Τα λαϊκιστικά και ευρωσκεπτικιστικά κόμματα της Ευρώπης είναι σχεδόν βέβαιο ότι έχουν κάνει χρήση της ισχυρής εμφάνισης του Κόμματος για την Ελευθερία προκειμένου να νομιμοποιήσουν τις δικές τους θέσεις. Ωστόσο, η δύναμη των εκλογών στην Ολλανδία να επηρεάσει τα γεγονότα σε άλλες χώρες της Ε.Ε. δεν πρέπει να μεγαλοποιηθεί.
EΝΑ ΒΑΣΙΚΟ προς εξέταση στοιχείο, όταν αξιολογούμε την πιθανότητα τα ευρωσκεπτικιστικά κόμματα να κερδίσουν έδαφος, είναι η θεσμική δομή κάθε χώρας. Το πολιτικό και εκλογικό σύστημα κάθε χώρας-μέλους της Ε.Ε. είναι διαφορετικό. Η Ολλανδία, για παράδειγμα, έχει κοινοβουλευτικό σύστημα με αναλογικό εκλογικό νόμο. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει στενή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ψήφων που παίρνει ένα κόμμα και τη δύναμη της εκπροσώπησής του στο Κοινοβούλιο.
Αυτό σημαίνει επίσης ότι τα κόμματα πρέπει να σχηματίσουν συνασπισμούς για να μπουν στην κυβέρνηση. Ο ηγέτης του Κόμματος για την Ελευθερία, Γκερτ Βίλντερς, είχε ελάχιστες πιθανότητες να γίνει πρωθυπουργός, διότι τα άλλα κόμματα δεν ήταν πρόθυμα να συνασπιστούν μαζί του. Βασικός στόχος του Βίλντερς ήταν να κερδίσει αρκετές έδρες για να αναγκάσει τα υπόλοιπα κόμματα να συνεργαστούν. Από την άποψη αυτή, τα αποτελέσματα των εκλογών της 15ης Μαρτίου αντιστοιχούν σε μια σημαντική ήττα.
Η ΓΑΛΛΙΑ, από την άλλη πλευρά, έχει ένα ημι-προεδρικό σύστημα, όπου τόσο ο πρόεδρος όσο και τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης εκλέγονται έπειτα από δύο εκλογικούς γύρους. Αν δεν υπάρξει υποψήφιος που να έχει κερδίσει με περισσότερο από το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο, γίνονται επαναληπτικές εκλογές. Οι επαναληπτικές εκλογές για τον πρόεδρο γίνονται μεταξύ των δύο πιο δημοφιλών υποψηφίων. Στις επαναληπτικές για τους βουλευτές, συμμετέχουν οι υποψήφιοι που κερδίζουν περισσότερο από 12,5% των ψήφων. Το σύστημα αυτό έχει σχεδιαστεί για να αποτρέψει εξτρεμιστικά κόμματα να αποκτήσουν πρόσβαση στην εξουσία. Στην πραγματικότητα, το Εθνικό Μέτωπο είχε μονίμως υπο-εκπροσώπηση στη γαλλική πολιτική, γιατί παραδοσιακά είχε δυσκολευτεί να κερδίσει στις βουλευτικές και προεδρικές επαναληπτικές.
ΑΛΛΑ ΑΝ ΚΑΙ το εκλογικό σύστημα της Γαλλίας έχει την τάση να αφήνει εκτός περιθωριακά κόμματα, δημιουργεί επίσης προέδρους που έχουν περισσότερη δύναμη και σταθερότητα (τουλάχιστον από συνταγματική άποψη) συγκριτικά με τους περισσότερους Ευρωπαίους πρωθυπουργούς. Επιπλέον, οι βουλευτικές εκλογές της Γαλλίας γίνονται λίγες μόνο εβδομάδες μετά τις προεδρικές εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι η δύναμη του προέδρου που κέρδισε είναι πιθανό να ενισχυθεί από την πλειοψηφία των βουλευτών. Σε περίπτωση που το Εθνικό Μέτωπο φτάσει στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών τον Μάιο και κερδίσει, θα μπορούσε να δημιουργήσει αρκετή δυναμική για τους υποψηφίους του κόμματος να νικήσουν στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση τον Ιούνιο.
Ο ΡΟΛΟΣ των βουλευτικών εκλογών δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Οι Γάλλοι πρόεδροι έχουν ένα μακρύ κατάλογο αποκλειστικών εξουσιών, αλλά πολλές από τις μεταρρυθμίσεις που θέλει να εισαγάγει το Εθνικό Μέτωπο απαιτούν ισχυρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Μερικές από αυτές, όπως η έξοδος από την Ε.Ε., θα απαιτούσαν ακόμη και συνταγματική μεταρρύθμιση. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι τίποτα από αυτά δεν θα συμβεί και ότι η αρχηγός του Εθνικού Μετώπου, Μαρίν Λεπέν, θα ηττηθεί στις επαναληπτικές εκλογές. Αλλά το πιο σημαντικό σημείο είναι ότι μια πρόεδρος Λεπέν θα ήταν πολύ ισχυρότερη από ό,τι ένας πρωθυπουργός Βίλντερς.
ΟΠΩΣ Η ΟΛΛΑΝΔΙΑ, έτσι και η Γερμανία και η Ιταλία έχουν επίσης κοινοβουλευτικά συστήματα με αναλογικό εκλογικό νόμο και συχνά πρέπει να δημιουργηθούν συνασπισμοί για το σχηματισμό κυβέρνησης. Οι γερμανικές εκλογές θα δώσουν ένα σημαντικό μέτρο της απήχησης που έχει ο ευρωσκεπτικισμός στη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, αλλά το λαϊκιστικό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AFD), το οποίο θέλει να φύγει από την ευρωζώνη (ή τουλάχιστον να σπάσει τη νομισματική ένωση σε βόρειο και νότιο μπλοκ) και ζητά από την Ευρωπαϊκή Ενωση να επιστρέψουν οι εξουσίες στα κράτη-μέλη, απέχει πολύ από το να αποκτήσει πρόσβαση στην εξουσία. Κατ’ αρχάς, στις δημοσκοπήσεις σήμερα βρίσκεται γύρω στο 10%, ενώ η κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ενωση και το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έχουν το καθένα τους περίπου 30%. Πιο σημαντικό, τα παραδοσιακά κόμματα δεν το αποδέχονται ως πιθανό εταίρο σε συνασπισμό.
ΩΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ, ο πιο σημαντικός παράγοντας να δούμε ως προς το AFD είναι το επίπεδο της επιρροής που θα έχει στην πολιτική συζήτηση στη χώρα. Οσο πιο πολύ αισθάνονται ότι απειλούνται από το AfD τα παραδοσιακά κόμματα τόσο περισσότερο θα προσπαθήσουν να υιοθετήσουν στοιχεία από την ευρωσκεπτικιστική του ατζέντα. Ενα παρόμοιο μοτίβο εμφανίστηκε στην Ολλανδία, όπου η ρητορική του Βίλντερς επηρέασε τη συζήτηση και ανάγκασε μερικούς από τους αντιπάλους του να προσαρμόσουν τις θέσεις τους σε ζητήματα, όπως η μετανάστευση.
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ που οι μετριοπαθείς δυνάμεις κερδίσουν τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, η Ιταλία θα είναι η επόμενη χώρα που θα δούμε. Δεν υπάρχουν προγραμματισμένες εκλογές μέχρι τις αρχές του 2018, αλλά η μάχη ηγεσίας στο κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε πρόωρες εκλογές. Σε αντίθεση με τις ολλανδικές εκλογές, όπου το Κόμμα για την Ελευθερία ήταν η μόνη δύναμη που έκανε εκστρατεία ανοιχτά για την έξοδο από το κοινό νόμισμα, τα τρία από τα τέσσερα πιο δημοφιλή κόμματα στην Ιταλία αντιτίθενται στο ευρώ. Το αντισυστημικό κίνημα των πέντε αστέρων και το δεξιό κόμμα Λίγκα του Βορρά έχουν υποσχεθεί (και τα δύο) να διεξαγάγουν δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της Ιταλίας στην ευρωζώνη, την ώρα που το κεντροδεξιό Forza Italia έκανε πρόσφατα διφορούμενα σχόλια για την επαναφορά της λιρέτας ως παράλληλο νόμισμα. Τα κόμματα αυτά έχουν πολύ διαφορετικές πολιτικές ατζέντες και έχουν μέχρι στιγμής αρνηθεί να συνεργαστούν. Επιπλέον, το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, το οποίο επικρίνει έντονα τους επαγγελματίες πολιτικούς, έχει υποσχεθεί ότι δεν θα μπει ποτέ σε συνασπισμό με άλλες δυνάμεις.
ΚΑΤΑ ΕΙΡΩΝΙΚΟ τρόπο, η προβληματική πολιτική της Ιταλίας μπορεί να εμποδίσει την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, ακόμα και αν ένας σημαντικός αριθμός κομμάτων κάνουν εκστρατεία γι’ αυτό. Αλλά ο εκλογικός νόμος της Ιταλίας κάνει μια ευρωσκεπτικιστική κυβέρνηση πιο πιθανή εκεί (στην Ιταλία) από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ευρωζώνης που έχει φέτος εκλογές. Η Ιταλία έχει την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης και η νομισματική ένωση δεν πρόκειται να επιβιώσει με την αποχώρησή της.
ΔΙΑΦΟΡΟΙ παράγοντες τροφοδοτούν τον ευρωπαϊκό λαϊκισμό και τον ευρωσκεπτικισμό: η αδύναμη οικονομική ανάπτυξη, η υψηλή ανεργία, ο φόβος των επιπτώσεων που έχουν οι μετανάστες για την ταυτότητα της χώρας και την ασφάλεια, η δημογραφική αλλαγή, η δυσαρέσκεια με την παραδοσιακή πολιτική ελίτ και ένα αίσθημα μεταξύ συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού που τα υποτιθέμενα οφέλη της παγκοσμιοποίησης δεν έχουν καταφέρει να λάβουν. Ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των φετινών εκλογών, πολλές από αυτές τις τάσεις δεν θα αλλάξουν και θα παραμείνουν απειλή για τη συνέχεια της ευρωζώνης. Τα πολιτικά και εκλογικά συστήματα από μόνα τους δεν θα καθορίσουν την επιτυχία τους, αλλά θα παίξουν ρόλο στην εξέλιξή τους.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής