Γράφει ο ADRIANO BOSONI (Διευθυντής Αναλύσεων του Stratfor)
Αρχικά, οι επικριτές της διεύρυνσης υποστηρίζουν ότι τα διαφορετικά εθνικά συμφέροντα και οι προτεραιότητες των 27 κρατών-μελών καθιστούν ήδη τη λήψη αποφάσεων εξαιρετικά περίπλοκη και ότι η προσθήκη νέων κρατών-μελών απλώς θα δυσχεράνει την εν λόγω διαδικασία.
Οι αποφάσεις για ζητήματα όπως η έγκριση του πολυετούς προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ενωσης απαιτούν μήνες διαπραγματεύσεων μεταξύ των κρατών-μελών, ενώ η έγκριση των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου διαρκεί χρόνια.
Επιπλέον, η επιβολή κυρώσεων σε τρίτες χώρες και η έγκριση νέων φόρων απαιτούν ομοφωνία, γεγονός που επιτρέπει σε μεμονωμένα κράτη-μέλη να χρησιμοποιούν το δικαίωμα βέτο για να επιτύχουν παραχωρήσεις σε άλλα θέματα. Ως αποτέλεσμα, πολλές φωνές της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, υποστηρίζουν ότι το μπλοκ θα είναι έτοιμο να δεχτεί νέα μέλη μόνο όταν εξορθολογήσει τη διαδικασία λήψης αποφάσεων (μεταξύ άλλων με τη μεταρρύθμιση των μηχανισμών ψηφοφορίας) και απλοποιήσει τους θεσμούς του. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι απίθανο να προβεί σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις στο ορατό μέλλον, ακριβώς επειδή η μεταρρύθμιση των θεσμών και των μηχανισμών λήψης αποφάσεων της Ενωσης θα ήταν μια πολύ περίπλοκη και χρονοβόρα διαδικασία.
Ο Τραμπ επέλεξε την Τάλσι Γκάμπαρντ για διευθύντρια της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών
ΣΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, υπάρχει το θέμα των χρημάτων. Ολες οι υποψήφιες χώρες έχουν χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από τα σημερινά κράτη-μέλη, πράγμα που σημαίνει ότι αν ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ενωση θα γίνουν αποδέκτες των ευρωπαϊκών γεωργικών επιδοτήσεων, των αναπτυξιακών κονδυλίων και άλλων μορφών οικονομικής βοήθειας. Αυτό σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. θα πρέπει να αυξηθεί για την παροχή πρόσθετης βοήθειας στα νέα κράτη-μέλη, κάτι το οποίο θα αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις από τους συνεισφέροντες στο σύστημα, οι περισσότεροι από τους οποίους βρίσκονται στη Βόρεια Ευρώπη. (Σύμφωνα με εσωτερική έκθεση της Ε.Ε., ένα μπλοκ με 35 μέλη θα χρειαζόταν έναν προϋπολογισμό τουλάχιστον 21% μεγαλύτερο από τον σημερινό, πράγμα που σημαίνει επιπλέον 257 δισεκατομμύρια ευρώ για έναν επταετή προϋπολογισμό.)
Αυτή η εκτροπή των κονδυλίων της Ε.Ε. σημαίνει, επίσης, ότι οι σημερινοί δικαιούχοι της οικονομικής βοήθειας της Ε.Ε., όπως η Πολωνία ή η Ρουμανία, θα χάσουν μέρος της. Κάτι τέτοιο φέρνει την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη σε δίλημμα, καθώς οι περισσότερες χώρες της περιοχής ναι μεν υποστηρίζουν τη διεύρυνση για λόγους ασφαλείας, αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις τις κάνουν διστακτικές. Η απόφαση της Πολωνίας τον Σεπτέμβριο να κλείσει τα σύνορά της στα φθηνότερα ουκρανικά γεωργικά προϊόντα για να προστατεύσει τους Πολωνούς αγρότες έδειξε τον βαθμό στον οποίο τα πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μεμονωμένων κρατών-μελών μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο έναν κοινό στρατηγικό στόχο, όπως η στήριξη της Ουκρανίας.
ΕΠΙΠΛΕΟΝ, ορισμένες χώρες της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης αντιμετωπίζουν με σκεπτικισμό τις δημοκρατικές αξίες και τη θεσμική διαφάνεια των υποψήφιων χωρών. Η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Σερβία και οι άλλες υποψήφιες χώρες εξακολουθούν να παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα διαφθοράς, θεσμική αδιαφάνεια και ανεπαρκείς μεταρρυθμίσεις της αγοράς που περιπλέκουν τις φιλοδοξίες τους για ένταξη. Επίσης, δημοκρατική οπισθοδρόμηση παρατηρείται σε ορισμένα από τα νεότερα μέλη της Ε.Ε., όπως η Πολωνία και η Ουγγαρία, όπου, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ενωση, το κράτος δικαίου έχει αποδυναμωθεί, ενώ η ελευθερία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και τα δικαιώματα των σεξουαλικών μειονοτήτων έχουν υπονομευθεί. Οι εξελίξεις αυτές παρέχουν την επιχειρηματολογία στους επικριτές της διεύρυνσης, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι υποψήφιες χώρες απέχουν πολύ από το να ευθυγραμμίσουν τους θεσμούς και τις αξίες τους με εκείνες του μπλοκ, ακόμη και όταν τυπικά πληρούν τα κριτήρια εισδοχής.
ΣΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, τα όλο και πιο δημοφιλή εθνικιστικά και δεξιά πολιτικά κόμματα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση αντιτίθενται να ανοίξουν οι πόρτες της Ενωσης για μετανάστες από τα νέα (και φτωχότερα) υποψήφια κράτη. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, η ένταξη χωρών, όπως η Πολωνία και η Ρουμανία, οδήγησε σε σημαντική αύξηση της μετανάστευσης από τις χώρες αυτές προς τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα πολλά σημεία του δημοψηφίσματος για το Brexit το 2016, καθώς εθνικιστές Βρετανοί πολιτικοί υποστήριξαν ότι η συμμετοχή στην Ε.Ε. εξέθεσε το Ηνωμένο Βασίλειο σε ανεξέλεγκτη μετανάστευση από φτωχότερα κράτη-μέλη. Από όλες τις υποψήφιες χώρες, η Τουρκία είναι ίσως η πιο προβληματική από αυτήν την άποψη, καθώς ο τεράστιος πληθυσμός της, περίπου 85 εκατομμύρια, θα την καθιστούσε την πολυπληθέστερη χώρα του μπλοκ. Η Ουκρανία, με πληθυσμό προ του πολέμου περίπου 40 εκατομμύρια, αντιμετωπίζει παρόμοιες προκλήσεις. Και ακόμη και αν οι υποψήφιες χώρες των Δυτικών Βαλκανίων είναι σημαντικά μικρότερες, ο συνολικός πληθυσμός τους είναι περίπου 18 εκατομμύρια, πράγμα που σημαίνει ότι οι εθνικιστές πολιτικοί της Ε.Ε. θα είναι, επίσης, επιφυλακτικοί απέναντι στην ένταξή τους.
ΤΕΛΟΣ, ορισμένα από τα υποψήφια κράτη-μέλη της Ε.Ε. έχουν άλυτα εδαφικά ζητήματα που θα μειώσουν τις πιθανότητες ένταξής τους. Το πιο προφανές παράδειγμα είναι η Ουκρανία, η οποία δεν θα ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Ακόμη και μετά το ενδεχόμενο τέλος του πολέμου, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα παραμείνουν άλυτες εδαφικές διαφορές με τη Ρωσία που θα περιπλέξουν την ένταξη του Κιέβου στην Ε.Ε. Η Μολδαβία βρίσκεται σε παρόμοια θέση, καθώς μέρος του εδάφους της ανήκει σε μια φιλορωσική αποσχισθείσα Δημοκρατία, όπως και η Σερβία, όπου οι ανεπίλυτες διαφορές με το Κοσσυφοπέδιο καθυστερούν εδώ και χρόνια τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις του Βελιγραδίου με τις Βρυξέλλες. Ακόμη και η Γεωργία, η οποία δεν είναι επίσημα υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε. αλλά έχει δείξει ενδιαφέρον, έχει μέρος της επικράτειάς της υπό ρωσικό έλεγχο. Πολλοί στην Ευρωπαϊκή Ενωση υποστηρίζουν ότι ήταν λάθος να γίνει δεκτή η Κύπρος το 2004, λόγω του άλυτου προβλήματος του βόρειου τμήματός της (η οποία κυβερνάται από μια φιλοτουρκική Δημοκρατία που το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας δεν αναγνωρίζει), οπότε το μπλοκ είναι απίθανο να δεχθεί νέα κράτη-μέλη που δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο του εδάφους που διεκδικούν.