Η τουρκική κυβέρνηση βλέπει επίσης την τρομοκρατική ενέργεια της 7ης Οκτωβρίου και τα επακόλουθά της ως μια κρίσιμη συγκυρία για τη Μέση Ανατολή. Τις ώρες μετά την επίθεση, η Αγκυρα ήταν επιφυλακτική με την κυβέρνηση να καταδικάζει την απώλεια ζωών (αμάχων), αν και χωρίς να κατονομάσει ρητά τη Χαμάς, ενώ κάλεσε και τις δύο πλευρές σε αυτοσυγκράτηση. Εκτοτε, λαμβάνει ολοένα και περισσότερο κριτική στάση απέναντι στην πολιτική του Ισραήλ για τη Γάζα. Σε αντίθεση με τους δυτικούς συμμάχους της, η Αγκυρα δεν θεωρεί τη Χαμάς τρομοκρατική οργάνωση. Το 2018, ο Ερντογάν την περιέγραψε ως μέρος της παλαιστινιακής αντίστασης που υπερασπίζεται «την παλαιστινιακή πατρίδα ενάντια σε μια δύναμη κατοχής». Η αλλαγή στη ρητορική της Αγκυρας καθοδηγείται από τη λογική της υποστήριξης της ηγεσίας του κυβερνώντος κόμματος (AKP) για την παλαιστινιακή υπόθεση, την αντίθεσή της σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και την πεποίθησή της ότι η σύγκρουση θα επαναφέρει τις Ηνωμένες Πολιτείες στην περιοχή.
Ταυτόχρονα, η θέση της Αγκυρας είναι επίσης απόδειξη για τα τρωτά σημεία της τουρκικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή. Καθηλωμένη ανάμεσα στις ηγεμονικές φιλοδοξίες και τις προσπάθειες προσέγγισης για να σπάσει την απομόνωση και να επιδιορθώσει την οικονομία της, η Αγκυρα δεν έχει επιρροή ούτε στο Ισραήλ ούτε και στη Χαμάς, αν και ήταν η πρώτη πλειοψηφούσα μουσουλμανική χώρα που αναγνώρισε το Ισραήλ το 1949 και από τις πρώτες που αναγνώρισε τη διακήρυξη του κράτους της Παλαιστίνης. Παρά τις στενές οικονομικές, διπλωματικές και αμυντικές σχέσεις της με το Ισραήλ, οι στιγμές σύγκρουσης δεν έλειψαν, ακόμη και πριν από την άνοδο του AKP στην εξουσία. Το AKP είναι προϊόν του Κινήματος Ισλαμιστικών Εθνικιστικών Προοπτικών της Τουρκίας, το οποίο βλέπει με πάθος την Παλαιστίνη ως ένα κρίσιμο κεφάλαιο στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Η διασφάλιση των δικαιωμάτων της Παλαιστίνης και των Παλαιστινίων αποτελεί για το AKP μέρος της προσπάθειάς του να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των μουσουλμάνων παγκοσμίως.
Η Τουρκία έχει παραχωρήσει ασφαλές καταφύγιο σε πολλούς ισλαμιστές εξόριστους και έχει υποστηρίξει γενναιόδωρα τις οργανώσεις τους που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Σε περιόδους εσωτερικής διαμάχης, όπως η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 ή το αμφιλεγόμενο συνταγματικό δημοψήφισμα το 2017, το AKP με τη σειρά του καλωσόρισε την υποστήριξη των σουνιτών ισλαμιστών στον Ερντογάν. Ωστόσο, η ιδεολογία δεν είναι ο μόνος λόγος για τη συμπάθεια των σουνιτών ισλαμιστών προς τον Ερντογάν (και την Τουρκία). Τα συμφέροντα έχουν επίσης σημασία. Η Τουρκία θεωρούνταν συχνά ως εξισωτική δύναμη με τους Αραβες απολυταρχικούς της Αιγύπτου, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, που βλέπουν το πολιτικό Ισλάμ ως απειλή για την επιβίωσή τους.
Η πρόσφατη αλλαγή πολιτικής της Τουρκίας κατέστη αναγκαία από ένα συνδυασμό παραγόντων, όπως τα οικονομικά δεινά της Αγκυρας, η εκλογή του Μπάιντεν, η γεωπολιτική αναδιάταξη στην περιοχή μετά τις Συμφωνίες του Αβραάμ, η προσέγγιση της συριακής κυβέρνησης με τις περιφερειακές κυβερνήσεις και η αποκατάσταση των δεσμών μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ με το Κατάρ. Η Αγκυρα είχε επίσης επιφυλαχθεί για την εντεινόμενη συνεργασία μεταξύ της Ελλάδας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, του Ισραήλ και των αραβικών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως μέρος αυτής της αλλαγής πολιτικής, η Αγκυρα ήταν πιο προσεκτική και απομακρύνθηκε από τους Αραβες ισλαμιστές για να βοηθήσει στην αποκατάσταση των σχέσεών της με περιφερειακούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ. Η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε από τα ΜΜΕ που συνδέονται με τους αδελφούς μουσουλμάνους να μετριάσουν την κριτική τους. Ενα από τα δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια που λειτουργούν στην Κωνσταντινούπολη, το Mekameleen, ανακοίνωσε το 2022 το τέλος της λειτουργίας εκπομπής του και το κλείσιμο των οκτώ στούντιό του.
Πίσω από τις θέσεις της Αγκυρας κρύβεται επίσης η σθεναρή αντίθεση της Τουρκίας σε μια παγκόσμια τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Οι κυβερνώσες ελίτ της Τουρκίας πιστεύουν ότι η Δύση στερείται στρατηγικής σκέψης και αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο σε διάφορα ζητήματα όπως οι σχέσεις με την Κίνα, η μετανάστευση, η τρομοκρατία και η μετατόπιση της οικονομικής βαρύτητας από τη Δύση στον Ειρηνικό. Ανεξάρτητα από την ιδεολογική τους σχέση, οι περισσότεροι Τούρκοι πολιτικοί παράγοντες τείνουν να βλέπουν την πρόσφατη σύγκρουση στη Γάζα ως μια σύγκρουση μεταξύ της λεγόμενης Δύσης (με επικεφαλής τις Ηνωμένες Πολιτείες) και της Ανατολής. Μετά την αμφισβητούμενη επίθεση στο νοσοκομείο Αl-Ahli στην Πόλη της Γάζας, υπήρξαν εκκλήσεις από την κυβέρνηση να συμμαχήσει με χώρες του Παγκόσμιου Νότου για να «σταματήσει τη συμμαχία ΗΠΑ-Ισραήλ».
Δεδομένης της απουσίας ισχυρών μέσων αποτροπής και επιρροής, της κατάστασης της τουρκικής οικονομίας και του πολιτικού κόστους που επιβαρύνει την Αγκυρα την τελευταία δεκαετία, η εμπλοκή της περιορίζεται σε ρητορικές κατακραυγές.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΙ
Συνολικά, οι αντιδράσεις της Αγκυρας στη βάναυση επίθεση της Χαμάς σε Ισραηλινούς αμάχους, τα μεγάλης κλίμακας αντίποινα του Ισραήλ που προκάλεσαν μαζικές καταστροφές και απώλειες ζωών στη Γάζα και η απερίφραστη και άνευ όρων υποστήριξη της Αμερικής στην ισραηλινή πολιτική υπογραμμίζουν τους περιορισμούς της Τουρκίας. Μετά από δύο δεκαετίες πολιτικής για την επέκταση του ρόλου της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, η Αγκυρα είναι ουσιαστικά ένας περιθωριακός παράγοντας. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην ευθραυστότητα των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ, τη Χαμάς και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η θέση της Τουρκίας διαφέρει επίσης από τη θέση της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, τα οποία είναι προσεκτικά στην ανοιχτή καταδίκη της βίας της Χαμάς και ταυτόχρονα επικρίνουν τα δυσανάλογα αντίποινα του Ισραήλ και τη θέση των δυτικών χωρών.