Ο αριθμός των ανέργων ανήλθε σε 756.424 άτομα, αριθμός που μειώθηκε κατά 1,5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 2,7% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Ωστόσο, περισσότερα από 476.000 άτομα είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Όπως επισημαίνει η ΕΛΣΤΑΤ στην τριμηνιαία έρευνα εργατικού δυναμικού, η επίδραση της πανδημίας στην αγορά εργασίας υποχωρεί κατά το γ’ τρίμηνο 2020 και από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι η απουσία από την εργασία και τα άτομα που δεν εργάζονται αλλά αναζητούσαν εργασία και δήλωσαν ότι δεν είναι άμεσα διαθέσιμα να εργαστούν μειώθηκαν σε σχέση με το β’ τρίμηνο 2020, ενώ οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν. Η εργασία στο σπίτι δεν παρουσιάζει σημαντική μεταβολή σε σχέση με το β’ τρίμηνο, ενώ οι χρηματοπιστωτικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες είναι ο κλάδος που παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό εργασίας από το σπίτι.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε διότι η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (30,7%) είτε διότι απολύθηκαν (22,9%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων (18,4%) εργαζόταν στους κλάδους των ξενοδοχείων και της εστίασης. Σε ό,τι αφορά στο επάγγελμα της προηγούμενης εργασίας τους, το μεγαλύτερο ποσοστό (29%) απασχολούνταν στην παροχή υπηρεσιών ή ως πωλητές. Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 18,6%, ενώ η πλειονότητα των ανέργων (63%) αναζητεί εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι). Το 22,7% των ανέργων αναζητεί εργασία ως μισθωτός μόνο με πλήρη απασχόληση, ενώ το 66,8% αναζητεί εργασία με πλήρη απασχόληση αλλά δήλωσε ότι στην ανάγκη θα δεχόταν και μερική. Το ποσοστό των ανέργων που δηλώνουν ότι δεν είναι εγγεγραμμένοι στον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 17,5%, ενώ το ποσοστό αυτών που δηλώνουν ότι λαμβάνουν επίδομα ή βοήθημα από τον ΟΑΕΔ ανέρχεται σε 17,2%.
Στις γυναίκες το ποσοστό ανεργίας (20%) παραμένει σημαντικό υψηλότερο από εκείνο στους άνδρες (13,1%).
Ηλικιακά, τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στις ομάδες 15- 19 ετών (40%) και 20- 24 ετών (33,4%). Ακολουθούν οι ηλικίες 25- 29 ετών (26,7%), 30- 44 ετών (16%), 45- 64 ετών (12,4%) και 65 ετών και άνω (8,6%).
Σε επίπεδο περιφερειών της χώρας, στις τρεις πρώτες θέσεις βρίσκονται η Δυτική Ελλάδα (22,2%), η Δυτική Μακεδονία (20,7%) και η Ήπειρος (20%). Ακολουθούν, η Στερεά Ελλάδα (19%), η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (18,7%), η Κεντρική Μακεδονία (18,1%), η Θεσσαλία (16,7%), το Βόρειο Αιγαίο (16,4%), η Κρήτη (16%), οι Ιόνιοι Νήσοι (14,5%), η Αττική (14,1%), η Πελοπόννησος (12,7%) και το Νότιο Αιγαίο (9,1%).
Στα άτομα με ελληνική υπηκοότητα το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται σε 15,6% και σε αυτά με ξένη σε 24,8%.
Ο αριθμός των απασχολουμένων ανήλθε σε 3.926.812 άτομα. Το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε κατά 2,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και μειώθηκε κατά 1,1% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους. Σημειώνεται ότι με βάση τις κατευθύνσεις Eurostat, λόγω της πανδημίας, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης εξακολουθούν να θεωρούνται απασχολούμενοι, εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή εάν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (68,6%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,5%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, εμφανίζεται αύξηση για τους μισθωτούς (3,1%) και αύξηση για τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (6,8%). Σε σχέση με το προηγούμενο έτος, παρουσιάζεται αύξηση για τους αυτοαπασχολούμενους με προσωπικό (10,2%) και μείωση στις υπόλοιπες κατηγορίες.
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 8,2%, ενώ το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσωρινή εργασία σε 7,2%. Η μερική απασχόληση εμφανίζεται μειωμένη (9,9%) σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (11%). Η προσωρινή απασχόληση έχει αυξηθεί σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (8,4%) και έχει μειωθεί σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους (26,7%).
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων είναι οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και πωλητές (24%) και οι επαγγελματίες (19,6%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους ειδικευμένους τεχνίτες (6,8%) και η μεγαλύτερη μείωση εμφανίζεται στους χειριστές βιομηχανικών εγκαταστάσεων, μηχανημάτων και εξοπλισμού (7,4%). Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση εμφανίζεται στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (9,2%) και στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (8,7%) και η μεγαλύτερη μείωση στους ανειδίκευτους εργάτες, χειρώνακτες και μικροεπαγγελματίες (12%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (47,9%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40- 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (28,2%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (85,3%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες την εβδομάδα αναφοράς. Το 8,6% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να εργάζεται περισσότερες ώρες, ενώ το 1,6% δηλώνει ότι έχει παραπάνω από μία εργασία και το 1,8% αναζητεί εργασία αν και εργάζεται.
Οι οικονομικά μη ενεργοί (τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία) ανήλθαν σε 4.394.091 άτομα ενώ ειδικότερα οι οικονομικά μη ενεργοί κάτω των 75 ετών ανήλθαν σε 3.210.357 άτομα. Το ποσοστό των μη ενεργών μειώθηκε κατά 2,4% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και αυξήθηκε κατά 0,8% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Η πλειονότητα των μη ενεργών ηλικίας 15- 74 ετών είτε δεν έχουν εργαστεί ποτέ στο παρελθόν (46,7%) είτε έχουν περάσει περισσότερα από 8 έτη από τότε που σταμάτησαν την τελευταία τους εργασία (30,1%). Από τα άτομα που εργάστηκαν μέσα στα τελευταία 8 έτη, το μεγαλύτερο ποσοστό σταμάτησε να εργάζεται επειδή συνταξιοδοτήθηκε (57,6%) ή επειδή η εργασία του ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (12%). Οι βασικοί λόγοι που δεν αναζητούν εργασία οι μη ενεργοί, είναι το ότι βρίσκονται σε σύνταξη (36,3%) ή εκπαιδεύονται (24%). Το 0,5% των μη ενεργών αναζητεί εργασία, αλλά δεν είναι άμεσα διαθέσιμο να την αναλάβει και το 1,7% δεν αναζητεί εργασία επειδή πιστεύει ότι δεν θα βρει ή δεν γνωρίζει πού να απευθυνθε.