Η Ιωάννα Πρωίου- Δημητριάδου γεννήθηκε στις Ράχες Ικαρίας, το 1911 – ένα χρόνο πριν απελευθερωθεί το νησί από τους Τούρκους. Μάλωνε τους «περίεργους» που ερχόταν στην Ικαρία να δουν αν ζει, με τη φράση «τι θέλετε και με καθυστερείτε, μια χαρά είμαι..» Είχε γίνει γνωστή στα πέρατα της γης, για την τέχνη της αλλά και για την ηλικία της. Δεδομένου ότι το νησί βρίσκεται στη blue zone με τις περιοχές των μακροβιότερων σε ηλικία κατοίκων, στο κόσμο, η Ιωάννα Πρωίου, ήταν πρώτο θέμα σε αυτά τα ρεπορτάζ.
Είχε δώσει αμέτρητες συνεντεύξεις σε ξένα και ελληνικά μέσα ενημέρωσης. Είχε απίστευτη οξύτητα πνεύματος και ευφράδεια λόγου και χιούμορ αστείρευτο. Μάλιστα μάλωνε όσους «περίεργους» ερχόταν να δουν αν ζει, με τη φράση «τι θέλετε και με καθυστερείτε, μια χαρά είμαι, αλλά έχω πολλή δουλειά στον αργαλειό μου και χασομερώ, άντε γεια σας……».
Δεν υπολόγιζε ηλικίες, είχε ένα απίστευτο κουράγιο να δημιουργεί συνεχώς, χαράζοντας νέους στόχους, μόλις τελείωνε αυτούς που είχε βάλει μέχρι τώρα και πάντα τους ολοκλήρωνε με επιτυχία. Κάθομαι λοιπόν τώρα και κάνω ένα πισωγύρισμα στις σκέψεις μου, βγάζω από το παρελθόν πολλές εικόνες δίπλα της, μέσα στο «Σπίτι του αργαλειού» στο αγαπημένο χωριό της, τις Ράχες Ικαρίας, που ύφαινε και πολλές φορές σιγοτραγουδούσε, πότε μόνη και πότε με πολλές κοπελιές του νησιού μας, που τους μάθαινε σαν καλή δασκάλα την τέχνη της. Είχε μεγάλο στόχο να βγάλει όσο το δυνατό περισσότερες υφάντρες απ’ όλο το νησί, να συνεχίσουν το έργο της. Και τα κατάφερε.
Η Ιωάννα Πρωίου Δημητριάδου γεννήθηκε στις Ράχες Ικαρίας, το 1911 (θυμίζουμε ότι οι Τούρκοι από το νησί έφυγαν έναν χρόνο μετά). Ήταν το 12ο μεταξύ δεκατριών παιδιών. Η μητέρα της, Ευθυμία, γεννημένη το 1870, ήταν από τις καλύτερες υφάντρες του νησιού. Καλύτερη μαθήτρια της ήταν η μικρή Ιωάννα.
«Με μεγάλωσε η μητέρα μου κάτω από το αργαλειό. Είχε ένα σεντούκι ανοιχτό και μωρό που ήμουν με είχε απιθώσει στο ανοιχτό του καπάκι, που ήταν κοίλο. Με το ένα πόδι δούλευε στο αργαλειό και με το άλλο κούναγε εμένα. Εκεί με μεγάλωσε, μέσα στα χνούδια και τις κλωστές. Το πρώτο παιχνίδι που μου ‘δωσε στα χέρια για να μην κλαίω, ήταν μια κλωστή από ένα χοντρό μάλλινο νήμα. Εγώ έπαιζα με την χοντρή κλωστή, τράβαγα τα νήματα και τόσο ξελογιάστηκα που ξέχασα το κλάμα και μπόρεσε η μάνα μου να κάνει τη δουλειά της. Έφτιαχνε παραγγελίες υφαντά και ζούσαμε. Τότε ο κόσμος ντυνόταν με υφαντά – από πανάκια για μωρά, μέχρι εσώρουχα. Υφάσματα ρολό φτιάχναμε – για σεντόνια μέχρι ρούχα. Παίρναμε το μαλλί των ζώων, το κλώθαμε, γινόταν μαλακό και το υφαίναμε. Φτιάχναμε σκεπάσματα, φορέματα, πετσέτες, κοστούμια. Τα πάντα. Ότι μπορείς να φανταστείς. Αργότερα, υφαίναμε λινομέταξα. Και ήταν υγιεινά, γιατί ανέπνεαν, δεν είχαν χημικά. Τώρα βγαίνουν τόσες μελέτες που λένε τι κακά υφάσματα κυκλοφορούν. Τα διαβάζω και λέω, να, γιατί να μην ξαναγυρίσουν τα κορίτσια να μάθουν αυτή την τέχνη;». Παρατηρούμε πως δεν λέει «ο αργαλειός» αλλά «το αργαλειό».
«Μόλις ξεπετάχτηκα, ανέβηκα κι εγώ στο αργαλειό. Εκεί μεγάλωσα, εκεί ζυμώθηκα. Μια φορά στα κρυφά, μπήκα στο αργαλειό και έτρεμε η ψυχή μου μην μπει η μάνα μου και μου φωνάξει πως της χαλάω το στημόνι. Την περίμενα να έρθει με χτυποκάρδι. Να σου την κι έρχεται. Ρίχνω μια ματιά, να δω πώς με κοίταζε. Και τη βλέπω χαμογελαστή! Και μου λέει “Ιωαννάκι, τα ποδαράκια σου είναι ακόμη κοντά. Να μεγαλώσεις λίγο και θα σε βάλω στο αργαλειό”. Αυτό μου ‘δωσε ζωή! Αντί να φάω ξύλο, μου ‘δωσε θάρρος. Η μάνα μου η Ευθυμία ήταν ξακουστή υφάντρα. Και εμένα διάλεξε από τις κόρες της για τη συνέχειά της. Από τα 15 μου ήμουν επαγγελματίας υφάντρα».
«Αν και έχω δώσει τα πάντα για το αργαλειό, πλέον χρειάζομαι βοήθεια. Έχω διαθέσει όλους μου τους πόρους για να εφοδιάσω τα αργαλειά, για να παίρνω τις πρώτες ύλες να μαθαίνουν τα κορίτσια. Μίλησα και στον δήμαρχο Ικαρίας πως τόσα χρόνια είμαι εθελόντρια και πως ότι είχα τα ξόδεψα εκεί με ευχαρίστηση και ποτέ δεν σκέφτηκα να πάρω επιδότηση, αλλά πλέον χρειάζεται να βοηθήσουν και άλλοι. Ψάχναμε, για παράδειγμα, έναν χώρο για να μπουν τα τρία αργαλειά και να μπορούν να μαθαίνουν οι νεότεροι. Σκέφτηκα ένα εγκαταλελειμμένο δωμάτιο, που ήταν σκουπιδότοπος, με σαβούρα, κοντά στο Δημοτικό σχολείο. Ο δήμαρχος βοήθησε, το καθαρίσαμε και το κάναμε το “Σπίτι του αργαλειού”».
Ιωάννα Πρωίου: Αποσπάσματα από συνεντεύξεις της κυρίας Ιωάννας
Η κυρία Ιωάννα με την μαγκούρα της «τσιμπάει» από τον σβέρκο τον τότε Δήμαρχο Ραχών και του λέει «Δήμαρχε κάτι σου ζήτησα και μου υποσχέθηκες πως θα μου το δώσεις. Λοιπόν αυτός ο χώρος – αποθήκη τότε – θέλω να γίνει το σπίτι του αργαλειού. Και την μαγκούρα μου δεν την κατεβάζω αν δεν υποσχεθείς ότι άμεσα αυτός χώρος θα γίνει αυτό που σου ζήτησα». Τι να κάνει ο Δήμαρχος, μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, άμεσα μετατράπηκε ο χώρος και μπήκαν μέσα οι τρεις αργαλειοί της κυρα Ιωάννας. Και αμέσως η αγαπημένη μας συμπατριώτισσα έπιασε δουλειά και δούλευε ώρες ατέλειωτες, φτιάχνοντας όλα αυτά που ήθελε να υφάνει. Σιγά – σιγά ήρθαν δίπλα της πολλές κοπελιές, μικρές μεγάλες και το χαμόγελο της ήταν διάπλατο, γιατί ήξερε ότι δημιουργεί το μέλλον της δουλειάς που τόσο αγάπησε και υπηρέτησε ένα αιώνα και πλέον.
Πάντα με την καλή της κουβέντα, το χαμόγελο, αλλά και το δημιουργικό ενδιαφέρον να προσφέρει. Σε πόσες εκθέσεις στην Αθήνα που συμμετείχαμε σαν Ικαρία, δεν έφερνε τις υφαντές δημιουργίες της και ομόρφαινε το περίπτερο. Τα τελευταία χρόνια το παιδί της, είχε προσλάβει γυναίκα για να την προσέχει και να την φροντίζει. Αλλά η κυρά Ιωάννα, πάντα λεβέντισσα, εκεί στην ανηφόρα από το σπίτι της στο «Σπίτι του αργαλειού» κυριολεκτικά πετούσε με το πι που είχε σαν μπαστούνι, μπροστά εκείνη, πίσω η γυναίκα που την πρόσεχε. Αυτό το υπεραιωνόβιο κορίτσι με την παιδική καρδιά, είχε πάντα όρεξη για δουλειά, εκεί ξεχνούσε την στεναχώρια της, τα προβλήματα της.
Αυτή λοιπόν η υπέροχη μητέρα, γιαγιά, θεία, δασκάλα, η κυρά Ιωάννα μας, έφυγε σήμερα από κοντά μας, γιατί έχει πολλή δουλειά …να φτιάξει τα υφαντά της για τους αγγέλους και αρχαγγέλους που την υποδέχτηκαν στις αυλές του Παραδείσου. Ορφάνεψε όχι μόνο η οικογένεια της, αλλά και όλοι οι Ικαριώτες όπου γης, που την είχαν αγαπήσει τόσο πολύ σαν δικό τους άνθρωπο.
Σταμάτης Γονίδης – Η αποκάλυψη πάνω στη σκηνή: Ήπια ένα τσιγάρο και έγραψα ένα τραγούδι