Το πρωινό της 9ης Ιανουαρίου 2012 βρήκε την Εθνική Πινακοθήκη σημαντικά «φτωχότερη», καθώς κάποιος είχε καταφέρει να αποσπάσει το «Γυναικείο κεφάλι», με αριθμό έργου 1.357, αναφορά του Πικάσο στη μούσα του, Ντόρα Μάαρ, το οποίο φιλοτέχνησε το 1939, το έργο «Μύλος» του Ολλανδού Πιετ Μοντριάν και ένα σχέδιο θρησκευτικής απεικόνισης των αρχών του δέκατου έβδομου αιώνα, που αποδίδεται στον Ιταλό Γκουλιέλμο Κάτσια (Μονκάλβο).
Εννέα χρόνια αργότερα, ο καθ’ ομολογίαν δράστης της πράξης βρέθηκε στο πρόσωπο ενός 50χρονου ελαιοχρωματιστή. Ο «art-freak» οδηγείται στο εδώλιο για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής κατά συναυτουργία, τετελεσμένη και σε απόπειρα πραγμάτων καλλιτεχνικής αξίας που βρίσκονταν σε συλλογή εκτεθειμένη σε κοινή θέα σε δημόσιο οίκημα άνω των 120.000 ευρώ σε βάρος ΝΠΔΔ. Ο ίδιος επέστρεψε δύο από τα τρία έργα που απέσπασε, υποστηρίζοντας ότι κατέστρεψε το τρίτο.
Παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας έχει δηλώσει η Εθνική Πινακοθήκη, που στο σχετικό έγγραφο κάνει λόγο για περιουσιακή ζημιά και «εξαιρετικά μεγάλη ηθική βλάβη», ενώ αναφέρεται σε άρνηση απόδοσης σχετικά με το τρίτο έργο, αυτό του Μονκάλβο, μη αποδεχόμενη την εκδοχή της καταστροφής που υποστηρίζει ο δράστης.
«Ο δράστης το ένα από τα τρία έργα που αφαίρεσε αρνείται να μου το αποδώσει και, επομένως, έχω απαίτηση αποζημίωσης για το έργο αυτό, ενώ στέρησε από τις συλλογές του μουσείου για χρονικό διάστημα πλέον των εννέα ετών τα κλεμμένα από αυτόν τρία ζωγραφικά έργα, με συνέπεια να προκαλέσει μεγάλη δυσλειτουργία στον προγραμματισμό του μουσείου και στη διοργάνωση των εκθέσεων, στη μουσειολογική μελέτη της μόνιμης έκθεσης, να εκθέσει σε ανεπανόρθωτο κίνδυνο την ακεραιότητα των έργων και να προκαλέσει βαρύτατο πλήγμα στο κύρος και τη φήμη της Εθνικής Πινακοθήκης», αναφέρεται στη δήλωση παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας.
Ο ισχυρισμός ότι κατέστρεψε το έργο του Μονκάλβο και η αμφισβήτηση
Οι κλεμμένοι πίνακες του Πικάσο και του Μοντριάν ανακτήθηκαν έπειτα από εννέα χρόνια αναζητήσεων, όμως το τρίτο έργο τέχνης που είχε αφαιρέσει ο κεντρικός πρωταγωνιστής της υπόθεσης δεν ανευρέθη. Ο ίδιος είχε ισχυριστεί πως το κατέστρεψε, όταν σκούπισε το ματωμένο χέρι του κατά την προσπάθεια διαφυγής του από την Πινακοθήκη, ενώ στη συνέχεια το «ξεφορτώθηκε» ρίχνοντάς το στη λεκάνη μιας τουαλέτας.
Ομως, τον Σεπτέμβριο του 2019 ένα πανομοιότυπο σχέδιο εμφανίστηκε στον ηλεκτρονικό κατάλογο του οίκου δημοπρασιών Pandolfini στη Φλωρεντία, προκαλώντας σειρά κινήσεων από το υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς η υπόθεση να καταλήξει πουθενά. Σύμφωνα με έγγραφο, που εστάλη στην Εισαγγελία της Αθήνας στις 24 Σεπτεμβρίου 2020, αναφέρεται ότι έναν χρόνο νωρίτερα εντοπίστηκε έργο που προσομοιάζει με εκείνο που εκλάπη το 2012 από την Πινακοθήκη και είχε αναρτηθεί στον κατάλογο κλαπέντων της Ιντερπόλ P.sy.c.he. Τρεις ημέρες αργότερα το υπουργείο Πολιτισμού ενημέρωσε το αρμόδιο γραφείο της Ιντερπόλ ζητώντας τη διεξαγωγή έρευνας, ώστε να συγκεντρωθούν πληροφορίες σχετικά με τις διαστάσεις του σχεδίου αυτού καθ’ εαυτό, καθώς και το ιστορικό απόκτησης του σχεδίου, που παραδίδεται από τον οίκο ως οφείλει σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις.
Γιατί δεν συνεχίστηκε η έρευνα
«Στις 16 Οκτωβρίου 2019 η υπηρεσία μας έλαβε την απάντηση της Ιντερπόλ Ρώμης μαζί με την πραγματογνωμοσύνη του ιστορικού Τέχνης και ερευνητή δρος Alberto Marchesin, ο οποίος κατέληγε στο ότι, δεδομένων των διαφορών στις διαστάσεις και την πλαισίωση των δύο σχεδίων, τα δύο έργα δεν ταυτίζονται και ότι κατόπιν τούτου δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα. Η Εθνική Πινακοθήκη, με έγγραφό της στις 23 Οκτωβρίου 2019 προς τη διεύθυνσή μας, επέμεινε στη διερεύνηση της προέλευσης και του ιστορικού απόκτησης του σχεδίου και θέλησε να πληροφορηθεί εάν ο Ιταλός ιστορικός είδε αυτοπροσώπως το σχέδιο της δημοπρασίας ή φωτογραφία του», αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο.
Την ίδια ημέρα, το υπουργείο Πολιτισμού απέστειλε στην Ιντερπόλ τα νέα ερωτήματα, για να λάβει, δύο μήνες αργότερα, στις 5 Δεκεμβρίου 2019, τη «λακωνική» -όπως χαρακτηρίζει- απάντηση της Ιντερπόλ ότι: «α) δεν υπάρχει σχέση μεταξύ των δύο έργων, β) ο Ιταλός ιστορικός Τέχνης έκανε την τεκμηρίωση από φωτογραφία της ιστοσελίδας του οίκου και γ) δεν υπάρχει δυνατότητα να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα αναφορικά με την προέλευση του αντικειμένου».
Ακολούθησε νέο έγγραφο της Πινακοθήκης προς τη Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών στις 27 Δεκεμβρίου 2019 με το οποίο ζητήθηκε εκ νέου η συμβολή της Ιντερπόλ προκειμένου να αποσταλούν οι ακριβείς διαστάσεις και τα στοιχεία προέλευσης έργου. Οπως αναφέρει το υπουργείο Πολιτισμού «μέχρι τη σύνταξη του παρόντος εγγράφου (σ.σ.: 9 μήνες αργότερα) και παρά τα υπενθυμιστικά μηνύματα της Ιντερπόλ προς τις ιταλικές Αρχές, δεν υπάρχει καμία ενημέρωση για το θέμα».
Η άρνηση των ιταλικών Αρχών να συνεργαστούν οδήγησε το υπουργείο στην αποστολή του συγκεκριμένου εγγράφου προς την Εισαγγελία της Αθήνας προκειμένου να ενεργοποιηθεί η Ευρωπαϊκή Εντολή Ερευνας προς τις αρμόδιες ιταλικές δικαστικές Αρχές, ώστε αυτές να προβούν στην κατάσχεση του σχεδίου όπου κι αν βρίσκεται, στη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης παρουσία Ελληνα εμπειρογνώμονα προκειμένου αφενός να εξακριβωθεί η ταύτιση ή μη του σχεδίου με το κλαπέν από την Εθνική Πινακοθήκη και στην περίπτωση που ταυτιστεί να δρομολογηθεί η επιστροφή του, στον εντοπισμό των προσώπων που το διακίνησαν και στην απόδοση τυχόν ποινικών ευθυνών.
Πώς γλίτωσε το «Τοπίο» του Μοντριάν
Ο κατηγορούμενος για την «κλοπή του αιώνα» ελαιοχρωματιστής είχε επιχειρήσει να κλέψει άλλον έναν πίνακα, το «Τοπίο» του Μοντριάν, αλλά έγινε αντιληπτός από φύλακα και παράτησε την προσπάθειά του στη μέση, αφήνοντας πίσω και έναν χαρτοκόπτη. Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από την κατάθεση της τότε διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα. Στην κατάθεσή της στις 9 Ιανουαρίου του 2012, εξηγεί ότι η έκθεση της Πινακοθήκης είχε ολοκληρωθεί την προηγούμενη νύχτα και τα έργα θα μεταφέρονταν στην αποθήκη, αλλά εκείνο το πρωί ενημερώθηκε ότι άγνωστοι δράστες διέρρηξαν την Πινακοθήκη και απέσπασαν τέσσερα έργα. «Το έργο “Τοπίο” του Μοντριάν βρέθηκε, όπως με ενημέρωσαν, πίσω από τη γυψοσανίδα στο σημείο που διέφυγε ο δράστης», ανέφερε στην κατάθεσή της συμπληρώνοντας ότι «τα αφαιρεθέντα έργα δεν έχουν εκτιμηθεί και δεν είναι ασφαλισμένα, καθώς βάσει νομοθεσίας τα έργα που είναι δημόσια περιουσία δεν ασφαλίζονται για όσο χρονικό διάστημα παραμένουν μέσα στο μουσείο».
Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΣΤΗ
«Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα απέναντι στον Πικάσο…»
Ο 50χρονος κατηγορούμενος, που προφυλακίστηκε και στη συνέχεια βρέθηκε εκτός φυλακής με βραχιολάκι ηλεκτρονικής επιτήρησης, ομολόγησε ότι με κινηματογραφικό τρόπο «αφαίρεσε» από την Εθνική Πινακοθήκη πίνακες του Πικάσο και του Μοντριάν το 2012.
Κατά την εξάωρη απολογία του δήλωσε μετανιωμένος για την πράξη του, υπογραμμίζοντας ότι η μεταμέλειά του είναι ειλικρινής, καθώς έδειξε στους αστυνομικούς το σημείο όπου βρίσκονταν οι πίνακες. «Καθόμουν ώρες στο εσωτερικό παρατηρώντας όχι μόνο τα έργα τέχνης αλλά και τη διαμόρφωση του χώρου, τη συμπεριφορά των φυλάκων, πού υπήρχαν παράθυρα, κάμερες. Επίσης, το ίδιο έκανα και στον περιβάλλοντα χώρο. Επαιρνα καφέ και καθόμουν για ώρες γύρω από την Πινακοθήκη. Δεν θυμάμαι πόσες βραδιές καθόμουν κρυμμένος στα φυτά και παρατηρούσα τους φύλακες. Μπορεί να το είχα κάνει και πάνω από 50 φορές μόνο το τελευταίο εξάμηνο πριν από την κλοπή. Ηξερα ότι είχαν μειωθεί τον τελευταίο καιρό τα μέτρα ασφαλείας λόγω της οικονομικής κρίσης, ήξερα ότι υπήρχε και συναγερμός. Ετσι, αποφάσισα να κάνω την κλοπή. Δεν είχα αποφασίσει ποιο έργο θα έπαιρνα αλλά μόνο ότι ήθελα να πάρω κάποιο», είχε υποστηρίξει σε όλα τα στάδια της προδικασίας.
Τυχαία επιλογή
Η επιλογή της ημέρας ήταν τυχαία, όπως ισχυρίστηκε, αν και ήταν η τελευταία ημέρα της έκθεσης και τα έργα θα οδηγούνταν σε αποθήκη. «Ανέβηκα στο τοιχίο και με τα χέρια μου προσπάθησα να ανοίξω τα φύλλα της μπαλκονόπορτας. Στη δεύτερη ή τρίτη προσπάθεια κατάλαβα ότι οι μπαλκονόπορτες ήταν ανασφάλιστες και θα άνοιγαν αν τραβούσα πιο δυνατά. Μόλις κουνήθηκε λίγο η μπαλκονόπορτα ακούστηκε ένα “μπιπ”, το οποίο κατάλαβα ότι θα καλούσε τον φύλακα. Ηξερα ότι εκείνη την ώρα ήταν μόνο ένας φύλακας. Ετσι, ξαναένωσα τα δύο φύλλα που είχαν ανοίξει περίπου δύο εκατοστά και πήγα στο παράθυρο. Εβγαλα το σφυρί, έσπασα το τζάμι δημιουργώντας μια τρύπα γνωρίζοντας ότι έχω χρόνο να το κάνω, αφού ήξερα πόσο χρόνο χρειάζεται ο φύλακας για να έρθει. Μετά από λίγο άκουσα και τον φύλακα να βαδίζει στο εσωτερικό».
Σαν άλλος… Τόμας Κράουν (από την ομώνυμη ταινία), ο δράστης πήδηξε μάντρες και τοίχους καταφέρνοντας να ξεγελάσει τον φύλακα αλλά και την Αστυνομία που έφτασε αργότερα. «Επέστρεψα 20 λεπτά αργότερα και άνοιξα την μπαλκονόπορτα κάνοντας τον συναγερμό να χτυπήσει. Ο φύλακας επέστρεψε ξανά. Θεώρησα ότι είχε αρχίσει να εκνευρίζεται και έβριζε μόνος του γιατί δεν μπορούσε να βρει τι συμβαίνει. Επανέλαβα την ίδια διαδικασία αρκετές φορές. Ανοιγόκλεινα την μπαλκονόπορτα χωρίς να μπαίνω μέσα. Εμεινα στο σημείο μέχρι τις 4 τα ξημερώματα. Εκείνη τη στιγμή άνοιξα την μπαλκονόπορτα και μπήκα μέσα αφήνοντάς την ανοιχτή».
Με ένα χτύπημα στις γυψοσανίδες κατάφερε να τις ρίξει και να αρπάξει τους πίνακες που έπεσαν από αυτές. «Ημουν σχεδόν σίγουρος ότι ο φύλακας δεν θα έρθει. […] Σηκώθηκα όρθιος και βρέθηκα μπροστά στον πίνακα του Πικάσο. Τον ξεκρέμασα με την κορνίζα που ήταν βαριά, τον άφησα στην άκρη της σκάλας και πήρα άλλον έναν πίνακα του Μοντριάν, ενώ ξεκρέμασα έναν ακόμη», είπε ο κατηγορούμενος.
Ομως, κάποια στιγμή αργότερα, έγινε αντιληπτός από τον φύλακα, που επιχείρησε να τον σταματήσει. «Δεν γύρισα να τον κοιτάξω καθόλου. Σηκώθηκα και χωρίς να πω τίποτα κάνοντας τρία-τέσσερα βήματα χώθηκα στην τρύπα που είχα ανοίξει ανάμεσα στις γυψοσανίδες», περιέγραψε ο κατηγορούμενος, εξηγώντας ότι στη συνέχεια βρήκε καταφύγιο σε μια ξύλινη αποθήκη στο πάρκο, από την οποία πέρασε η Αστυνομία, αλλά δεν άνοιξε την πόρτα!
Ειδήσεις σήμερα
Το αχτύπητο δίδυμο Αρτεμίου-Παππά – Τα ταξίδια στη Βενεζουέλα, η Κύπρος και ο Καλογρίτσας