Ξεκάθαρο μήνυμα προειδοποίησης για τις εξελίξεις με το ασφαλιστικό δίνουν τα επιμελητήρια και οι κλάδοι προς τους βουλευτές.
Συγκεκριμένα ο Ιατρικός Σύλλογος, το ΤΕΕ και η ΕΣΗΕΑ, έδωσαν τη δική τους προειδοποίηση μέσω επιστολών και δηλώσεων απειλώντας τους βουλευτές με διαγραφές.
ΤΕΕ
Το ΤΕΕ ζητά την απόσυρση του νομοσχεδίου και προειδοποιεί ότι οι βουλευτές μηχανικοί θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τον σχετικό Κώδικα Δεοντολογίας. Μέλη του δεν είναι μόνο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, αλλά και οι Αλέκος Φλαμπουράρης, Χρήστος Σπίρτζης, Θεανώ Φωτίου και ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης. Η ανακοίνωση του έχει ως εξής.
«Σε σημερινή έκτακτη συνεδρίαση για το ασφαλιστικό και φορολογικό νομοσχέδιο, η Διοικούσα Επιτροπή του ΤΕΕ τονίζει ότι:
• Είναι ένα νομοσχέδιο αντισυνταγματικό και κοινωνικά ανάλγητο
• Γίνεται κλοπή των αποθεματικών του ταμείου των Μηχανικών
• Εχει γίνει μεθόδευση της Κυβέρνησης ακόμη και στη διαδικασία ψήφισης
• Δεν έχει πραγματοποιηθεί κανένας πραγματικός και ουσιαστικός κοινωνικός διάλογος
• Δεν έχει γίνει δεκτό κανένα αίτημα, κανενός συλλογικού φορέα. Οι όποιες αλλαγές είναι μόνο προς το δυσμενέστερο – και μάλιστα με τροπολογίες της τελευταίας στιγμής
• Η κοινωνία δεν θα υπακούσει στην εφαρμογή ενός τέτοιου νόμου, γιατί δεν μπορεί. Ένας τέτοιος νόμος θα ανατραπεί στην πράξη.
Η ΔΕ ΤΕΕ ζητά τη διακοπή της διαδικασίας ψήφισης και την απόσυρση του νομοσχεδίου.
Το ΤΕΕ θα προβάλει στην ιστοσελίδα του και με όλα τα μέσα που διαθέτει τους συναδέλφους βουλευτές οι οποίο θα ψηφίσουν αυτό το νομοσχέδιο, ονομαστικά και με τη φωτογραφία τους, ώστε όλοι να τους θυμούνται.
Οι βουλευτές μηχανικοί θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τους τον Κώδικα Δεοντολογίας των Μηχανικών. Η μη εφαρμογή του συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα».
ΕΣΗΕΑ
Η ανοιχτή επιστολή της Ένωσης Συντακτών, καλεί τους βουλευτές να μην συναινέσουν με την ψήφο τους. Η επιστολή αναλυτικά αναφέρει.
«Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Το Σχέδιο Νόμου για το ασφαλιστικό, που έχει, ήδη, κατατεθεί στη Βουλή προκειμένου να ψηφιστεί την Κυριακή, επιφέρει τελειωτικό χτύπημα στη Δημόσια Κοινωνική Ασφάλιση της χώρας.
Ήδη, έχει κριθεί αντισυνταγματικό από το Ελεγκτικό Συνέδριο και κατά κοινή ομολογία δημιουργεί ένα θνησιγενή ενιαίο φορέα.
Καταργεί, όμως, με διαδικασίες fast track το δημοσιογραφικό επάγγελμα, την ελεύθερη ενημέρωση και βάζει λουκέτο στα δημοσιογραφικά Ταμεία και τις Ενώσεις Συντακτών.
Είναι τόσο προφανής η επιδίωξη της νομοθετικής αυτής πρωτοβουλίας, ώστε με το άρθρο 38, παρ. 9, το οποίο προσετέθη σκοπίμως την τελευταία στιγμή στο κείμενο του νομοσχεδίου, καταργείται με ρητή διάταξη όλη η Νομοθεσία από το 1941 μέχρι σήμερα, που αφορά το αγγελιόσημο.
Πρόκειται για τον κοινωνικό πόρο, εγγύηση της ελευθερίας της έκφρασης, που υποκαθιστά χρόνια τώρα την οιονεί εργοδοτική εισφορά όπως και τη συμμετοχή του κράτους στην κοινωνική ασφάλιση, αλλά και τα Tαμεία ανεργίας και αλληλοβοηθείας των εργαζομένων στα ΜΜΕ.
Είναι τόσο προκλητική η εν ψυχρώ εκτέλεση την ενημέρωσης και του διακριτού ρόλου που οφείλουν να υπηρετούν οι δημοσιογράφοι, αφού σε αντίθεση με όλα τα άλλα άρθρα του νομοσχεδίου, που εφαρμόζονται από την 1.1.2017, αυτό, το συγκεκριμένο άρθρο, ισχύει από της δημοσιεύσεως (δηλαδή αμέσως μετά την ψήφισή του).
Με τον τρόπο αυτό, οι δημοσιογράφοι άνεργοι, απλήρωτοι, όσοι ακόμη εργάζονται και οι συνταξιούχοι μαζί, σκοπίμως και εκδικητικά μένουν από την ψήφιση του νομοσχεδίου χωρίς ασπιρίνη, δίχως περίθαλψη επειδή επιμένουν να διαφωνούν με τις ανάλγητες πρακτικές σε βάρος της κοινωνίας και της ενημέρωσης.
Ταυτόχρονα, όμως, με την ενσωμάτωση του ΕΤΑΠ-ΜΜΕ στον ΕΦΚΑ καταργούνται οι ΣΣΕ, η μισθωτή εργασία και όλες οι καταστατικές διατάξεις των Ταμείων μας, που εναρμονισμένες με τα καταστατικά των Ενώσεων Συντακτών, διασφαλίζουν τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία στην κατεύθυνση τη συνταγματικής επιταγής.
Έτσι, οι συντάκτες μεταβάλλονται υποχρεωτικά σε εμπόρους ή πλασιέ ειδήσεων, ώστε να εξυπηρετηθεί ο στόχος της απόλυτης χειραγώγησης της κοινής γνώμης από εργοδοτικά και πολιτικά κέντρα στο νέο τοπίο που διαμορφώνεται στην ενημέρωση.
Η μόνη σωστή επιλογή δεν μπορεί να είναι άλλη από την απόσυρση του εκτρώματος Κατρούγκαλου-Πετρόπουλου και των άρθρων που αφορούν την κατάργηση των δημοσιογραφικών Ταμείων, του συνδικαλιστικού δικαιώματος και των Ενώσεων Συντακτών.
Η ψήφιση αυτού του σχεδίου νόμου αποτελεί “αιτία πολέμου” με την Κυβέρνηση.
Το γνωρίζετε. Σας έχουμε ενημερώσει. Ουδείς μπορεί να προφασισθεί άγνοια.
Θεωρούμε ότι την ύστατη αυτή στιγμή θα συναισθανθείτε κι εσείς το έγκλημα εκ προμελέτης που συντελείται σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας και, βεβαίως, κατά της ενημέρωσης και κατά των δημοσιογράφων.
Έχετε, λοιπόν, υποχρέωση να μη συναινέσετε με την ψήφο σας. Όλοι κρινόμαστε».
Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών
Με τη σειρά του και ο Ιατρικός Σύλλογος, καλεί τους βουλευτές-γιατρούς να καταψηφίσουν το ασφαλιστικό νομοσχέδιο.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών με προγενέστερες ατομικές επιστολές έχει καλέσει τους βουλευτές ιατρούς μέλη του, αλλά και όλους τους βουλευτές που αντιπροσωπεύουν τον υγειονομικό κλάδο, να αναλογιστούν τις ιστορικές ευθύνες τους και να μην ψηφίσουν το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Το νομοσχέδιο αυτό είναι κοινωνικά ανάλγητο και εισήχθη προς ψήφιση με ιδιαίτερη σπουδή χωρίς κανένα ουσιαστικό κοινωνικό διάλογο. Επιβαρύνει όλους τους Έλληνες, ιδιαίτερα τους πιο αδύναμους και τη μεσαία τάξη, κηρύττει τον πόλεμο στους νέους, μειώνει τις υφιστάμενες συντάξεις καταργώντας ακόμα και τον κλάδο των μονοσυνταξιούχων, ενώ ταυτόχρονα μειώνει δραστικά τις συντάξεις αναπηρίας.
Κάνουμε μία ύστατη έκκληση στους συναδέλφους μας ιατρούς και γενικότερα στους υγειονομικούς βουλευτές, να αναλάβουν τις ευθύνες που εκπηγάζουν από το λειτούργημα μας, και τους ζητάμε να αναλογιστούν την προσωπική ιστορική ευθύνη που έχουν, καλώντας τους να καταψηφίσουν αυτό το νομοσχέδιο, το οποίο πάσχει στη φιλοσοφία και τον πυρήνα του. Τώρα είναι η σειρά των βουλευτών να πάρουν τις αποφάσεις τους. Στο αμέσως επόμενο Διοικητικό Συμβούλιο θα εξεταστεί το ερώτημα της παραπομπής στο πειθαρχικό συμβούλιο εκείνων που θα ψηφίσουν θετικά. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν πειθαρχικό παράπτωμα δεν αποτελεί μόνο κάθε παράβαση των καθηκόντων και υποχρεώσεων των γιατρών, αλλά και διαγωγή αναξιοπρεπής ή ασυμβίβαστη προς το λειτούργημα του γιατρού».