Η απόφαση αποφυλάκισης, επί της ουσίας, του Δημήτρη Λιγνάδη έριξε την «αυλαία» της δίκης σε πρώτο βαθμό, καθορίζοντας και την αίσθηση που κυριάρχησε στο ακροατήριο, με μέλη του να ξεσπούν σε αποδοκιμασίες μόλις η πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε πως «λύεται η συνεδρίαση».
Νωρίτερα, ο Δ. Λιγνάδης είχε κριθεί ένοχος με ψήφους 4-3 για το βιασμό του δεύτερου μηνυτή, Σ.Σ., που είχε καταγγείλει πως ο σκηνοθέτης του επιτέθηκε σεξουαλικά την ώρα που κοιμόταν, τον Ιούλιο του 2015, στην Επίδαυρο, καθώς και για το βιασμό του τρίτου μηνυτή, Π.Φ. (με ψήφους 5-2), του ανήλικου ουκρανικής καταγωγής που έπεσε θύμα βιασμού, όπως κατήγγειλε, την εποχή που φιλοξενείτο στο σπίτι του σκηνοθέτη, στις αρχές του 2015.
Αντίθετα, ο κατηγορούμενος κρίθηκε αθώος με ψήφους 5-2 για την κατηγορία του βιασμού του πρώτου μηνυτή, Α.Ε., που είχε καταγγείλει πως ο σκηνοθέτης τον νάρκωσε και τον βίασε στο διαμέρισμά του το 2011, όπως επίσης αθώος ομόφωνα κρίθηκε και για την καταγγελία του τέταρτου μηνυτή, Δ.Μ, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο για να υποστηρίξει τα όσα είχε καταγγείλει.
Η απόφαση του δικαστηρίου να δοθεί αναστολή αναμφίβολα μοιάζει οξύμωρη: Το ότι κάποιος καταδικάστηκε σε δύο βιασμούς, αλλά παρ’ όλα αυτά μένει ελεύθερος, φαίνεται πράγματι τουλάχιστον αντίθετη στην κοινή λογική.
Νομικά μιλώντας ωστόσο, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αναφέρει πως «αναστολή στην έφεση δεν δίνεται μόνο όταν κρίνεται αιτιολογημένα ότι οι περιοριστικοί όροι δεν αρκούν και ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή και μόνιμη διαμονή στη χώρα ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή (εάν) κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
Το πώς οι δικαστές θα τεκμηριώσουν το σκεπτικό τους, ώστε να «απαντήσουν» στα προηγούμενα δικαστικά βουλεύματα και τα εισαγγελικά πορίσματα, που έκαναν λόγο για «εγκληματική ροπή», «μεθοδευμένη δράση πολλών ετών» και «συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης ευάλωτων θυμάτων» από πλευράς του κατηγορουμένου, θα φανεί με την έκδοση του σκεπτικού της απόφασης σε μερικούς μήνες.
Πρέπει να λεχθεί, ωστόσο, ότι τέτοια φαινόμενα δεν είναι καθόλου σπάνια σε δικαστικές αποφάσεις (ειδικά αυτές που περιλαμβάνουν ενόρκους), παρόλο που δεν δικαιολογούνται από το γράμμα του νόμου. Οταν, π.χ., εμφιλοχωρήσει αμφιβολία σε μία δικαστική απόφαση και ο κατηγορούμενος καταδικαστεί κατά πλειοψηφία, η εμπειρία δείχνει πως είναι πολύ πιο εύκολο να έχει καλύτερη μεταχείριση στην ποινή που θα του επιβληθεί, καθώς και στο αίτημα αναστολής. Στην πρόσφατη δίκη του πρώην ντράμερ των Πυξ Λαξ, που κατηγορήθηκε για γενετήσιες πράξεις σε βάρος ανήλικης 8 ετών, το δικαστήριο είχε καταδικάσει τον κατηγορούμενο με ψήφους 5-2 και τελικά αποφάσισε επίσης να του δώσει αναστολή ως την έφεση.
Καφετζού στα Μέγαρα: Πώς έφαγαν από ηλικιωμένο 850.000 ευρώ - «Βρέθηκα μπλεγμένος για ένα οικόπεδο»
Αυτή η λογική πιθανώς να κυριάρχησε και στην περίπτωση του Δ. Λιγνάδη, ο οποίος καταδικάστηκε κατά πλειοψηφία και για τους 2 βιασμούς, στη μία μάλιστα περίπτωση εντελώς οριακά με 4-3. Ετσι, ενδεχομένως να κρίθηκε σκόπιμη η «λογική της μέσης οδού», από τη στιγμή που δεν υπήρξε βέβαιη κρίση και των 7 δικαστών (3 τακτικοί και 4 ένορκοι) περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η πρακτική αυτή, αν και δεν προβλέπεται από το νόμο, δεν σπανίζει στα ελληνικά δικαστήρια, προσπαθώντας κατά κάποιο τρόπο να αφήσει όλες τις πλευρές (κατηγορουμένου και μηνυτών) ευχαριστημένες – με τον κίνδυνο, ωστόσο, να αφήσει, τελικά, μεγάλα ερωτηματικά…
Δημήτρης Λιγνάδης: 6 παρατηρήσεις
– Εντυπωσιακό ήταν το ότι, παρά την εξονυχιστική και πολύμηνη διαδικασία, καμία σχεδόν απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου δεν ήταν ομόφωνη, με τις περισσότερες μάλιστα να κρίνονται με οριακή πλειοψηφία 4-3.
– Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε σε ποινή 10 ετών για το βιασμό του Π.Φ. και σε ποινή 5 ετών για το βιασμό του Σ.Σ., η οποία συγχωνεύτηκε σε 12 έτη κατά την επιμέτρηση της ποινής – ο εισαγγελέας είχε ζητήσει πολύ μεγαλύτερες ποινές (συγκεκριμένα 12 έτη για κάθε βιασμό).
– Η περίπτωση του δεύτερου μηνυτή, Σ.Σ., αφορά πράξη βιασμού χωρίς συνουσία, η οποία τιμωρείται με μικρότερη ποινή, για αυτό και υπάρχει αυτή η μεγάλη διάκριση στις δύο περιπτώσεις. Παρ’ όλα αυτά, η ποινή των 5 ετών είναι η μικρότερη δυνατή που προβλέπει ο νόμος για το αδίκημα του βιασμού.
– Οι χαμηλές αυτές ποινές, σχετικά με τη βαρύτητα του αδικήματος του βιασμού, επιβλήθηκαν παρόλο που δεν αναγνωρίστηκε κανένα ελαφρυντικό στον Δ. Λιγνάδη.
– Χαρακτηριστικά παραδείγματα μεγαλύτερων ποινών σε αντίστοιχες υποθέσεις υπάρχουν πολλά: Εκτός του ντράμερ που καταδικάστηκε σε 12 έτη για μία περίπτωση ασέλγειας, πρόσφατα εκδόθηκε η απόφαση για τον καθηγητή ιστιοπλοΐας, στον οποίο υπεβλήθη ποινή 13 ετών χωρίς αναστολή, ενώ απηλλάγη για το αδίκημα του βιασμού και καταδικάστηκε μόνο για κατάχρηση ανηλίκου.
– Η πρόεδρος του δικαστηρίου ψήφισε υπέρ της αθώωσης του κατηγορουμένου για όλες τις κατηγορίες, καθώς και για μικρότερες ποινές σε όλες τις περιπτώσεις.