Να σημειώσουμε ότι ο φορολογούμενος, που ζητούσε την αναίρεση απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, είναι φυσικό πρόσωπο, μη επιτηδευματίας και για το οικονομικό έτος 2010 (χρήση 2009) υπέβαλε στη ΔΟΥ δήλωση φορολογίας εισοδήματος, με την οποία δήλωσε φορολογητέο εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτων 3.486 ευρώ, ενώ για το οικονομικό έτος 2011 (χρήση 2010) δεν υπέβαλε δήλωση.
Το 2014 του γνωστοποιήθηκε από το ΚΕΦΟΜΕΠ ότι είχε επιλεγεί για μερικό φορολογικό έλεγχο για τις χρήσεις 2009, 2010 και 2011, επειδή στις χρήσεις 2009 και 2010 είχε αποστείλει εμβάσματα στο εξωτερικό, συνολικού ποσού 2.821.000 ευρώ. Σύμφωνα με τον φορολογούμενο, τα ποσά των εμβασμάτων προήλθαν από πώληση, το έτος 2007, ακινήτου ιδιοκτησίας της μητέρας του και είναι συνδικαιούχος στο λογαριασμό της τράπεζας από τον οποίο προήλθαν τα εμβάσματα μαζί με τη μητέρα του και τον αδελφό του και ότι τα εμβάσματα αυτά μεταφέρθηκαν επίσης σε κοινό λογαριασμό σε τράπεζες του εξωτερικού.
Ακολούθησε έλεγχος, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «δεν προσκομίστηκαν κατά τη διάρκεια του ελέγχου: α) αποδεικτικά στοιχεία που να προκύπτει η τροφοδοσία του κοινού λογαριασμού και β) στοιχεία ότι στους αποδέκτες λογαριασμούς είναι συνδικαιούχος με τη μητέρα του και τον αδελφό του και δεν προκύπτει ότι τα εν λόγω χρηματικά ποσά που εμβάσθηκαν ανήκουν και στους άλλους δύο συνδικαιούχους». Ετσι, θεωρήθηκε ότι η περιουσία του φορολογούμενου προσαυξήθηκε, από άγνωστη αιτία, κατά τα ποσά των εμβασμάτων που απεστάλησαν στο εξωτερικό και με το σκεπτικό ότι η προσαύξηση της περιουσίας του είχε ως αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση της φορολογικής του οφειλής για τις εν λόγω χρήσεις.
Τελικά, το ΣτΕ με τη 1897/2016 απόφασή του αναίρεσε μερικά την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών και παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο Εφετείο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου