Από τις 5.30 το απόγευμα ήταν «καρφωμένος» στη Λεωφόρο Μαραθώνος σε ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα.
Ήταν η ώρα που η φωτιά, η οποία είχε ξεκινήσει από το Νταού Πεντέλης, κατέβαινε ορμητικά με κατεύθυνση βόρεια και ανατολικά.
Ήταν η στιγμή που όλη η κρατική μηχανή πιάστηκε ασυντόνιστη και -δυστυχώς για τα δεκάδες θύματα της τραγωδίας- «κοιμώμενη». Και όμως, όλοι γνώριζαν από την Κυριακή ότι έρχονταν καιρικές συνθήκες που ευνοούσαν τις πυρκαγιές. Η Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία είχε δώσει για την περιοχή σήμα για ισχυρούς ανέμους, ενώ η περιοχή της Αττικής είχε χρωματιστεί με βαθύ κόκκινο στο χάρτη επικινδυνότητας για εκδήλωση φωτιάς.
Η πυρκαγιά που ξέσπασε στις 12 το μεσημέρι στην Κινέτα έστρεψε όλες τις πυροσβεστικές δυνάμεις προς τα Γεράνεια όρη. Εκεί οι τοπικές αρχές έδωσαν αμέσως σήμα εκκένωσης των περιοχών και οι κάτοικοι κατέφυγαν γρήγορα προς τη θάλασσα χωρίς να υπάρχει κανένα απολύτως θύμα. Οι δυνάμεις επιχειρούσαν για την κατάσβεση της φωτιάς, όταν γύρω στις 5 το απόγευμα ο εγγονός του δημάρχου Πεντέλης Δ. Στεργίου ειδοποίησε τον παππού του για φωτιά στα 50 μέτρα από το σπίτι του στο Νταού Πεντέλης. Ο κ. Στεργίου, με μεγάλη εμπειρία στην αντιμετώπιση πυρκαγιών, ειδοποιεί αμέσως τις αρχές και αρχίζουν οι επιχειρήσεις.
Μόνο που ο συντονισμός σε κεντρικό επίπεδο είναι ανύπαρκτος. Ενώ οι άνεμοι είναι ισχυροί δυτικοί, μία «χαρακιά» στο χάρτη επιχειρήσεων θα ήταν αρκετή ώστε να καταλάβουν οι αρχές ότι η φωτιά κατευθύνεται προς Μάτι και Κόκκινο Λιμανάκι.
Ομως, το ενδιαφέρον παρέμενε στην Κινέτα, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η φωτιά θα σταματούσε στην «αντιπυρική ζώνη» της Λεωφόρου Μαραθώνος. Δυστυχώς, δεν έγινε αυτό. Οι φλόγες γύρω στις 6 το απόγευμα πέρασαν τη Μαραθώνος και μπήκαν σε κατοικημένη περιοχή, προκαλώντας τον τρόμο στους ανυποψίαστους για τον επερχόμενο όλεθρο κατοίκους και παραθεριστές. Μέσα σε λιγότερο από μιάμιση ώρα η πυρκαγιά κατέκαψε τα πάντα στο πέρασμά της χωρίς να τεθεί σε εφαρμογή σχέδιο εκκένωσης. Κανείς από τους κατοίκους δεν ειδοποιήθηκε από κανέναν. Δεν υπήρξαν σχέδιο, συντονισμός και πράξη από το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, την Περιφέρεια, τους δήμους και την Πυροσβεστική.
Οι δρόμοι ήταν μπλοκαρισμένοι, ο Ανδρέας Α. ήταν ακόμη μπλοκαρισμένος στα όρια της Ραφήνας, βλέποντας τις φλόγες να φτάνουν στην παραλία. Επικοινωνούσε με το κινητό με τα παιδιά του. Ο 14χρονος Βασίλης είχε την ιδέα να κατέβουν στη θάλασσα. Η γιαγιά βρέθηκε στην ακτή αγκαλιά με τη μικρή Κάτια. Εκεί ήταν μέχρι τις 10 το βράδυ, όταν πέρασε βάρκα του Λιμενικού και τους περισυνέλεξε για να τους οδηγήσει στο λιμάνι της Ραφήνας.
Η οικογένεια του Ανδρέα ήταν τυχερή. Ομως, δεκάδες κάτοικοι και παραθεριστές παγιδεύτηκαν από τις δυνάμεις της φωτιάς και από την έλλειψη συντονισμού των αρχών που δεν έδωσαν ποτέ σήμα εκκένωσης των φλεγόμενων περιοχών.
Εξι μέρες μετά ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας δεν έχει βρει ακόμη επιχειρησιακό λάθος, κανείς δεν έχει ζητήσει συγγνώμη, κανείς δεν έχει παραιτηθεί…
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]