή η δικηγόρος του Κ. Γιμπρέ θα δηλώσει σε συνέντευξή της στην εφημερίδα «Εspresso» στις 24 Σεπτεμβρίου του 2002: «Ο Βενάρδος έκανε αρκετά ταξίδια στο εξωτερικό […] Ένα από αυτά ήταν στη Ζυρίχη. Εκεί είχε επαφή με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο. Μάλιστα, έφερε μαζί του και μια κούπα με προσωπική αφιέρωση-μονογραφή του πρώην μονάρχη. Όταν του απευθύνθηκα και τον ρώτησα ‘Θόδωρε, τι δουλειά έχεις εσύ με τον Γλύξμπουργκ;’ γύρισε και μου είπε κοφτά: ‘Δεν έχει σημασία τώρα. Ο Κωνσταντίνος αυτή τη στιγμή δεν έχει εξουσία’».
Φτάνουμε στις 16 Νοεμβρίου του 1973. Έξω από το υποκατάστημα της Εθνικής τράπεζας στην περιοχή του «Χίλτον» σταθμεύει ένα πολυτελές αυτοκίνητο μάρκας Jaguar. Από το όχημα βγαίνει ένας καλοστεκούμενος άνδρας, φορά τα ρούχα του καθολικού ιερέα, και ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Μπαίνει στην τράπεζα και βγάζει από τα ράσα μία καραμπίνα.
Πηγαίνει στο ταμείο παίρνει 2.375.000 δραχμές (ένα αστρονομικό για την εποχή ποσό) και φεύγει κυριολεκτικά σαν κύριος. Όπως αποδείχθηκε στην πορεία το αυτοκίνητο το είχε κλέψει από ένα πάρκινγκ στο Κολωνάκι. Κατά την διάρκεια της ληστείας έχει ειπωθεί πως ήταν ευγενέστατος ενώ κανείς από τους παρευρισκομένους δεν έπαθε τίποτα.
Τα χρήματα αυτά μαζί με όσα είχε μαζέψει τα προηγούμενα χρόνια μετά από σκληρή οικονομία, πήγαν υπέρ… διασκεδάσεως. Μέσα στις επόμενες ημέρες φεύγει κιόλας για ταξίδια στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Κλαμπ, καζίνο και ξενοδοχεία βλέπουν έναν πελάτη που απολαμβάνει την ζωή του και ξοδεύει τα χρήματά του στο έπακρο. Στάσεις του, το Λονδίνο το Μόντε Κάρλο και άλλες πόλεις.
Έρχεται στην Αθήνα και γίνεται πασίγνωστος ως ένας ωραίος και γοητευτικός άνδρας που κυκλοφορεί με τις τσέπες του πάντα γεμάτες λεφτά και συνοδεύεται φυσικά και από πολύ ωραίες γυναίκες. Μέσα σε λίγο καιρό ερωμένη του γίνεται η Μπελίντα μία όμορφη γυναίκα που όμως στην πραγματικότητα ήταν άνδρας! Η Μπελίντα ήταν από τους πρώτους άνδρες της εποχής που είχε κάνει εγχείρηση αλλαγής φύλου.
Αυτή του η προβολή τον κάνει να πέσει στο μάτι της Αστυνομίας. Συλλαμβάνεται στο Παγκράτι την ώρα που αγόραζε μία καραμπίνα από ένα οπλοπωλείο. Μετά από εξονυχιστικούς ελέγχους στο σπίτι του βρίσκονται 1.000.000 δραχμές και η αστυνομία ανακοινώνει πως εξιχνίασε την ληστεία του καθολικού ιερέα. Του «φορτώνονται» όμως άλλες πέντε ληστείες που έγιναν στο διάστημα 1968 έως 1973.
Τελικά οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού από τις οποίες θα καταφέρει να αποδράσει με κινηματογραφικό τρόπο. Κάποια στιγμή και ενώ οι κρατούμενοι παίζουν ποδόσφαιρο στο προαύλιο της αυλής η μπάλα τους φεύγει. Έτσι ζήτησαν από τους φρουρούς να τους την πιάσουν. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ο Βενάρδος παρατηρεί ένα ελαχίστων δευτερολέπτων κενό ασφαλείας και το εκμεταλλεύεται. Ανεβαίνει την μάντρα και πηδάει από ύψος πέντε μέτρων. Είναι ξανά ελεύθερος.
Μετά από έναν μήνα… ξαναχτυπά. Μπαίνει σε μία τράπεζα στα Σεπόλια κρατώντας μία μεγάλη ανθοδέσμη με γλαδιόλες. Πηγαίνει στο ταμείο όμως η υπάλληλος παρατηρεί μέσα στην ανθοδέσμη να υπάρχει μία καραμπίνα. Του δίνει 555.000 δραχμές και αυτός φεύγει ξανά σαν κύριος! Οι εφημερίδες οργιάζουν, και στην συνείδηση του κόσμου περνιέται ως μία ρομαντική, μη βίαιη φιγούρα που κλέβει τράπεζες. Ο κόσμος τον αντιμετωπίζει πλέον ως λαϊκό ήρωα που με τις πράξεις του θέλει να περάσει μηνύματα κατά της χούντας.
Όμως δεν κατάφερε αυτή την φορά να φύγει από την Ελλάδα. Εντοπίζεται πάνω σε ένα νορβηγικό πλοίο με προορισμό της Νέα Υόρκη. Στις ΗΠΑ ο πλοίαρχος τον παραδίδει στις ελληνικές αρχές και επιστρέφει και συλλαμβάνεται οριστικά στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Το καλοκαίρι του 1975 γίνεται η δίκη. Αυτός, η αδερφή του η Αννίτα καθώς και άλλοι συνεργοί του από παλαιότερες ληστείες κάθονται ως κατηγορούμενοι στο εδώλιο. Ο Βενάρδος από την υπεράσπιση προσπάθησε να εμφανιστεί ως ένα «ψυχοπαθητικό άτομο», την ώρα που ο νευροψυχίατρος Πιπερίγκος κατέθεσε τα εξής: «Εγώ και δύο άλλοι συνάδελφοί μου παρακολουθήσαμε τον Βενάρδο και έχουμε συντάξει έκθεσιν πραγματογνωμοσύνης, εις ην και αναφέρομαι. Όπως γράφω και εις την έκθεσίν μου, έχω τη γνώμη ότι το οικογενειακό περιβάλλον εις το οποίον έζησεν ούτος, δεν ήτο το ενδεδειγμένον. Εγνώρισε τρεις πατέρες και δύο μητέρες. Επίσης και εις τον αισθηματικόν του τομέα είναι αποτυχημένος, διότι έχει χωρίσει με την σύζυγόν του και από τον στρατόν επήρε απολυτήριον λόγω υγείας. Εξακολουθούν μετά ταύτα απόπειραι αυτοκτονίας, αυτοτραυματισμοί κ.λπ. Εξ αυτών, λοιπόν, των αποτυχιών της ζωής του εδημιουργήθη μια αντίρροπος κατάστασις, εκ πάντων δε τούτων καταλήγω ότι μία μειωμένη ευθύνη πρέπει να του αναγνωρισθεί. Εις εκ των συναδέλφων μου τον κατατάσσει ως έχοντα πλήρη ευθύνην, ο δε έτερος συνάδελφός μου πλησιάζει πολύ εις τας απόψεις μου. Η κατάστασις του Βενάρδου δεν είναι παρορμητική. Εις συγκεκριμένην περίπτωσιν έχει την δυνατότητα να διακρίνει το άδικον της πράξεώς του μέχρις ενός σημείου. Ούτος δεν ημπορεί να ελέγξει, κατά την γνώμην μου, το παρόν με το παρελθόν».
Ωστόσο στον Ελεύθερο Τύπο, 14 Ιουλίου 1984 διαβάζουμε στο αντίστοιχο ρεπορτάζ: «Ο Θόδωρος Βενάρδος ήταν ψυχοπαθής. Το βεβαίωσαν τρεις τουλάχιστον γιατροί».
Ο Βενάρδος απολογείται και υποστηρίζει πως έχει διαπράξει μόνο δύο ληστείες. Τις άλλες τρεις είπε, αναγκάστηκε να τις αποδεχθεί μετά από φρικτά βασανιστήρια που του έκαναν οι αστυνομικοί. Ο «ληστής με τις γλαδιόλες» όμως καταδικάζεται σε 20 χρόνια και επτά μήνες φυλάκιση με μόνο ελαφρυντικό, «ελαττωμένο καταλογισμό».
Η ευχάριστη ζωή για τον Βενάρδο μόλις έχει τελειώσει. Ο ίδιος δεν αντέχει στις φυλακές. Χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο με μανία, ενώ καταπίνει μέχρι μεταλλικά αντικείμενα προκειμένου να τον πάρουν από τις πτέρυγες και αν μεταφερθεί για νοσηλεία. «Θέλω να νιώσω λίγο ελεύθερος» εξομολογείται ο ίδιος στην μητέρα του κατά την διάρκεια μίας εκ των δεκάδων νοσηλειών του. Συνολικά θα επιχειρήσει να αυτοκτονήσει 70(!) φορές.
Ο ίδιος κατέθεσε πέντε αιτήσεις αποφυλάκισης που όλες απορρίφθηκαν, ενώ είχε μελετήσει πολύ τον ποινικό κώδικα προκειμένου μόνος του να βρει μία λύση. Δεν τα κατάφερε. Απογοητεύτηκε. Είναι μεσημέρι, 12 Ιουλίου 1984. Βρίσκεται νεκρός στο κελί του. Έχει κρεμαστεί. Οι συγγενείς ζητούν νεκροψία, ενώ υποστήριξαν πως ο ίδιος ωθήθηκε στην αυτοκτονία και κυκλοφόρησαν φωτογραφίες από το πτώμα του με μώλωπες στο δεξί του.
Τελικά κηδεύεται την επόμενη ημέρα του θανάτου του, στο νεκροταφείο Σπάτων. Πολύς κόσμος έστειλε στεφάνια για την κηδεία του. Όμως μία ήταν αυτή που ξεχώρισαν οι αστυνομικοί. Ένα εντυπωσιακό στεφάνι έγραφε:«Από τα αήττητα παιδιά της 17 Νοέμβρη»! Τις επόμενες ημέρες έγιναν απειλητικά τηλεφωνήματα προς τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης. Κάποιοι άγνωστοι έλεγαν πως εκπροσωπούν την «17Ν» και πως αποζητούν εκδίκηση για τον θάνατο του Βενάρδου. Τυχόν υπόνοιες για συνεργασία του ιδίου με την οργάνωση δεν αποδείχθηκαν ποτέ.
Λόγω της περιπέτειας του Βενάρδου στις φυλακές την εποχή εκείνη ήρθαν στο φως της δημοσιότητας και οι άθλιες συνθήκες κράτησης στις φυλακές. Ο Βενάρδος έγινε και ταινία. Το 1981 ο Γιάννης Φαφούτης, σκηνοθέτης γύρισε την ταινία «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια», η οποία χωρίς να είναι πιστή όσον αφορά τα γεγονότα της ζωής του, πραγματεύεται έναν νεαρό ο οποίος αναζητά καλύτερη ζωή.
Χαρακτηριστική επιστολή του Θόρωδου Βενάρδου (πιθανώς, προς τη διεύθυνση των φυλακών Κορυδαλλού), γραμμένη στις 28 Αυγούστου 1974: «Σας γνωρίζο ότι σήμαιρον την πρώτη μ.μ. (1) μην μπορόντας άλλο να ανθέξω την απομώνοσην που είμαι 62 μέρες εδώ και (17)δέκα εφτά στην Γενική Ασφάλεια Αθ. έλαβον την απόφασιν όσο σκληρή κι αν είναι και έφαγα διάφορα άσχετα προς βρόσην αντηκίμενα δηλαδή γυαλιά πρόκες βίδες και διάφορα άλλα αιχμηρά αντικείμενα. Μετά τιμής, Θεόδωρος Βενάρδος»
(από το περιοδικό «AfterCrime», τεύχος 1, Φεβρουάριος 2000).
Η εικόνα του Θεόδωρου Βενάρδου στο φέρετρο αντικατόπτριζε την ζωή του. Ένας νέος και όμορφος άνδρας σε ηλικία 35 ετών στολισμένος με λουλούδια, μόλις είχε αποδράσει από όλα όσα τον ενοχλούσαν.
Ο Γιῶργος Μιχαηλίδης είναι διευθυντής του EleftherosTypos.gr
Ακολούθησέ τον στο Facebook και στο Twitter
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]