Με αυτόν τον έντονα φορτισμένο συναισθηματικά τρόπο περιγράφει ο κορυφαίος Ελληνας λογοτέχνης και ζωγράφος Φώτης Κόντογλου την Αλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς που έφερε το τέλος του βυζαντινού κόσμου. Εμείς θα προσπαθήσουμε να «ζήσουμε» τις τελευταίες ημέρες της Βασιλεύουσας μέσα από τις παράλληλες προετοιμασίες πολιορκημένων και πολιορκητών.
Λίγο πριν την Άλωση της Κωνσταντινούπολης
Στα μέσα Μαΐου η κατάσταση μέσα και έξω από τα τείχη της Πόλης είναι οριακή, αφού έπειτα από ένα μήνα πολιορκίας η κόπωση κυριαρχεί και στα δύο στρατόπεδα. Οι Οθωμανοί προσπαθούν με κάθε τρόπο να διασπάσουν τα τείχη της μοναδικής φλούδας γης που απομένει στην πρώην πανίσχυρη Αυτοκρατορία. Ο Μωάμεθ ρίχνει στη μάχη όλα του τα μέσα: κανονιοβολισμούς, συνεχείς εφόδους, μάχες σώμα με σώμα στις πολεμίστρες, ναυτικό αποκλεισμό, κατασκευή πολιορκητικού πύργου, σήραγγες κάτω από τα θεμέλια των τειχών, ενώ για να διασπάσει την αλυσίδα που εμπόδιζε τα πλοία του να περάσουν στον Κεράτιο Κόλπο κατασκευάζει από ξηράς έναν αυτοσχέδιο δρόμο φτιαγμένο από σανίδες αλειμμένες με λίπος, όπου βόδια και χιλιάδες άνδρες μεταφέρουν με τροχαλία στον Κεράτιο 70 πολεμικά πλοία…
Εντός των τειχών η κατάσταση είναι τραγική. Η Πόλη είναι παραδομένη στο φόβο, ενώ οι φήμες και οι δοξασίες που ακούγονται παντού το μόνο που καταφέρνουν είναι να καταβαραθρώσουν ακόμα περισσότερο το ηθικό των κατοίκων της. Η μόνη θετική φήμη που κρατά ζωντανές τις ελπίδες τους είναι η προσδοκία της ξαφνικής εμφάνισης ενετικών πλοίων που θα σπάσουν το ναυτικό κλοιό ενισχύοντας τους πολιορκημένους με πολεμοφόδια, τρόφιμα και νέους υπερασπιστές της Πόλης.
Ομως, το μόνο που καταφέρνει να σπάσει τον ασφυκτικό θαλασσινό αποκλεισμό και να μπει στο λιμάνι του Κεράτιου Κόλπου στις 23 Μαΐου είναι το πλοιάριο που έχουν στείλει οι ίδιοι οι Βυζαντινοί, ώστε να αναζητήσει στο Βόρειο Αιγαίο τον ενετικό στόλο που επιστρέφει με άσχημα νέα: κανένα πλοίο ομόθρησκων δεν υπάρχει στον ορίζοντα. Η συνειδητοποίηση του τέλους στρέφει τους εξαντλημένους υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης στους οιωνούς που έβλεπαν οι παλαιότεροι για την πτώση της Βασιλεύουσας, στην έκλειψη της Σελήνης στις 24 Μαΐου, στην καταιγίδα που διέκοψε την περιφορά της εικόνας της Παναγίας και την αιφνίδια πτώση της εικόνας στο έδαφος.
Την ίδια στιγμή στο στρατόπεδο του Μωάμεθ η κατάσταση είναι οριακή και οι εντάσεις δεν λείπουν στο στράτευμα, αφού οι φήμες περί του ενετικού στόλου που πλησίαζε στην Πόλη για να σπάσει την πολιορκία σκορπίζουν το φόβο και στο στρατόπεδο των Οθωμανών, ρίχνοντας έτσι χαμηλότερα το ηθικό των όλο και πιο απρόθυμων πολιορκητών. Ο Μωάμεθ προτείνει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο τη λύση της ασφαλούς αποχώρησης του ιδίου και των χριστιανών υπερασπιστών της Πόλης. Σε αντίθετη περίπτωση, «…συ τε και οι μετά σου θέλετε απολέσει, συν τη ζωή, τα υπάρχοντα, οι δε άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτισθέντες, θέλουσι διασπαρεί εν πάση τη γη». Η απάντηση του Παλαιολόγου στο τελεσίγραφο αποτελεί μέχρι σήμερα μνημείο εθνικής υπερηφάνειας: «Ως προς να σου παραδώσω την Πόλη, ούτε δική μου είναι ούτε κανενός άλλου που κατοικεί σε αυτήν. Αποφασίσαμε από κοινού να πεθάνουμε με τη θέλησή μας». Πλέον η απόφαση για την επόμενη κίνηση ανήκει στην πλευρά του Μωάμεθ.
Στη σύσκεψη που συγκαλεί ο τελευταίος, στις 25 Μαΐου, για τη συνέχιση ή μη της πολιορκίας βγαίνουν στην επιφάνεια οι διαφωνίες στο οθωμανικό στρατόπεδο, καθώς οι μισοί στρατιωτικοί σύμβουλοί του επιθυμούν τον τερματισμό της πολιορκίας, ενώ οι υπόλοιποι τη συνέχισή της. Ο Μωάμεθ τάσσεται με την πλευρά των δεύτερων και αποφασίζει την επίθεση για τη νύχτα της 29ης Μαΐου μετά την ολοκλήρωση των ετοιμασιών. Για να μπορέσει να πείσει τους κουρασμένους στρατιώτες του, ζητά υπακοή στους ηγέτες, μιλά για ντροπή σε περίπτωση ήττας, αλλά, πάνω απ’ όλα, τους τονίζει ότι όλη η Κωνσταντινούπολη είναι γεμάτη από θησαυρούς και νέες γυναίκες. Τους δίνει άδεια για τριήμερη λεηλασία, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι ο ίδιος θέλει μόνο τα τείχη της Πόλης, αφήνοντας σε αυτούς τα υπόλοιπα…
Τη Δευτέρα 28 Μαΐου γίνεται μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης συναισθηματικής φόρτισης η τελευταία χριστιανική Λειτουργία στην Αγία Σοφία, ενώ μέσα και έξω από το ναό ακούγονται προσευχές και παρακλήσεις. Ο Κωνσταντίνος, έχοντας πλήρη επίγνωση της τραγικότητας των ιστορικών εκείνων στιγμών, είναι κατηφής, με το συγγραφέα της εποχής, Γεώργιο Σφραντζή, να γράφει χαρακτηριστικά ότι όποιος τον έβλεπε μόνο αν ήταν από πέτρα ή ξύλο μπορούσε να μη δακρύσει.
Ντεγκρέτσια: Η αμηχανία ενός επώνυμου με ονομασία προέλευσης... - Η μακρά ιστορία από την αρχή
Η τελική επίθεση γίνεται το ξημέρωμα της 51ης ημέρας της πολιορκίας και το πρώτο κύμα της, μάλιστα, αποτελείται από Γερμανούς και Ούγγρους πλιατσικολόγους χριστιανούς. Οι υπερασπιστές της Πόλης αποκρούουν με μουσκέτα, λόγχες, ακόντια, σπαθιά, πέτρες, ξύλα και οτιδήποτε έβρισκαν μπροστά τους όλες τις επιθέσεις, αλλά παρ’ όλα αυτά ο στρατός των ατάκτων δεν μπορεί να υποχωρήσει, γιατί δέχονται επιθέσεις με ρόπαλα από την ομάδα των τσαούσηδων και υποχρεώνονται σε νέες επιθέσεις.
Την αυγή ξεκινά νέος κύκλος επίθεσης, με το σουλτάνο να μπαίνει επικεφαλής 12.000 γενιτσάρων, οι οποίοι εντοπίζουν τον «αδύναμο κρίκο» των τειχών της Πόλης. Είναι μια μικρή ημιυπόγεια πόρτα, βόρεια στην Πύλη της Αδριανούπολης, την οποία χρησιμοποιούσαν οι ανιχνευτές των υπερασπιστών αλλά την είχαν αφήσει ανυπεράσπιστη. Ηταν η κερκόπορτα. Από εκεί μπήκε στην Πόλη η πρώτη ομάδα γενιτσάρων, τοποθετώντας μάλιστα στα τείχη οθωμανικά πολεμικά λάβαρα. Οι εισβολείς της κερκόπορτας μπορεί στην πορεία να απωθήθηκαν από τους αμυνομένους, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Το ηθικό των υπερασπιστών της Πόλης έπεσε κατακόρυφα, με τις φωνές «Η Πόλις εάλω» να ακούγονται σε όλη την αμυντική γραμμή, με αποτέλεσμα λίγη ώρα μετά να πέσει η Πύλη της Αδριανούπολης και ο χώρος να κατακλύζεται από χιλιάδες Οθωμανούς. Στις οκτώ το πρωί ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποδεικνύεται αντάξιος του ονόματος και του ρόλου του τελευταίου αυτοκράτορα, αφού πέφτει μαχόμενος φωνάζοντας στους συναγωνιστές του: «Μα δεν υπάρχει ένα χέρι χριστιανού να μου πάρει τη ζωή;».
Τις σφαγές ακολούθησε η βεβήλωση της Αγίας Σοφίας
Ηταν τέτοια η σφαγή που ακολούθησε την είσοδο των Οθωμανών στην Κωνσταντινούπολη, που, ενώ ο Μωάμεθ τούς είχε υποσχεθεί τριήμερη λεηλασία, διέταξε μέσα σε ένα 24ωρο την απαγόρευση των λεηλασιών και τη σύλληψη όσων παρέβαιναν τις εντολές του. Βέβαια, σε αυτές τις λίγες ώρες, στα στίφη των εισβολέων είχαν προλάβει να γεμίσουν τους δρόμους της Βασιλεύουσας πτώματα, ενώ όλες οι εκκλησίες και τα παλάτια της Πόλης είχαν αδειάσει από τα πλούτη και τα κειμήλιά τους. Τραγικότερη ήταν η μοίρα όσων είχαν ζητήσει άσυλο μέσα στην Αγία Σοφία, αφού όλοι τους βρήκαν φρικτό θάνατο.
Η βεβήλωση της ιερού ναού της Αγίας Σοφίας αναδεικνύεται με τον καλύτερο τρόπο από τις περιγραφές του καρδινάλιου Ισίδωρου: «Με την πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε, γκρέμισαν στο δάπεδο του ναού της Αγίας Σοφίας, που τώρα έγινε τουρκικό τέμενος, κι έκαναν κομμάτια όλα τα αγάλματα, τις εικόνες και τις απεικονίσεις του Χριστού και των Αγίων, βεβηλώνοντάς τες. Ανεβαίνοντας σαν δαιμονισμένοι στο πλατύσκαλο του άμβωνα και την Αγία Τράπεζα, αναγαλλιασμένοι χλεύαζαν τη χριστιανική πίστη και τις συνήθειές μας άδοντας ύμνους και απαγγέλλοντας εγκώμια προς τον Μωάμεθ. Αφού έριξαν τις πύλες του ιερού, άρπαξαν τα ιερά κειμήλια και τα ιερά λείψανα κι άρχισαν να τα πετούν μακριά σαν να ήταν πράγματα ποταπά. Προτιμώ να μη μιλήσω για το τι έκαναν με τα άγια δισκοπότηρα, τα ιερά σκεύη και τα άμφια. Τα χρυσοποίκιλτα άμφια με εικόνες του Χριστού και των Αγίων τα χρησιμοποιούσαν σαν πανιά για τα σκυλιά και τα άλογα. Ποδοπατούσαν τα Ευαγγέλια και τα εκκλησιαστικά βιβλία, έσπαζαν βιβλία φτιαγμένα από λαμπερό και θαυμαστό μάρμαρο, κομματιάζοντας τα πάντα».
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΡΔΟΚΑΣ
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής