Η ελληνική πλευρά, όπως αναφέρουν αστυνομικές πηγές, θα αυξήσει τα μέτρα αποτροπής στα επίγεια και θαλάσσια σύνορά μας. Ο Εβρος το προηγούμενο χρονικό διάστημα παρουσίαζε μια μικρή αύξηση στις μεταναστευτικές ροές εξαιτίας της ισχυρής φύλαξής του, ωστόσο στη θάλασσα και κυρίως στο Νότιο Αιγαίο, τους πρώτους 7 μήνες του 2024, εμφανιζόταν αύξηση 80%-90% συγκριτικά με το 2023, με τη μεταφορά μεταναστών από την Τουρκία προς την Ελλάδα.
Μεταναστευτικό: Θύελλες για τη γερμανική κατάργηση του Σένγκεν
Την έντονη αντίδραση όλων των γειτονικών της χωρών προκαλεί η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να καταργήσει στην ουσία την συμφωνία ελεύθερης διακίνησης του Σένγκεν, επαναφέροντας αρχικά για ένα εξάμηνο του ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα της Ε.Ε.
Η ενέργεια αυτή του Βερολίνου, που ήταν λίγο πολύ αναμενόμενη, με δεδομένη τη μεγάλη άνοδο της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, αποτελεί απειλή για τις γειτονικές χώρες. Αποτελεί απειλή και συνολικά για την ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου και μετανάστευσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις λεγόμενες χώρες της πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή η Ισπανία.
Σύμφωνα με τον Πολωνό πρωθυπουργό, Ντόναλντ Τουσκ, που πρωτοστατεί στις αντιδράσεις, η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης είναι εντελώς απαράδεκτη, γιατί χρησιμοποιεί ως «ασπίδα» τις γειτονικές της χώρες, που είναι μέλη της Ε.Ε., και κλείνει εντελώς τη στρόφιγγα στην είσοδο υποψήφιων προσφύγων από τρίτες χώρες. Οπως ανέφερε ο κ. Τουσκ, η Γερμανία, αντί να βοηθήσει ενεργά τις χώρες της πρώτης γραμμής, ώστε να γίνεται πιο αποτελεσματικός έλεγχος στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε., κλείνει τα δικά της σύνορα με τα άλλα κράτη-μέλη.
Η γερμανική κυβέρνηση εκμεταλλεύεται την κοινοτική νομοθεσία, η οποία είναι αρκετά «νεφελώδης» στο συγκεκριμένο θέμα, δεδομένου ότι επιτρέπει στα κράτη-μέλη σε έκτακτες περιστάσεις να επαναφέρουν τους ελέγχους στους ταξιδιώτες της Συμφωνίας του Σένγκεν, δηλαδή αυτούς που κινούνται στα εσωτερικά σύνορα της Ε.Ε. Αρχικά οι έλεγχοι μπορούν να επιβληθούν για έξι μήνες, ενώ μπορεί να παραταθούν ακόμη και για δύο έτη. Την αιτιολόγηση την ελέγχει η Κομισιόν, η οποία όμως δεν έχει απορρίψει μέχρι σήμερα κανένα αίτημα κράτους-μέλους για επιβολή ελέγχων.
Φαίνεται ότι η αλλαγή πολιτικής της Γερμανίας δεν είναι καθόλου προσωρινή και αυτό θα πρέπει να προβληματίσει χώρες όπως η Ελλάδα και γενικότερα όσες βρίσκονται στην περιφέρεια της Ε.Ε., δηλαδή έχουν σύνορα με τρίτες χώρες. Και δεν φαίνεται προσωρινή γιατί κόβουν τα επιδόματα προς τους υποψήφιους πρόσφυγες, στέλνοντας με τον τρόπο αυτόν το μήνυμα να μην επιχειρήσουν να μπουν σε γερμανικό έδαφος.
Εάν η Γερμανία απεμπολήσει τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το ευρωπαϊκό Σύμφωνο για τη μετανάστευση και το άσυλο, τότε και οι τρίτες χώρες, όπως η Τουρκία, που έχουν υπογράψει συμφωνίες με την Ε.Ε., είτε θα κάνουν το ίδιο είτε θα αρχίσουν να εκβιάζουν για ανταλλάγματα, προκειμένου να μην το κάνουν.
Υπενθυμίζεται ότι το Σύμφωνο, που αποτέλεσε αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών-μελών για πολλά χρόνια, είναι μια ολοκληρωμένη κοινοτική πολιτική, η οποία για πρώτη φορά δίνει βάρος στην αλληλεγγύη. Η Ε.Ε. διαθέτει μόνιμο, νομικά δεσμευτικό, αλλά ευέλικτο μηχανισμό αλληλεγγύης για να διασφαλίσει ότι κανένα κράτος μέλος δεν αφήνεται μόνο του όταν υφίσταται πίεση.
Προβλέπει επίσης τη διαχείριση της μετανάστευσης στα εξωτερικά σύνορα της Ε.Ε. μέσω του ελέγχου των παράτυπων αφίξεων υπηκόων τρίτων χωρών και θέσπιση ταχέων, αποτελεσματικών και εξορθολογισμένων διαδικασιών για το άσυλο και την επιστροφή.
Το Σύμφωνο που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο από την Κομισιόν έχει υποβληθεί στο Συμβούλιο Εσωτερικών Υποθέσεων, ενώ στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί ως βάση για την προετοιμασία των εθνικών σχεδίων εφαρμογής των κρατών-μελών, τα οποία πρέπει να υποβληθούν έως τον Δεκέμβριο του 2024. Με βάση το κοινό σχέδιο εφαρμογής, το επόμενο βήμα είναι να καταρτίσουν τα κράτη-μέλη τα αντίστοιχα εθνικά τους σχέδια εφαρμογής έως τις 12 Δεκεμβρίου 2024.
Ολα τα παραπάνω τίθενται πλέον στην πράξη υπό αμφισβήτηση, κάτι που προδικάζει έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών και μάλιστα στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, αυτό των Ευρωπαίων ηγετών.