Γράφει ο Ανδρέας Ντίνης
Η λακωνική συντομία της πρώτης αυτής διαταγής με είκοσι μία λέξεις, από το Αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο προς τους διοικητές των Μεγάλων Μονάδων, μαρτυρεί την άριστη, επιτελική προπαρασκευή των πολεμικών σχεδίων της χώρας μας. Είχε προηγηθεί η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά στις 3 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου από τον πρέσβη της Ιταλίας στην Ελλάδα Γκράτσι. Στο νέο τεύχος του ET Magazine του EleftherosTypos.gr, θα εξετάσουμε το πόσο έτοιμη ήταν η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την Ιταλία…
«…Η συνείδησίς μου με επίεζε ότι την στιγμήν αυτήν εγενόμην συνένοχος μιας ατιμίας. Είδα επί τέλους να ανάβη το φως και τον Μεταξά να κατεβαίνη. Με εγνώρισε και διέταξε τον σκοπόν να με αφήση να περάσω. Μου έδωκε την χείρα και με ωδήγησεν εις εν μικρόν σαλόνι. Μόλις εκαθήσαμε, του ενεχείρισε το έγγραφον. Ήρχισε μετά προσοχής να το διαβάζη… Παρηκολούθησα την συγκίνησίν του εις τας χείρας του και τους οφθαλμούς του» αναφέρει στο βιβλίο του ο Γκράτσι για την συνάντηση του με τον Έλληνα πρωθυπουργό.
Μόλις ετελείωσε η ανάγνωσις, ηκολούθησεν ο εξής διάλογος:
ΓΚΡΑΤΣΙ: κ. Πρόεδρε, είμαι επιφορτισμένος να σας ανακοινώσω ότι, εις περίπτωσιν μη αποδοχής των όρων, τα ιταλικά στρατεύματα θα εισβάλουν εις το ελληνικόν έδαφος την 6ην πρωινήν.
ΜΕΤΑΞΑΣ: Ποια στρατηγικά σημεία θέλει να καταλάβει η Ιταλία;
ΓΚΡΑΤΣΙ: Δεν γνωρίζω, κ. Πρόεδρε.
ΜΕΤΑΞΑΣ: (Προσβλέπων παρατεταμένα εις τους οφθαλμούς τον Ιταλόν πρεσβευτήν και με σταθεράν την φωνήν) κ. Πρεσβευτά, το περιεχόμενον του τελεσιγράφου και ο τρόπος καθ’ον μοι επεδόθη σημαίνουν πόλεμον εκ μέρους της Ιταλίας. (Alors c’ est la Guerre!)».
Ο πρωθυπουργός σηκώνεται από την καρέκλα του και ο Ιταλός πρεσβευτής αποχωρεί, χωρίς οι δύο άνδρες να ανταλλάξουν χαιρετισμό. Και ο Γκράτσι καταλήγει αναφέροντας: «Έφυγα υποκλιθείς με τον βαθύτερον σεβασμόν προ του υπερηφάνου γέροντος, ο οποίος επροτίμησε την θυσίαν αντί της υποδουλώσεως. Έφυγα ταπεινωμένος και με σφιγμένην την ψυχήν από μίσος προς το επάγγελμά μου».
Λίγες ώρες αργότερα ο πρωθυπουργός Μεταξάς απευθύνει διάγγελμα προς τον Ελληνικό λαό.
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν δια την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηρά ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Ελληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ης πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους, κατά την ίδιαν αυτής βούλησιν, και μου ανεκοίνωσεν ότι προς κατάληψιν αυτών, η κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζεν την 6η πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν Πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο, ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εαν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας. Ολον το Εθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε δια την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς παραδόσεις μας. Νυν υπέρ πάντων ο αγών».
Ποία ήταν όμως πολεμική δύναμη της Ελλάδος εκείνη την εποχή; Το ΕΤ Magazine στο νέο του τεύχος βρήκε και σας παρουσιάζει την δύναμη, των ανδρών,των πολεμικών εφοδίων και τα στρατιωτικά σχέδια των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Ο ελληνικός Στρατός πέτυχε να θέσει «επί ποδός πολέμου» στις 28 Οκτωβρίου 1940, δεκαπέντε (15) Μεραρχίες και πέντε (5) ταξιαρχίες Πεζικού, καθώς και μία (1) Μεραρχία και μία (1) Ταξιαρχία Ιππικού, ικανοποιητικά εξοπλισμένες και εφοδιασμένες με τα εντελώς απαραίτητα υλικά εκστρατείας.
Βαρδής Βαρδινογιάννης: Έφυγε ο «δημιουργός» μιας επιχειρηματικής αυτοκρατορίας
Ο Συνολικός Οπλισμός, τα Πυρομαχικά, τα Μεταφορικά Μέσα και τα Εφόδια του Στρατού
Τον Οκτώβριο του 1940, ο ελληνικός Στρατός διέθετε σε καλή κατάσταση τον εξής οπλισμό:
Τυφέκια (Μάνλιχερ, Μάουζερ, Λεμπέλ, Γκρα) 459.650.
Πολυβόλα (Χότσκις, Σαίντ Ετιέν, Σβαρτζ Λόζε, Μαξίμ) 4.832.
Οπλοπολυβόλα (Χότσκις) 12.200
Όλμους (Μπραντ 81 χιλ) 315
Πυροβόλα Μάχης (Σκόντα, Σνάιδερ, Κρουπ) 905
Πυροβόλα αντιαεροπορικά (Α/Α) (Κρούπ, Μποφόρς, Ραϊμένταλ) 190
Πυροβόλα αντιαρματικά (Α/Τ) (Ραϊμένταλ) 24.
Στη διάρκεια του πολέμου ενισχύθηκε, κυρίως από λάφυρα που αξιοποιήθηκαν με 16.500 τυφέκια, 494 πολυβόλα, 1794 οπλοπολυβόλα, 406 όλμους, 114 πυροβόλα μάχης και 34 πυροβόλα Α/Α.
Επίσης, τον Οκτώβριο του 1940, ο Στρατός διέθετε τα οργανικά πυρομαχικά των Μονάδων Εκστρατείας και αποθέματα πυρομαχικών για 3 μήνες αγώνα.
Όμως, κατόρθωσε να διεξαχτεί πολεμικός αγώνας 6 μηνών και σε 2 μέτωπα, κατά των Ιταλών και Γερμανών, με επιτυχία. Αυτό οφείλεται στην έγκαιρη τότε λήψη μέτρων αυξήσεως της ελληνικής βιομηχανικής παραγωγής σε πυρομαχικά, περιορισμού των καταναλώσεων στο πεδίο μάχης και στη μεθοδική αξιοποίηση των προερχόμενων από λάφυρα.
Σε μεταφορικά μέσα, οι ανάγκες ήταν πολλές. Έναντι απαιτούμενων αυτοκινήτων, υπήρχαν 600 στρατιωτικά. Το πρόβλημα λύθηκε με την επίταξη ιδιωτικών αυτοκινήτων διάφορων τύπων, με την έναρξη του πολέμου.
Ανάλογα, αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα των κτηνών, που ο αριθμός τους, με διαδοχικές επιτάξεις, έφτασε τις 150.000. Σημειώνεται στο σημείο αυτό, ότι χωρίς τις δεκάδες χιλιάδες ημιόνων, που πλαισίωναν ως οργανικά μεταφορικά τις μονάδες του πεδίου μάχης, θα ήταν αδύνατη η ζωή και η διεξαγωγή νικηφόρου αγώνα στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας.
Από πλευράς εφοδίων, στις 28 Οκτωβρίου 1940, ο Στρατός διέθετε τα εξής αποθέματα:
Τρόφιμα για 50 ημέρες,
Καύσιμα για 45 ημέρες και
νομή για 30 ημέρες.
Η δύναμη του Στρατού εκστρατείας, στις 18 Φεβρουάριου 1941, ήταν 22.000 αξιωματικοί (μόνιμοι, μόνιμοι εξ εφεδρείας και έφεδροι) και οπλίτες. Η δύναμη αυτή, με την έναρξη και του Ελληνογερμανικού πολέμου, στις 6 Απριλίου 1941, ήταν αυξημένη κατά 20%.
Τα Μέτρα Εκπαιδεύσεως του Στρατού
Συνολικά την 28η Οκτωβρίου 1940 το Ελληνικό Πεζικό ήταν συγκροτημένο, βάσει του σχεδίου επιστράτευσης, σε 56 συντάγματα πεζικού, έκαστο των τριών ταγμάτων (168 τάγματα), εννέα τάγματα πολυβόλων – τα πέντε με δύο λόχους πολυβόλων και έναν λόχο πεζικού (24 πολυβόλα) και τα υπόλοιπα με τρεις λόχους πολυβόλων και έναν πεζικού (36 πολυβόλα).
Τα ελληνικά συντάγματα πεζικού διέθεταν το καθένα : 3 τάγματα πεζικού, ουλαμό εφίππων ανιχνευτών και λόχο βαρέων όπλων (λόχο μηχανημάτων σύμφωνα με την ορολογία της εποχής). Ο οπλισμός του, πέραν των ατομικών τυφεκίων, αποτελείτο από : 2 πυροβόλα των 65 χλστ. (μέγιστο βεληνεκές 6.500 μ.), 4 όλμους των 81 χλστ. (μέγιστο βεληνεκές 2.800 μ.), 36 πολυβόλα, 108 οπλοπολυβόλα, 108 βομβιδοβόλα τυφέκια Λεμπέλ, τα οποία εκτόξευαν βομβίδα βάρους 445 γραμμαρίων σε απόσταση μέχρι 200 μ. περίπου.
Κάθε τάγμα πεζικού, αντίστοιχα, παρέτασσε μια διμοιρία διοίκησης, τρεις λόχους πεζικού, έναν λόχο πολυβόλων (12 στοιχεία) και μεταγωγικά μάχης. Ο λόχος είχε τέσσερις διμοιρίες, των 44 ανδρών έκαστη και ομάδα διοίκησης.
Η διμοιρία είχε τρεις ομάδες, των 13 ανδρών έκαστη, τον διμοιρίτη, τον βοηθό διμοιρίτη, τον δεκανέα οπλοβομβιστή, έναν παρατηρητή και έναν διαβιβαστή. Η ομάδα, τέλος, αριθμούσε 12 άνδρες, και υπαξιωματικό ομαδάρχη, συνολικά δηλαδή 13 άνδρες. Χωριζόταν δε στην ημιομάδα του οπλοπολυβόλου (5 άνδρες, σκοπευτής, γεμιστής, δύο προμηθευτές και ο βοηθός ομαδάρχης) και στην ημιομάδα ακροβολιστών (έξι ακροβολιστές και οπλοβομβιστής).
Η ομάδα αποτελούσε – όπως και σήμερα άλλωστε – την στοιχειώδη δύναμη πεζικού, η οποία με την χρήση του πυρός και της κίνησης ενεργεί κατά του εχθρού. Οι στρατιώτες του ΄40 εκπαιδεύονταν ακριβώς στην τακτική του πυρός και της κίνησης. «Υπό την προστασία του πυρός του οπλοπολυβόλου οι ακροβολιστές προχωρούν προς τον εχθρό, με τρόπο ώστε με την σειρά τους να υποστηρίξουν την μετατόπιση του οπλοπολυβόλου με τα πυρά των τυφεκίων τους προς τα εμπρός. Σε μικρές όμως αποστάσεις, υπό την προστασία του πυρός του οπλοπολυβόλου, ο οπλοβομβιστής και οι χειροβομβιστές μπορούν να πλησιάσουν την εχθρική αντίσταση και να κάνουν χρήση της οπλοβομβίδας και των χειροβομβίδων, ή να επιτεθούν δια της λόγχης», αναφέρει ο αείμνηστος συνταγματάρχης Δαβάκης στο Εγκόλπιο Αξιωματικών Πεζικού.
Οι ομάδες πολυβόλων διέθεταν δύο πολυβόλα. Η διμοιρία πολυβόλων δύο ομάδες – τέσσερα πολυβόλα – και ο λόχος πολυβόλων τρεις διμοιρίες – 12 πολυβόλα. Αντίστοιχα η διμοιρία όλμων διέθετε δύο όλμους. Δύο διμοιρίες όλμων και διμοιρία πεζικού συγκροτούσαν έναν λόχο όλμων.
Σημαντική διαφοροποίηση έναντι των ιταλικών λόχων αποτελούσε η ικανότητα των αντίστοιχων ελληνικών να παρατάσσουν τέσσερις, αντί τριών, διμοιρίες πεζικού. Και ναι μεν οι ιταλικοί λόχοι υπερείχαν σε ισχύ πυρός, υστερούσαν όμως σε δυνάμεις ελιγμού. Η τετραδική οργάνωση του λόχου πεζικού επέτρεπε μεγάλη ευελιξία στον εκάστοτε λοχαγό. Συνήθως οι ελληνικοί λόχοι πολεμούσαν με δύο διμοιρίες να αποτελούν τη βάση πυρός και τις άλλες δύο την δύναμη ελιγμού. Ο σχηματισμός πάντως του λόχου εξαρτάτο από το έδαφος και την δύναμη του αντιπάλου.
Οι δυνάμεις των Ιταλών και το σχέδιο επίθεσης
Το ιταλικό σχέδιο πολέμου, το επονομαζόμενο Emergenza G («Επείγουσα Ελλάς»), προέβλεπε την κατάληψη της χώρας σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ήταν η κατάληψη της Ηπείρου και των Ιονίων Νήσων. Στη δεύτερη φάση θα καταλαμβάνονταν η Δυτική Μακεδονία. Με την ενίσχυση νέων δυνάμεων που θα αποβιβάζονταν στην Ήπειρο και στα νησιά, θα ακολουθούσε η προέλαση προς την Θεσσαλονίκη και την Αθήνα με σκοπό την κατάκτηση της χώρας. Το σχέδιο είχε συνταχθεί με την ελπίδα της ουδετερότητας της Γιουγκοσλαβίας.
Το μέτωπο στην Νότια Αλβανία είχε μήκος περίπου 150 χιλιομέτρων και βρισκόταν σε μια εξ ολοκλήρου ορεινή περιοχή, η οποία επιπροσθέτως ήταν εξαιρετικά δύσβατη, λόγω του φτωχού οδικού δικτύου της. Η οροσειρά της Πίνδου χώριζε το θέατρο επιχειρήσεων στα δύο: αυτό της Ηπείρου και εκείνο της Δυτικής Μακεδονίας.
Την παραμονή της επίθεσης στην Ελλάδα στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση Αλβανίας, υπό τον στρατηγό Βισκόντι Πράσκα, υπάγονταν οι εξής ιταλικές δυνάμεις:
Στην Ήπειρο, το XXV Σώμα Στρατού «Τσαμουριά» (Ciamuria) υπό τον στρατηγό Κάρλο Ρόσσι (Carlo Rossi) που διέθετε,
– την 23η Μεραρχία Πεζικού «Φερράρα» (Ferrara) υπό τον στρατηγό Τζαννίνι (Zannini), ανεπτυγμένη στις περιοχές Μέρτζανη-Πρεμέτη και Γεωργουτσάδες- Αργυρόκαστρο και με δύναμη 21.000 ανδρών.
– την 51η Μεραρχία Πεζικού «Σιένα» (Siena) υπό τον στρατηγό Γκαμπούτι (Gabutti), ανεπτυγμένη στις περιοχές Κονίσπολη-Δέλβινο-Άγιοι Σαράντα και με δύναμη 12.500 ανδρών
– την 131 Τεθωρακισμένη Μεραρχία «Κένταυρος» (Centauro), μειωμένης δύναμης, υπό τον στρατηγό Μάλλι (Magli) ανεπτυγμένη στις περιοχές Τεπελένι- Αργυρόκαστρο με δύναμη 2.200 ανδρών και 40 αρμάτων.
– την Μεραρχία Ιππικού, ενισχυμένη με μονάδες πυροβολικού και πεζικού, υπό τον στρατηγό Ριβόλτα (Rivolta) ανεπτυγμένη στην περιοχή Κονισπόλεως.
Η συνολική δύναμη του XXV Σώματος έφτανε τους 42.000 άνδρες και περιλάμβανε 22 τάγματα πεζικού, 61 πυροβολαρχίες (18 βαριές), 90 άρματα, 3 συντάγματα και μία επιλαρχία ιππικού και 2 τάγματα όλμων.
Στην Βορειοδυτική Μακεδονία και τη γιουγκοσλαβική μεθόριο, το XXVI Σώμα Στρατού «Κορυτσά» (Corizza) υπό τον στρατηγό Γαβριήλ Νάσσι (Gabrielle Nasci) που διέθετε
– την 29η Μεραρχία Πεζικού «Πιεμόντε» (Piemonte) υπό τον στρατηγό Γκραττορόλα (Grattorola) ανεπτυγμένη ανατολικά της Κορυτσάς και δύναμης 12.500 ανδρών.
– την 49η Μεραρχία Πεζικού «Πάρμα» (Parma) υπό τον στρατηγό Νάλντι (Naldi) ανεπτυγμένη δυτικά της Κορυτσάς και με δύναμη 9.300 ανδρών
– την 19η Μεραρχία Πεζικού «Βενέτσια» (Venezia) υπό τον στρατηγό Μπονίνι (Bonini) ανεπτυγμένη από την λίμνη Πρέσπα εως το Ελβασάν και είχε δύναμη 10.000 ανδρών.
– την 53η Μεραρχία Πεζικού «Αρέτζο» (Arezzo) υπο τον στρατηγό Φερόνε (Ferone) ανεπτυγμένη στην περιοχή της Σκόδρας, με δύναμη 12.000 ανδρών.
– ως εφεδρεία του Σώματος υπήρχε ένα Τάγμα Βερσαλλιέρων της 131ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας με 50 άρματα στην περιοχή της Ερσέκας.
Συνολικά το XXVI Σώμα διέθετε 44.000 άνδρες και περιλάμβανε 32 τάγματα, 47 πυροβολαρχίες (οι 5 βαριές), 60 άρματα, ένα σύνταγμα ιππικού, μία ίλη και 4 τάγματα όλμων.
Η διάταξη του Ιταλικού και του Ελληνικού στρατού τον Οκτώβριο του 1940
Ανάμεσα στα δύο Σώματα Στρατού, στην περιοχή Ερσέκα- Λεσκοβίκι, την 3η Μεραρχία Αλπινιστών «Γιούλια» (Julia) υπό τον στρατηγό Τζιρότι (Girotti), η οποία είχε δύναμη 10.800 ανδρών και σύνθεση 5 τάγματα, 6 ορειβατικές πυροβολαρχίες και μια ίλη ιππικού.
Τις παραπάνω δυνάμεις συνέδραμε η Ιταλική Βασιλική Πολεμική Αεροπορία (Regia Aeronautica), η οποία διέθεσε στο μέτωπο της Αλβανίας 179 καταδιωκτικά, 225 βομβαρδιστικά και 59 αναγνωριστικά, συνολικά δηλαδή 463 αεροσκάφη.
Η επιτυχής εφαρμογή του σχεδίου στηρίζονταν στην αιφνιδιαστική εισβολή με ταχυκίνητα μέσα, με σκοπό να προλάβει την επιστράτευση και συγκέντρωση του Ελληνικού Στρατού. Ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών Στρατηγός Σοντού, διαβεβαίωσε τον Μουσολίνι ότι σε μια βδομάδα ο Ιταλικός Στρατός θα ήταν στα Ιωάννινα και σε 15 με 20 μέρες θα ήταν στην Πρέβεζα.
Σύμφωνα λοιπόν με το σχέδιο των Ιταλών από τις 9 Μεραρχίες που διέθεταν στην Αλβανία 2 διατέθηκαν για προκάλυψη προς την Γιουγκοσλαβία, 2 στην περιοχή της Κορυτσάς για ενεργητική άμυνα, 3 για την κύρια ενέργεια κατά της Ηπείρου και 2 για την κάλυψη της κύριας ενέργειας.
Οι δυνάμεις της κύριας ενέργειας ήταν ισχυρότερες έναντι των ελληνικών, σε πυροβολικό, πεζικό και τεθωρακισμένα, όμως το ορεινό έδαφος της Ηπείρου, οι αντιαρματικές οχυρώσεις και οι στενοί δρόμοι μείωναν την ιταλική υπεροχή. Ενώ λοιπόν οι κατευθύνσεις ενέργειας του ιταλικού στρατού, και ιδιαίτερα προς το τομέα Ηπείρου, ήταν ορθές, οι δυνάμεις που διατέθηκαν για αυτό τον σκοπό ήταν ανεπαρκείς. Πιθανόν, δύο παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό, η υποτίμηση του αντιπάλου από απόψεως υλικής ισχύς και ηθικού και η υπερτίμηση της ικανότητας της αεροπορίας και των αρμάτων μάχης.
Ναυτικές δυνάμεις των εμπολέμων
Ελληνικά σκάφη
1 βαρύ καταδρομικό
6 αντιτορπιλλικά στόλου
8 αντιτορπιλλικά συνοδείας
8 τορπιλλοβόλα
6 υποβρύχια
4 ναρκαλιευτικά – ναρκοβόλα
Σύνολο: 33 (εκτόπισμα: 29.330 τόνοι)
Ιταλικά σκάφη
8 θωρηκτά μάχης
8 βαρέα καταδρομικά
26 ελαφρά καταδρομικά
24 αντιτορπιλλικά στόλου
40 αντιτορπιλλικά συνοδείας
66 τορπιλοβόλα
119 υποβρύχια
Σύνολο: 291 (εκτόπισμα: 658.395 τόνοι)
Κατά την έναρξη των εχθροπραξιών, το Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό αποτελούνταν από το ήδη παλαιό θωρηκτό «Αβέρωφ», 10 αντιτορπιλικά (εκ των οποίων 4 παλαιά), αρκετές τορπιλακάτους και 6 παλαιά υποβρύχια.
Στις αρχές του πολέμου περιορίστηκε στην προστασία των θαλάσσιων μεταφορών στο Αιγαίο πέλαγος, τόσο για την ολοκλήρωση της επιστράτευσης της χώρας, όσο και για τον ανεφοδιασμό της. Τα ελληνικά σκάφη αντιμετώπιζαν συνεχώς τον κίνδυνο επιθέσεων από ιταλικά αεροσκάφη και υποβρύχια, που επιχειρούσαν έχοντας ως βάση τα Δωδεκάνησα.
Ακολούθησαν περιορισμένες επιθετικές ενέργειες ενάντια σε ιταλικά σκάφη στα Στενά του Οτράντο. Τα αντιτορπιλικά προέβησαν σε τρεις θαρραλέες, αλλά άκαρπες νυχτερινές επιδρομές (14-15 Νοεμβρίου 1940, 15-16 Δεκεμβρίου 1940 και 4-5 Ιανουαρίου 1941).
Οι ελληνικές επιτυχίες ήρθαν από τα υποβρύχια, τα οποία κατόρθωσαν να βυθίσουν μερικά ιταλικά μεταγωγικά. Από την ιταλική πλευρά, παρότι ο ιταλικός στόλος υπέστη σημαντικές ζημιές από το Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό κατά την Επιδρομή στον Τάραντα, τα ιταλικά αντιτορπιλικά και καταδρομικά συνέχισαν να επιχειρούν, καλύπτοντας τις νηοπομπές εφοδιασμού μεταξύ Ιταλίας και Αλβανίας. Στις 28 Νοεμβρίου, μια ναυτική μοίρα βομβάρδισε την Κέρκυρα, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου και στις 4 Μαρτίου, έβαλαν κατά ελληνικών παράκτιων θέσεων στην Αλβανία. Στα τέλη του 1940 το ελληνικό υποβρύχιο «Παπανικολής» με κυβερνήτη τον τότε πλωτάρχη Μιλτιάδη Ιατρίδη βύθισε ανοιχτά του Αυλώνα δύο έμφορτα ιταλικά μεταγωγικά. Στην ίδια περιοχή στις 29 Δεκεμβρίου 1940 βυθίστηκε αύτανδρο το υποβρύχιο Πρωτεύς με κυβερνήτη τον Μιχαήλ Χατζηκωνσταντή. Σημαντική δράση, επίσης, είχαν και τα άλλα υποβρύχια του στόλου (Κατσώνης, Νηρεύς, Τρίτων).
Από τον Ιανουάριο του 1941, το κύριο μέλημα του ελληνικού ναυτικού ήταν η κάλυψη των νηοπομπών από και προς την Αλεξάνδρεια, σε συνεργασία με το βρετανικό ναυτικό. Καθώς στις αρχές Μαρτίου ξεκίνησε η μεταφορά του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, ο ιταλικός στόλος αποφάσισε να επιτεθεί εναντίον του. Καλά πληροφορημένοι όμως οι Βρετανοί, κατόρθωσαν να αμυνθούν με επιτυχία ενάντια στους Ιταλούς στη Ναυμαχία του Ακρωτηρίου Ταίναρου στις 28 Μαρτίου.
ΠΗΓΕΣ