Κατ’ αρχάς, στους ιδιοκτήτες που ενοικιάζουν τα ακίνητά τους, αφού θα εξορθολογιστεί η φορολογική επιβάρυνσή τους με κλιμακωτό τρόπο και άρα θα ενισχυθούν τα εισοδήματά τους. Κατά δεύτερο, θα ενισχύσει την προσφορά ακινήτων, αφού θα δώσει κίνητρο να «ανοίξουν» πολλά από τα ακίνητα που παραμένουν σήμερα κλειστά.
Αν αυτό επιτευχθεί, τότε κερδισμένες θα βγουν και χιλιάδες οικογένειες που δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στα αυξημένα ενοίκια. Είναι δεδομένο ότι η μείωση του φόρου θα οδηγήσει πολλούς ιδιοκτήτες που διστάζουν σήμερα να νοικιάσουν ένα ακίνητό τους, εξαιτίας της υψηλής φορολογίας, να το «ρίξουν» στην αγορά. Ο νόμος της αγοράς και της ζήτησης λέει ότι όσο περισσότερα ακίνητα διατίθενται προς ενοικίαση τόσο περισσότερο ο ανταγωνισμός θα ρίχνει τις τιμές.
Παράλληλα, θα υπάρξει και άλλο παράπλευρο όφελος για το κράτος, αφού η μείωση των φορολογικών συντελεστών θα λειτουργήσει ως κίνητρο ώστε να δηλώνονται ολόκληρα τα εισοδήματα από μισθώσεις και όχι μέρος τους.
Το στεγαστικό ζήτημα παραμένει ένα πολύπλοκο θέμα, που απαιτεί ειδικούς χειρισμούς. Η ακίνητη περιουσία παραμένει μία βασική πηγή επένδυσης και αποταμίευσης για χιλιάδες πολίτες και, από την άλλη, η αύξηση των τιμών για αγορά ή ενοικίαση απειλεί το δικαίωμα οικογενειών και νέων ανθρώπων στην προσιτή στέγαση. Για αυτό και πρέπει να βρεθούν τρόποι που να εξισορροπούν την προσφορά και τη ζήτηση, όχι εις βάρος μίας κοινωνικής ομάδας αλλά προς όφελος όλων.