Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο το καλοκαίρι του 1912 συγκρότησαν συμμαχία με σκοπό την απελευθέρωση των υπόδουλων χριστιανικών λαών της Βαλκανικής Χερσονήσου από την οθωμανική αυτοκρατορία.
Έτσι ζητήθηκε η εισαγωγή ριζικών μεταρρυθμίσεων υπέρ των λαών αυτών (30/9/1912). Η Τουρκία άρχισε να κωλυσιεργεί και προσπάθησε με μυστικές διαπραγματεύσεις να αποσπάσει τη χώρα μας από τη συμμαχία αυτή. Ως αντάλλαγμα για την ουδετερότητα της Ελλάδας, παραχωρούσε την Κρήτη.
Ωστόσο η απόφαση της ελληνικής πλευράς δεν άλλαξε. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όπως έλεγε, δεν ήθελε η «Ελλάς να μείνει εσαεί εις την Μελούναν» (διάβαση στις νοτιοδυτικές απολήξεις του Κάτω Ολύμπου, μεταξύ των πεδιάδων Λάρισας και Ελασσόνας, όπου βρισκόταν ως τότε η συνοριακή γραμμή μεταξύ Ελλάδας-Οθωμανικής αυτοκρατορίας).
Στις 17/9/1912 (όλες οι ημερομηνίες είναι με το παλαιό ημερολόγιο), δημοσιεύτηκε το διάταγμα της γενικής επιστράτευσης, η οποία ολοκληρώθηκε ως τις 5/10. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος διορίστηκε αρχιστράτηγος και ο στρατηγός Π. Δαγκλής γενικός επιτελάρχης. Στο γενικό στρατηγείο τοποθετήθηκαν ο αντισυνταγματάρχης Β. Δούσμανης και οι λοχαγοί Ι. Μεταξάς, Ξ. Στρατηγός, Πάλλης και Εξαδάκτυλος.
Η Μεγάλη Εξόρμηση
Με τον ελληνικό στρατό και το πολεμικό ναυτικό αναδιοργανωμένα και έτοιμα για τη «ρεβάνς» του «Μαύρου ’97» (του ατυχούς πολέμου του 1897) – και έχοντας στο μεσοδιάστημα λάβει χώρα η αντιπαράθεση με τους Βούλγαρους κομιτατζήδες κατά τον Μακεδονικό Αγώνα- η Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου του 1912, στο πλευρό των Βαλκανικών Συμμάχων, πρώτο εκ των οποίων είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το Μαυροβούνιο, στις 23 Σεπτεμβρίου.
Με τον βουλγαρικό στρατό να επιχειρεί προς την ανατολική Θράκη και τον σερβικό προς Σκόπια και Μοναστήρι, το ελληνικό σχέδιο περιελάμβανε προέλαση προς Μακεδονία (με στόχο τη Θεσσαλονίκη) και Ήπειρο (με στόχο τα Γιάννενα).
Ο ελληνικός στρατός βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία. Όμως, από την αρχή των εχθροπραξιών σοβούσε σοβαρή διαφωνία μεταξύ του αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ο διάδοχος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου προς Βορρά, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί επιτακτικά.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του βασιλιά Γεωργίου Α’ και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του ελληνικού στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης.
Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19 – 20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του ελληνικού στρατού.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, απωθώντας τουρκικά τμήματα κατέλαβε στις 6 Οκτωβρίου την Ελασσόνα και συνέχισε την προέλασή της. Η πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε στις 9 Οκτωβρίου, με τις ελληνικές δυνάμεις να επιτίθενται κατά των Τούρκων στο Σαραντάπορο: Τρεις μεραρχίες επιτέθηκαν κατά μέτωπο, ενώ μία άλλη, με υπερκερωτική ενέργεια, έφτασε στα νώτα της τοποθεσίας, εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να υποχωρήσουν προς τα Σέρβια και την Κοζάνη, εγκαταλείποντας όλο το υλικό και το πυροβολικό τους.
Μετά την κατάληψη των Γιαννιτσών, όπως είδαμε, αποφασίστηκε τελικά η πορεία προς Θεσσαλονίκη. Η πορεία αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη. Οπισθοχωρώντας από τα Γιαννιτσά οι Τούρκοι, κατέστρεψαν τις γέφυρες του Αξιού. Οι καιρικές συνθήκες ήταν άθλιες.
Στη συμπρωτεύουσα δεν υπήρχαν πολλές στρατιωτικές δυνάμεις από την πλευρά των Τούρκων, καθώς είχαν μετακινηθεί, όπως αναφέραμε, προς τα Γιαννιτσά. Στις 18/10 ο Ν. Βότσης, με ένα μικρό πολεμικό πλοίο, μπήκε στο λιμάνι της πόλης και τορπίλισε το τουρκικό καταδρομικό «Φεχτή-Μπουλέν», προκαλώντας πανικό στους Τούρκους.
Στις 25/10 οι πρόξενοι Γαλλίας, Γερμανίας, Μ. Βρετανίας και Αυστροουγγαρίας στη Θεσσαλονίκη, καθώς και ο φρούραρχος της πόλης Σεφίκ Πασάς μετέφεραν στον Κωνσταντίνο τις τουρκικές «προτάσεις» για παράδοση της πόλης. Αυτός αρνήθηκε, θεωρώντας υπερβολικές τις τουρκικές αξιώσεις. Τελικά, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, ο Ταξίν πασάς υποχώρησε και το απόγευμα της 26ης Οκτωβρίου έστειλε μήνυμα στον Κωνσταντίνο ότι αποδεχόταν τους όρους του για παράδοση της πόλης.
Ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε τηλεγραφικά τον βασιλιά Γεώργιο και τον Βενιζέλο, όπως και τον επικεφαλής των βουλγαρικών δυνάμεων, οι οποίες βρίσκονταν στο χωριό Άγιοι Απόστολοι, 32 χλμ. μακριά από τη Θεσσαλονίκη.
Στις 11 το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 ο Κωνσταντίνος εισήλθε με το επιτελείο του στη Θεσσαλονίκη και το μεσημέρι έγινε πανηγυρική δοξολογία στο ναό του Αγίου Μηνά. Την ίδια μέρα, κατέφθασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη και οι Βούλγαροι, όμως για τους γείτονες ήταν ήδη αργά. Ο επικεφαλής της μεραρχίας τους στρατηγός Τεοντορόφ ζήτησε να εισέλθει στην πόλη για να στρατοπεδεύσει. Εισέπραξε την αρνητική απάντηση του Κωνσταντίνου και ύστερα από διαπραγματεύσεις, επιτράπηκε να μπουν στην πόλη για ολιγοήμερη ανάπαυση δύο τάγματα με επικεφαλής τους βούλγαρους πρίγκιπες Βόρι και Κύριλλο. Επικράτησε, όμως, σύγχυση και τελικά εισήλθε στη Θεσσαλονίκη ένα ολόκληρο βουλγαρικό σύνταγμα, γεγονός που εκνεύρισε τον Βενιζέλο. Οι Βούλγαροι δήλωναν εμφαντικά παρόντες στις εξελίξεις στη Μακεδονία. Ο σπόρος του Β’ Βαλκανικού Πολέμου είχε ριχτεί.
Στις 29 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του βασιλιά Γεωργίου Α’ να εισέλθει στην πόλη και να επισημοποιήσει την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους έλληνες κατοίκους της, με απάθεια ανάμικτη με φόβο του από το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ οι Εβραίοι που ήταν η πολυπληθέστερη πληθυσμιακή ομάδα της πόλης δεν έκρυψαν την απογοήτευσή τους, καθώς προωθούσαν σχέδιο διεθνοποίησης της Θεσσαλονίκης.