Σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, με εντολή του Υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια, ο Πρέσβης της Ελλάδας στο Βελιγράδι θα πραγματοποιήσει άμεσα διάβημα αναφορικά με την ανάγκη πρότερης ενημέρωσης της ελληνικής πλευράς από την σερβική για την φύση του φορτίου του αεροσκάφους που κατέπεσε πλησίον της Καβάλας το Σάββατο βράδυ.
Όπως αναφέρουν πληροφορίες που επικαλείται ο ΑΝΤ1, οι ελληνικές Αρχές δεν είχαν ενημερωθεί για το φορτίο που μετέφερε το Antonov και αυτό γιατί η Σερβία, από όπου ξεκίνησε το δρομολόγιο αλλά και όπου εδρεύει η εταιρεία που το ναύλωσε, όφειλε να έχει ενημερώσει την πρεσβεία της στην Αθήνα ότι το συγκεκριμένο αεροσκάφος μετέφερε «ευαίσθητο» φορτίο.
Η σερβική πρεσβεία στην Αθήνα, από την πλευρά της, έπρεπε να έχει ενημερώσει το υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο με τη σειρά του θα ενημέρωνε βάσει της συγκεκριμένης διαδικασίας την Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας, η οποία και θα έδινε τη σχετική άδεια διέλευσης από τον ελληνικό εναέριο χώρο.
Έτσι, τα στοιχεία δείχνουν πως το Βελιγράδι δεν ακολούθησε την ενδεδειγμένη διαδικασία.
Άρθρο Δημοσθένη Σαρηγιάννη για την συντριβή του Antonov στην Καβάλα
Απαραίτητη η περιβαλλοντική παρακολούθηση του τόπου για τους επόμενους δύο μήνες
Οπως καταγράφηκε στο ρεπορτάζ, ο κρατικός μηχανισμός αντέδρασε πολύ σωστά με την κινητοποίηση του ειδικού Λόχου για Χημικό, Βιολογικό, Ραδιολογικό και Πυρηνικό Πόλεμο του Ελληνικού Στρατού, σε συνδυασμό με το σώμα Επιθεωρητών Περιβάλλοντος και, βέβαια, την Πυροσβεστική Υπηρεσία και την ΕΜΑΚ. Πολύ ορθά έγινε πρώτα η αποτίμηση για την πιθανή ύπαρξη ραδιολογικών κινδύνων από σχάσιμο υλικό και όταν αποκλείστηκε με μετρήσεις ραδιενέργειας η ύπαρξη πυρηνικού υλικού προχώρησαν οι Αρχές στην αποτίμηση της κατάστασης σε σχέση με τοξικές ενώσεις που να σχετίζονται άμεσα με την καταστροφή.
Σύμφωνα με την καταγραφή του φορτίου του Antonov, υπήρχαν σε αυτό φωτιστικά βλήματα όλμου, τα οποία ενδέχεται να περιέχουν λευκό φωσφόρο, μια ουσία που όταν έρθει σε επαφή με το οξυγόνο μπορεί να αντιδράσει βίαια και να παραχθεί πεντοξείδιο του φωσφόρου. Το πεντοξείδιο του φωσφόρου είναι μια λευκή κρυσταλλική ένωση, η οποία είναι ερεθιστική, δημιουργεί δηλαδή ερεθισμό στα χείλη και στο ανώτερο αναπνευστικό και στα μάτια, κάτι που αναφέρθηκε από τους κατοίκους της περιοχής και τους πυροσβέστες οι οποίοι έφτασαν αρχικά στην περιοχή αμέσως μετά το ατύχημα. Παρ’ όλα αυτά δεν είναι μια ουσία βιοσυσσωρεύσιμη και δεν εμμένει στο περιβάλλον, κάτι που σημαίνει ότι σε βάθος χρόνου δεν θα ενέχει κανένα κίνδυνο για τον άνθρωπο ή το τοπικό οικοσύστημα.
Η καύση πλαστικών και μεταλλικών μερών από την καταστροφή του αεροσκάφους όμως μπορεί να κινητοποιήσει βαρέα μέταλλα ή και προϊόντα της καύσης πλαστικών όπως διοξίνες και φουράνια στις θερμοκρασίες που αναπτύσσονται σε αυτές τις συνθήκες. Αυτές οι ημιπτητικές ενώσεις μετά από λίγες ώρες από το δυστύχημα δεν βρίσκονται πια στον αέρα, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τις μετρήσεις που έγιναν από τα κλιμάκια του Στρατού και του Σώματος Επιθεωρητών Περιβάλλοντος. Γύρω στο 50%-60% των ενώσεων αυτών όμως καταπίπτουν στο έδαφος και μπορούν να επιμολύνουν τόσο τα εδάφη όσο και τα επιφανειακά ύδατα. Στην περίπτωση γεωργικών εδαφών μια τέτοια επιμόλυνση μπορεί να περάσει σε βάθος χρόνου και στην τροφική αλυσίδα και μέσω αυτής και στον άνθρωπο. Κατά τη χρονική στιγμή του δυστυχήματος οι άνεμοι στην περιοχή έπνεαν βορειοδυτικοί ήπιοι έως μέτριοι. Αυτό σημαίνει ότι πιθανή διασπορά τέτοιων προϊόντων καύσης δεν έγινε σε πολύ μεγάλη απόσταση από τον τόπο του δυστυχήματος. Οι εκτιμήσεις μας είναι ότι παίρνοντας δείγματα σε μια ακτίνα περίπου ενός χιλιομέτρου από την τοποθεσία πτώσης του μοιραίου αεροπλάνου από το έδαφος και επιφανειακά ύδατα και αναλύοντάς τα στο εργαστήριο για την πιθανή εύρεση τέτοιων ουσιών, θα μπορούσε να μας δώσει τα απαραίτητα δεδομένα για μια ολοκληρωμένη αποτίμηση και αξιολόγηση πιθανών κινδύνων στο περιβάλλον και τη δημόσια υγεία από το ατύχημα. Σε χρονικό διάστημα ενός με δύο μήνες καλό θα είναι να ληφθούν και δείγματα από τις γεωργικές καλλιέργειες στην ίδια περιοχή ώστε να αποκλειστεί μετά τις σχετικές εργαστηριακές αναλύσεις η πιθανότητα να έχει επιμολυνθεί έστω και στο ελάχιστο η διατροφική αλυσίδα με παράγωγες ενώσεις οι οποίες μπορεί να είναι καρκινογόνες (διοξίνες, φουράνια) ή νευροτοξικές (βαριά μέταλλα).
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να οργανωθεί η παρακολούθηση του περιβάλλοντος (κυρίως του εδάφους και των επιφανειακών υδάτων) για χρονικό διάστημα δύο μηνών ώστε να αποκλειστεί τυχόν έμμεση διακινδύνευση του οικοσυστήματος και της ανθρώπινης υγείας.
Ειδήσεις σήμερα
Το modus operandi της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας
Antonov 12 το «ιπτάμενο φέρετρο»: Έχουν συντριβεί 134 από τα 1.248 αεροπλάνα