Ο Παϊακάν (περίπου 65 ετών) ήταν αρχηγός της φυλής «Καγιάπο» και ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχε βρεθεί στο προσκήνιο όταν ξεκίνησε αγώνα ενάντια στο υδροηλεκτρικό έργο του «Belo Monte» στη Βραζιλία, το τρίτο μεγαλύτερο φράγμα στον κόσμο.
Ο Παϊακάν προσελήφθη από την κυβέρνηση της Βραζιλίας το 1971 για να διευκολύνει την κατασκευή του συστήματος υπεραμαζονικής εθνικής οδού μέσω της γης των «Καγιάπο». Μόλις όμως είδε τη φύση του έργου, εγκατέλειψε τη δουλειά του και άρχισε να κινητοποιεί τους ανθρώπους του ενάντια σε αυτό. Πήρε μια ομάδα του χωριού του και έφτιαξε ένα νέο χωριό με το όνομα Αούκρε, ξεκινώντας να βιντεοσκοπεί την καταστροφή του τροπικού δάσους και των παραδόσεων της φυλής του. Η εκστρατεία του συνοδεύτηκε με περιοδείες και ομιλίες σε όλο τον κόσμο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα η Παγκόσμια Τράπεζα να ανακοινώσει ότι δεν θα χορηγήσει στη Βραζιλία δάνειο για το έργο.
Το 1992, η φήμη του αμαυρώθηκε όταν κατηγορήθηκε για βιασμό μιας 18χρονης λευκής γυναίκας που είχε προσλάβει για δασκάλα των παιδιών του. Το 1994 αθωώθηκε, αλλά σε νέα εκδίκαση της υπόθεσης το 1999 καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκισης. Η όλη υπόθεση στιγμάτισε τόσο τον ίδιο τον Παϊακάν όσο και ολόκληρο το κίνημα των αυτόχθονων λαών. Οι σύμμαχοί του, όμως, υποστηρίζουν ότι η υπόθεση ήταν ένα κατασκεύασμα για να αμαυρώσει τη φήμη του και να τον κάνει να σιωπήσει.
Ο θάνατός του φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τη δραματική κατάσταση που επικρατεί στις αυτόχθονες κοινότητες του Αμαζονίου, όπου τουλάχιστον 280 άνθρωποι έχουν πεθάνει λόγω κορονοϊού εξαιτίας των ελλιπών ιατρικών υποδομών και των δύσκολα προσβάσιμων περιοχών.
Από την έντυπη έκδοση