«Ο (Αμερικανός) υπουργός Εξωτερικών κ. Πομπέο μίλησε ξεκάθαρα γι’ αυτό, όταν ήταν εδώ. Η απάντηση δεν είναι προκλητικές ερευνητικές δραστηριότητες. Η απάντηση δεν είναι η στρατιωτική αντιπαράθεση. Η απάντηση είναι η διπλωματία και οι συνομιλίες, συμπεριλαμβανομένης της αναβίωσης των διερευνητικών συνομιλιών, που αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, επίσης για τη Γερμανία, και ειλικρινά για όλους τους εταίρους της Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός πρέσβης. Σημείωσε, δε, πως οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει στον Τούρκο πρόεδρο τη μεγάλη τους ανησυχία, μεταξύ άλλων, «για τις δραστηριότητες του Oruc Reis και τον προκλητικό και μη βοηθητικό χαρακτήρα αυτών των δραστηριοτήτων», όπως χαρακτηριστικά είπε.
«Θέλουμε να κρατήσουμε το επίκεντρο στη διπλωματία», σημείωσε ο κ. Πάιατ, εκφράζοντας την εκτίμηση ότι η Ελλάδα και οι ΗΠΑ, ως σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, είναι «έντονα ευθυγραμμισμένοι στην αρχή πως ανεξάρτητα από οτιδήποτε, πρέπει να κρατήσουμε την Τουρκία αγκυροβολημένη στη Δύση. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να προσεγγίσουμε την τουρκική κυβέρνηση και την τουρκική κοινωνία για να χτίσουμε ευκαιρίες συνεργασίας και να εργαστούμε από κοινού ως εταίροι του ΝΑΤΟ».
Ερωτηθείς για την προοπτική να διαδραματίσει η Μόσχα τον ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας αλλά και για το πώς βλέπει τον ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή, ο κ. Πάιατ απάντησε: «Με σκεπτικισμό. Έχω περάσει πολύ χρόνο τα τελευταία χρόνια εδώ και στην Ουκρανία βλέποντας τις προσπάθειες της Ρωσίας να σπείρει τον διχασμό εντός του ΝΑΤΟ, να σπείρει διχασμό μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης».
Σημείωσε, δε, πως «είναι απολύτως φυσιολογικό ο (Ρώσος) υπουργός Εξωτερικών κ. Λαβρόφ να έρθει εδώ και να συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών κ. Δένδια. Η Ελλάδα έχει μακροχρόνια σχέση με τη Ρωσία. Όμως η Ελλάδα έχει επίσης σταθερή θέση στη Δύση, οπότε γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στα ίδια πράγματα μ’ εμάς, για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ασφάλεια, όσον αφορά την οικοδόμηση σταθερότητας στην περιοχή. Δεν βλέπω δραστηριότητες, όπως το να παραδίδει η Ρωσία το πυραυλικό σύστημα S-400 στην Τουρκία ως βοηθητικές στη σταθερότητα. Στην πραγματικότητα, το βλέπω ως μια τεράστια απειλή για την Ελλάδα και την περιφερειακή σταθερότητα».
Σε ό,τι αφορά την ελληνοαμερικανική συνεργασία, ο κ. Πάιατ δήλωσε ικανοποιημένος για όλα όσα έχουν επιτευχθεί στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις τον τελευταίο χρόνο παρά την πανδημία του κορονοϊού, την οποία κανείς δεν θα μπορούσε να έχει προβλέψει. «Ακόμη και μ’ αυτή την τεράστια αναστάτωση, είδαμε πολύ μεγάλη πρόοδο σε ό,τι αφορά την οικονομική και επενδυτική μας συνεργασία», ανέφερε χαρακτηριστικά, ενώ ειδικότερα για την αμυντική συνεργασία επισήμανε πως και οι δύο κυβερνήσεις είναι αποφασισμένες να την ενισχύσουν, γεγονός που, όπως είπε, «στέλνει ένα ισχυρό μήνυμα σε όλους τους γείτονές σας».
Κάσος: Νέα τουρκική πρόκληση και παρ' ολίγον επεισόδιο ελληνικών και τουρκικών πολεμικών πλοίων
«Να μείνει το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης σε δυτικά χέρια»
Ερωτηθείς για την Αλεξανδρούπολη και τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του λιμανιού της, που βρίσκεται σε εξέλιξη, ο Αμερικανός πρέσβης υπογράμμισε πως πρόκειται για ένα «στρατηγικό περιουσιακό στοιχείο που θέλουμε να παραμείνει σε δυτικά χέρια». Χαρακτήρισε «καλά νέα» το γεγονός ότι υπάρχουν «δύο ισχυρές αμερικανικές κοινοπραξίες που έχουν επιδείξει ενδιαφέρον» και είπε πως για τον ίδιο η Αλεξανδρούπολη αποτελεί ειδική προτεραιότητα.
Σημείωσε, δε, πως δεν είναι μόνο η ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, εξηγώντας πως υπάρχει και ο FSRU, «ακόμη μια στρατηγική προτεραιότητα», όπως είπε, κι έκανε ειδική μνεία στην υπογραφή της συμφωνίας από την πλευρά της ΔΕΣΦΑ για την απόκτηση του 20% των μετοχών της Gastrade, που αναπτύσσει τον πλωτό σταθμό Υγροποιημένου Φυσικού Αερίου.
«Η Αλεξανδρούπολη μεταμορφώνεται σε έναν κόμβο για την ενεργειακή συνεργασία. Υπάρχει επίσης η προοπτική για ένα εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από αέριο που θα βοηθήσει στον στόχο του περιορισμού του λιγνίτη ως το 2028 […] Υπάρχουν πολλά καλά πράγματα που γίνονται στην Αλεξανδρούπολη, μια περιοχή που όταν την επισκέφθηκα για πρώτη φορά ένιωσα πως ήταν πολύ μακριά από την Αθήνα, η οποία ωστόσο αναδύεται ξαφνικά ως στρατηγικό σταυροδρόμι», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Πάιατ.
Σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες που «τρέχουν» σχετικά με την ιδιωτικοποίηση των ναυπηγείων, ο κ. Πάιατ ξεκαθάρισε πως «βασικό μας μέλημα είναι, όπως και στην περίπτωση της Αλεξανδρούπολης, να δούμε αυτά τα βασικά περιουσιακά στοιχεία να μένουν σε δυτικά χέρια, επειδή είναι στρατηγικά και δεν πρέπει να καταλήξουν στους αντιπάλους μας».
«Νομίζω ότι το πώς θα εξελιχθούν όλα αυτά τις επόμενες εβδομάδες ή τους επόμενους μήνες θα εξαρτηθεί εν μέρει από τις αγορές, από το πώς το ελληνικό κράτος θα διαμορφώσει τις συναλλαγές […] κι επίσης μια πολύ σχετική και σημαντική πτυχή όλου αυτού αφορά την προοπτική μιας πολύ ανταγωνιστικής αμερικανικής προσφοράς για τις νέες φρεγάτες για το ελληνικό πολεμικό ναυτικό. Είναι μια συναλλαγή που υποστηρίζουν οι Ηνωμένες Πολιτείες γιατί θα βοηθήσει στην ενίσχυση των δυνατοτήτων του ελληνικού ναυτικού ώστε να είναι ένας κρίσιμος εταίρος του αμερικανικού ναυτικού στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο», σημείωσε ο Αμερικανός πρέσβης.
«Αναμένουμε μια πολύ ανταγωνιστική προσφορά, όταν διατυπωθεί το ελληνικό αίτημα, η οποία θα περιλαμβάνει την τοπική παραγωγή τριών φρεγατών βάσει του σχεδίου μιας πρώτης φρεγάτας που θα κατασκευαστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη συνέχεια, αυτή η τεχνογνωσία θα μεταφερθεί στην Ελλάδα», επισήμανε.
«Υπομονή για το τελικό αποτέλεσμα των εκλογών»
Ο κ. Πάιατ ρωτήθηκε και για τις αμερικανικές εκλογές και συνέστησε υπομονή έως το τελικό αποτέλεσμα, επισημαίνοντας -μεταξύ άλλων- πως το καλό για τον ίδιο, ως πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, είναι πως ό,τι κι αν αποφασίσει ο αμερικανικός λαός θα είμαστε σε πολύ καλό σημείο όσον αφορά τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις επειδή υπάρχει ισχυρή συναίνεση και από τις δύο πλευρές ως προς την ενίσχυση αυτού που κάνουμε εδώ, η οποία αντικατοπτρίζεται στην EastMed Act καθώς στην εκπληκτικά θερμή υποδοχή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, τον περασμένο Ιανουάριο, στην Ουάσιγκτον τόσο από τους Ρεπουμπλικανούς όσο και από τους Δημοκρατικούς».