Είναι συμβατά τα στρατιωτικά τους δόγματα; Αυτά είναι κομβικά ερωτήματα για όλες τις συμμαχίες. Οταν τα κράτη σχηματίζουν μια συμμαχία, πολλές φορές η τελική συνθήκη είναι συνήθως ελλιπής ή μέτρια σε λεπτομέρειες σχετικά με τον πολεμικό σχεδιασμό. Αλλά οι συζητήσεις για πτυχές των πολεμικών σχεδίων συχνά καταναλώνουν αρκετό χρόνο και ενέργεια κατά τη διάρκεια τέτοιων διαπραγματεύσεων. Πράγματι, οι τυχόν ατέλειες ή διαφωνίες για αυτά τα ζητήματα μπορούν τελικά να υπονομεύσουν το σχηματισμό μιας υπολογίσιμης συμμαχίας.
ΝΑΤΟ: Σοβιετική Ενωση-Ηνωμένο Βασίλειο
Αν ένα κράτος δεν θεωρεί ή και εκτιμά την πιθανή συμμαχία ως επαρκή για την επίτευξη των στόχων ασφαλείας του, μπορεί να κοιτάξει αλλού, σε άλλες εναλλακτικές. Αυτό συνέβη με το πιο διαβόητο και χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αύγουστο του 1939. Η τότε Σοβιετική Ενωση, απογοητευμένη από την αδυναμία να συμφωνήσει με το Ηνωμένο Βασίλειο για τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης μιας πιθανής γερμανικής/ναζιστικής επίθεσης, εγκατέλειψε τις αγγλο-γαλλο-σοβιετικές διαπραγματεύσεις για τη σύναψη αμυντικής συνθήκης. Στη συνέχεια, υπέγραψε σύμφωνο μη επίθεσης με τη ναζιστική Γερμανία (Μολότοφ-Ρίμπεντρομπ), που είχε δραματικές επιπτώσεις σε Πολωνία και βαλτικά κράτη (συμπεριλαμβανομένων πολλών και ύπουλων ενεργειών και παραγράφων).
Οι σκληρές διαπραγματεύσεις για τις αμυντικές πρακτικές μιας πιθανής συνθήκης συμμαχίας ήταν επίσης μέρος της δημιουργίας του ίδιου του ΝΑΤΟ. Αυτός ο ορισμός αποδείχθηκε ότι ήταν κρίσιμος στο στρατηγικό επίπεδο του πολεμικού σχεδιασμού: Για να μπορέσει κανείς να μιλήσει για την επιμελητεία και τις τακτικές, πρέπει να αποφασίσει ποιος θα έπρεπε πραγματικά να προστατευτεί. Οι συνομιλίες παραλίγο να διακοπούν το 1948 λόγω των συζητήσεων σχετικά με το αν θα συμπεριληφθούν η Νορβηγία (η Γαλλία ήταν αντίθετη), η Ιταλία (οι ΗΠΑ και οι Βρετανοί αξιωματούχοι ήταν δύσπιστοι) ή η Αλγερία (τότε ήταν γαλλικό αποικιοκρατικό διαμέρισμα). Θέλοντας να διασφαλίσουν την επίτευξη συμφωνίας, τα μέρη έκαναν συμβιβασμούς: συμπεριλήφθηκαν η Νορβηγία και η Ιταλία, ως και η Αλγερία ήταν πράγματι καλυμμένη (μέχρι να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, οπότε και τροποποιήθηκε η Συνθήκη του Βορείου Ατλαντικού). Ενώ οι λεπτομέρειες σχετικά με την εκτέλεση των πραγματικών αμυντικών διαδικασιών ανατέθηκαν σε ένα σώμα που συστάθηκε σύντομα (το «Ο» του ΝΑΤΟ), η αντίληψη ήταν ότι υπήρχε χρόνος να το καταλάβουν. Ο κομμουνισμός ήταν πάντα μια απειλή, αλλά δεν υπήρχε συγκλισιακή αντίληψη για άμεση σοβιετική εισβολή (που ασφαλώς εμφανίστηκε λίγο αργότερα πιο ορατή).
Ενώ η αποτυχία διευθέτησης υλικοτεχνικών και επιχειρησιακών λεπτομερειών μπορεί να ήταν κατανοητή όταν δημιουργήθηκε το ΝΑΤΟ, το 1949, η αλήθεια είναι ότι ο σχεδιασμός για την άμυνα των υποψήφιων κρατών- μελών συνέχισε να παραμελείται, συμπεριλαμβανομένων και στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών (πολλά τα παραδείγματα). Εξετάστε τον πλησιέστερο παράλληλο με την ένταξη της Φινλανδίας, την περίπτωση των χωρών της Βαλτικής. Ακόμη και στη δεκαετία του 1990, πριν η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία γίνουν επίσημα υποψήφια κράτη για ένταξη στο ΝΑΤΟ, τα κράτη θεωρούνταν σε μεγάλο βαθμό ανυπεράσπιστα, με καθαρά στρατιωτικούς όρους, από επιχειρησιακή και τακτική σκοπιά. Καμία λύση σε αυτή την πρόκληση δεν επιδιώχθηκε παρά πολύ, μετά την είσοδό τους στη Συμμαχία. Τα μέλη του ΝΑΤΟ επέλεξαν να παραβλέψουν την έλλειψη λύσης, όταν αποδέχθηκαν τα κράτη της Βαλτικής το 2004, με το σκεπτικό ότι η Συμμαχία έπρεπε να υποστηρίξει τις νεοσύστατες δημοκρατίες που είχαν αποδείξει την αξία τους μέσω συμμετοχής σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις (Βοσνία-Ερζεγοβίνη/Κόσοβο/Αφγανιστάν κ.ά.).
Το πιο σημαντικό είναι ότι εκείνη την εποχή η Ρωσία δεν αποτελούσε εμφανέστατη και επικείμενη απειλή. Αυτό το αμυντικό μειονέκτημα διορθώθηκε τελικά, θα λέγαμε, στον απόηχο της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2014 με τη δημιουργία της Ενισχυμένης Προωθημένης Παρουσίας του ΝΑΤΟ (EFP) στα τρία βαλτικά κράτη και στην Πολωνία, με την ανάπτυξη πολυεθνικών μάχιμων τμημάτων από κράτη-μέλη της Ατλαντικής Συμμαχίας. Για τα κράτη της Βαλτικής και άλλα μέλη της ανατολικής πλευράς του ΝΑΤΟ, υπήρχε ένα παράθυρο ευκαιρίας προσαρμογής. Κανένα τέτοιο παράθυρο δεν είναι προφανές στην περίπτωση της Φινλανδίας.
* Ο υπογράφων διαχρονικά μέσω μελετών/διαλέξεών του είχε ευρύτατη συμμετοχή και παρουσία σε νατοϊκά θέματα σχετιζόμενα με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ από το 1997.
Αμερικανός αξιωματούχος: Η Ρωσία ενημέρωσε πριν το πλήγμα στο Ντνίπρο
ΝΑΤΟ: Τι γίνεται με τα νατοϊκά στρατεύματα στη Σκανδιναβική
Ο σχεδιασμός είναι κάτι περισσότερο από έντυπες εκθέσεις, αναλύσεις και υπομνήματα που πρέπει να αρχειοθετούνται και να ξεσκονίζονται όταν έρθει η ώρα. Πρόκειται για τη διασφάλιση ότι αναπτύσσονται και θα αναπτύσσονται οι κατάλληλοι πόροι για την εκτέλεση ενός σχεδίου. Ενα τέτοιο ζήτημα που πρέπει να αποφασίσουν τα μέλη του ΝΑΤΟ το συντομότερο δυνατό είναι αν θα τοποθετήσουν δυνάμεις στη Φινλανδία και τη Σουηδία και, αν ναι, πόσες. Ακόμη και αν τα μέλη της Συμμαχίας επιλέξουν να μην προ-τοποθετήσουν δυνάμεις στις δύο σκανδιναβικές χώρες θα πρέπει να καθορίσουν από πού θα προέρχονται οι δυνάμεις που θα χρησιμοποιηθούν για την άμυνά τους. Ο στρατός της Ρωσίας αποδυναμώνεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία και έχει παρουσιάσει ελλείψεις που λίγοι αναλυτές είχαν προβλέψει(ο υπογράφων τις είχε εδώ και μήνες επισημάνει). Θα χρειαστεί χρόνος για να ανακάμψουν οι ρωσικές δυνάμεις, αλλά τελικά (πιθανότατα) θα εξακολουθήσουν να είναι ικανές για επιχειρήσεις «τετελεσμένου γεγονότος» εναντίον κάποιου τμήματος της φινλανδικής ή ακόμα και της μη εδαφικά συνορεύουσας σουηδικής επικράτειας.
Αυτό θα συνεπαγόταν ταχεία μετακίνηση δυνάμεων σε ένα απροστάτευτο ή ελαφρώς προστατευμένο τμήμα της επικράτειας, αναγκάζοντας έτσι την άλλη πλευρά να αναλάβει επιθετική δράση για να ανατρέψει την εδαφική κατάκτηση. Οι ανησυχίες για μια τέτοια επιχείρηση κατά της Φινλανδίας ενισχύονται από τα 800 και πλέον μίλια (1.340 χιλιόμετρα) σύνορά της με τη Ρωσία (από το ύψος της Αγίας Πετρούπολης μέχρι το Αρκτικό Μουρμάνσκ). Ενώ η Φινλανδία έχει περίπου 4.000 άτομα στη συνοριακή της φρουρά, αυτές οι δυνάμεις προσανατολίζονται κυρίως στην επιβολή του ελέγχου της μετανάστευσης αντί να σταματήσουν μια δύναμη εισβολής. Σε συνδυασμό με τις απειλές της Ρωσίας, αυτή η τοποθέτηση δύναμης δημιουργεί μια επισφαλή κατάσταση υφιστάμενης άμυνας κατά μήκος αυτών των συνόρων.
Φυσικά, η αποτυχία των συμμάχων του ΝΑΤΟ να βοηθήσουν ένα μέλος που δέχεται επίθεση θα μπορούσε να έχει συνέπειες για το κύρος της συμμαχίας. Αν η Ρωσία ήταν μάρτυρας μιας μη ανταπόκρισης της συμμαχίας σε μια γρήγορη εισβολή, ας πούμε, στα κράτη της Βαλτικής, τότε η Μόσχα θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί να λάβει περαιτέρω επιθετικά μέτρα. Αλλά το πιο πιθανό πρόβλημα είναι ότι το ΝΑΤΟ μπορεί να απαντήσει με πραότητα. Ο χώρος μεταξύ μιας μη ανταπόκρισης και της πλήρους άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής όλων των μελών του ΝΑΤΟ εναντίον του επιτιθέμενου είναι αρκετά ευρύς ώστε να επιτρέψει μια σειρά από επιλογές που πληρούν το γράμμα των όρων του Αρθρου 5 χωρίς να αλλάξουν τα στρατιωτικά δεδομένα στο έδαφος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως φαίνεται από τη EFP, η αποτροπή απαιτεί «κόστος βύθισης», που σημαίνει ανάπτυξη στρατευμάτων προς τα εμπρός/αποτρεπτικά στο έδαφος του ΝΑΤΟ πριν συμβεί μια επίθεση.
Σκληρές και απαιτητικές συνομιλίες
Δεδομένου ότι η διαδικασία ένταξης της Φινλανδίας και της Σουηδίας προχωρά ικανοποιητικά (παρά τις απαράδεκτες θέσεις και εμπόδια που εγείρει η Αγκυρα), το ΝΑΤΟ υποστηρίζει ενεργά και σθεναρά τον αγώνα της Ουκρανίας εναντίον της Ρωσίας και οι γραφειοκράτες του ΝΑΤΟ είναι απασχολημένοι με τις τελευταίες «πινελιές» σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση μιας νέας Στρατηγικής Αντίληψης, υπάρχει όμως λίγος χρόνος αυτή τη στιγμή για σκληρές συζητήσεις σχετικά με την ανάπτυξη στρατευμάτων. Ενα βήμα που πρέπει να κάνει το ΝΑΤΟ είναι προφανές: άμεση ανάπτυξη δυνάμεων. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες επεκτάσεις των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ, ο χρόνος δεν είναι σήμερα με το μέρος της συμμαχίας. Εάν είναι πολύ αργά για προσχεδιασμό, τότε το ΝΑΤΟ πρέπει να κινηθεί γρήγορα για να επανατοποθετήσει στρατεύματα στη νέα βορειοανατολική πλευρά της συμμαχίας. Εάν οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ δεν είναι πρόθυμοι να δεσμεύσουν νέα στρατεύματα, αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με την επανατοποθέτηση των υπαρχουσών δυνάμεων. Εναλλακτικά, ίσως αυτή είναι η στιγμή για την ίδια την Ε.Ε., δεδομένου ότι η Φινλανδία και η Σουηδία είναι και οι δύο μέλη της, να δεσμευτεί πλήρως ότι θα είναι πάροχος ασφάλειας. Η Ε.Ε. θα μπορούσε να καλύψει το κενό στις αναπτύξεις ορισμένων δυνάμεων ενθαρρύνοντας τα μέλη της να μετακινήσουν δυνάμεις στα σύνορα Φινλανδίας-Ρωσίας, αξιοποιώντας ενδεχομένως τις ικανότητες διοίκησης και ελέγχου του ΝΑΤΟ.
Ακόμα κι αν ο πόλεμος στην Ουκρανία σταματήσει (αρκετά δύσκολο), η Ρωσία πιθανότατα θα διατηρήσει ή θα ξαναχτίσει την ικανότητά της να πραγματοποιεί γρήγορες εισβολές κατά των γειτόνων της, οι οποίες στη συνέχεια θα περιλαμβάνουν και μια Φινλανδία στο ΝΑΤΟ. Η υπεράσπιση της Φινλανδίας θα απαιτήσει ένα μακροπρόθεσμο και συγκεκριμένο σχέδιο που θα περιλαμβάνει την ανάπτυξη σημαντικών συμμαχικών δυνάμεων, παρά την αδιαμφισβήτητη δύναμη και πολεμική εμπειρία του Ελσίνκι. Μια τέτοια δέσμευση δεν θα ερχόταν χωρίς κόστος, τόσο όσον αφορά τις δαπάνες του αμυντικού προϋπολογισμού όσο και την πιθανή εκτροπή των νατοϊκών στρατευμάτων από άλλα θέατρα επιχειρήσεων.