Στις 14 Δεκεμβρίου, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν μια σειρά κυρώσεων στον αμυντικό τομέα βάσει του νόμου για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής Μέσω Κυρώσεων (CAATSA), κάνοντας πραγματικότητα τις μακροχρόνιες απειλές της Ουάσιγκτον για την επιβολή κυρώσεων στη συμμαχική χώρα στο ΝΑΤΟ για την αγορά του ρωσικού πυραυλικού συστήματος των S-400. Οι κυρώσεις επεβλήθησαν στη Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκικής Δημοκρατίας (SSB), συμπεριλαμβανομένου του επικεφαλής της, Ισμαήλ Ντεμίρ, και τριών άλλων ανώτερων αξιωματούχων, και ήρθαν καθώς το αμερικανικό Κογκρέσο είχε ζητήσει κυρώσεις βάσει του νόμου CAATSA μέσω του ετήσιου αμυντικού προϋπολογισμού.
Η ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ εξέδωσε, επίσης, απαγόρευση άδειας εξαγωγής στη Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB), που είναι ο κύριος τουρκικός πολιτικός οργανισμός που συνδέει την τουρκική προεδρία, τις Ενοπλες Δυνάμεις και το υπουργείο Αμυνας για αποφάσεις σχετικά με τις προμήθειες στο εξωτερικό και την εσωτερική παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού.
ΠΑΡΑ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ότι στο στόχαστρο βρίσκεται μια σχετικά περιορισμένη πτυχή του τουρκικού αμυντικού τομέα, οι κυρώσεις θα εξακολουθήσουν να περιπλέκουν για την Αγκυρα την προμήθεια των αμερικανικών αμυντικών τεχνολογιών και υλικών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που χρησιμοποιεί η Τουρκία στην εθνική αμυντική βιομηχανία της. Οι κυρώσεις θα περιπλέξουν έτι περαιτέρω την προμήθεια από ξένους (προμηθευτές), διαταράσσοντας τα φιλόδοξα σχέδια της τουρκικής κυβέρνησης για τη δημιουργία εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας και για την επίτευξη έως το 2023 αυτάρκειας στην αμυντική της παραγωγή.
Ο ΑΜΥΝΤΙΚΟΣ τομέας της Τουρκίας αποτελεί μόνο το 1% της οικονομίας της και απασχολεί περίπου 30.000 εργαζομένους σε σύγκριση με την αγορά εργασίας της χώρας με 31 εκατομμύρια άτομα. Η Τουρκία ισχυρίζεται ότι ο αμυντικός της τομέας είναι ανεξάρτητος κατά 70% και επιδιώκει να επεκτείνει τις εξαγωγές στρατιωτικού εξοπλισμού για να ενισχύσει την εγχώρια παραγωγή. Οι αμυντικές εξαγωγές ανήλθαν σε 2,74 δισ. δολάρια το 2019, αφού η Αγκυρα ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 2 δισ. δολάρια την προηγούμενη χρονιά (2008).
ΟΙ ΚΥΡΩΣΕΙΣ πιθανότατα θα προκαλέσουν μια απότομη αύξηση του εθνικιστικού αισθήματος στην Τουρκία, κάτι που θα ενθαρρύνει μόνο την Αγκυρα να συνεχίσει να αναπτύσσει τις δικές της εγχώριες αμυντικές δυνατότητες, διερευνώντας παράλληλα εναλλακτικές αμυντικές σχέσεις με άλλους μεγάλους εξαγωγείς όπλων, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Ο εγχώριος στρατιωτικός-βιομηχανικός τομέας της Τουρκίας είναι πολιτικά ευαίσθητος, δεδομένης της άμεσης σχέσης του με τον πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (φωτό). Οι αμερικανικές κυρώσεις θα αποδειχθούν κατά συνέπεια ως πολιτικό χτύπημα για τον Ερντογάν – ειδικά καθώς οι επιπτώσεις από την πανδημία του COVID-19 συνεχίζουν να επηρεάζουν τις οικονομικές επιδόσεις του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Μοζαμβίκη: Τουλάχιστον 21 νεκροί σε αντικυβερνητικές διαδηλώσεις το τελευταίο 24ωρο
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ χρόνια, ο Ερντογάν έχει δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη του στρατιωτικού-βιομηχανικού τομέα της Τουρκίας για τη μείωση της εξάρτησης της χώρας από ξένους προμηθευτές.
Το 2018, η Διεύθυνση Αμυντικής Βιομηχανίας της Τουρκίας (SSB) τέθηκε πιο άμεσα υπό τον έλεγχο του Τούρκου προέδρου, αντικατοπτρίζοντας τη στρατηγική σημασία με την οποία ο Ερντογάν αντιλαμβάνεται τον συγκεκριμένο τομέα.
Η ΑΥΞΗΜΕΝΗ ένταση ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Τουρκία θα σταθεί εμπόδιο στη δυνατότητα της κυβέρνησης Μπάιντεν να προωθήσει μια πιο παραγωγική σχέση με την Αγκυρα, όταν αναλάβει την εξουσία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν δήλωσε ότι θα επιδιώξει συμφωνία με την Τουρκία σε τομείς αμοιβαίου ενδιαφέροντος, όπως η Συρία. Ο νέος Λευκός Οίκος ελπίζει, επίσης, να χρησιμοποιήσει την Τουρκία ως μέρος μιας πιο πολυμερούς προσέγγισης στην περιοχή μετά τα τελευταία τέσσερα χρόνια της μονομερούς διπλωματίας εκ μέρους του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ. Ομως, ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιδιώξει συμφωνία, οι κυρώσεις του προκατόχου της πιθανότατα θα συνεχίσουν την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση προς την Κίνα και τη Ρωσία.
Ο ΤΟΝΙ ΜΠΛΙΝΚΕΝ, ο υποτιθέμενος υπουργός Εξωτερικών του Μπάιντεν, έχει δώσει έμφαση στη συνεργασία στη Συρία, ως βασική πτυχή της σχέσης Ηνωμένων Πολιτειών-Τουρκίας που επιδιώκει να επαναφέρει η νέα κυβέρνηση.
Πέρα από τους S-400, η Τουρκία έχει, επίσης, διερευνήσει την επιλογή να αγοράσει το ρωσικό SU-35 για να αντισταθμίσει την απώλεια των αμερικανικών F-35 και έχει ήδη αγοράσει την κινεζική τεχνολογία βαλλιστικών πυραύλων. Εκτός από το κυβερνών AKP, το αντιπολιτευόμενο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα της Τουρκίας και το υπερεθνικιστικό κόμμα Iyi καταδίκασαν, επίσης, τις νέες αμερικανικές κυρώσεις, με έναν αξιωματούχο του τελευταίου να παροτρύνει την Τουρκία να ενεργοποιήσει το σύστημα των S-400, παρά τον κίνδυνο να δημιουργήσει άλλη μία κρίση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής