Λίγες εβδομάδες πριν από το Brexit, ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων της Βόρειας Ιρλανδίας διαπιστώνει ότι πρόκειται να χάσει δικαιώματα που οι γείτονες θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν στο χώρο της εκπαίδευσης, της ιατρικής περίθαλψης, της στέγασης. Αν, δε, συμβεί η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. χωρίς συμφωνία, οι επιπτώσεις στις ζωές των Βορειοϊρλανδών θα είναι τεράστιες, όπως διαπιστώνει σε ανάλυσή του το Politico.
Το κλίμα στη Βόρεια Ιρλανδία είναι πολύ βαρύ, αφού όλοι οι πολίτες, είτε πρόκειται για Βρετανούς είτε για Ιρλανδούς, ήλπιζαν πως θα έχουν ίση αντιμετώπιση μετά το Brexit. Το γεγονός ότι η Βόρεια Ιρλανδία δεν έχει τοπική κυβέρνηση τα τελευταία δύο χρόνια (το Brexit προκάλεσε την πτώση της τοπικής κυβέρνησης της Β. Ιρλανδίας, μετά από μήνες αντιπαράθεσης ανάμεσα στο Ενωτικό DUP και το Σιν Φέιν) δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Η ανατίναξη ενός παγιδευμένου αυτοκινήτου στο Ντέρι -τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ιρλανδίας- πριν από ένα μήνα αναδεικνύει την πολωμένη ατμόσφαιρά και τη μεγάλη πιθανότητα της πυροδότησης βίαιων επεισοδίων, που θα πολλαπλασιαστούν σε περίπτωση «σκληρών συνόρων».
«Είμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου οι Ιρλανδοί πολίτες δεν θα έχουν καμία νομική σύνδεση με τη δικαιοδοσία ή τη χώρα στην οποία γεννήθηκαν», δήλωσε η Μαρτίνα Αντερσον, βουλευτής του κόμματος Σιν Φέιν.
Σύμφωνα με τους όρους της ειρηνευτικής συμφωνίας της Μ. Παρασκευής του 1998, οι πολίτες της Βόρειας Ιρλανδίας μπορούν να έχουν διπλό διαβατήριο (ιρλανδικό και βρετανικό) και ίσα δικαιώματα ανεξαρτήτως της εθνικότητας που επιλέγουν. Αρκετοί Βορειοϊρλανδοί (πάνω από το 20%) έχουν μόνον ιρλανδική ταυτότητα.
Μετά τις 29 Μαρτίου -με Brexit κατόπιν συμφωνίας ή με Brexit χωρίς συμφωνία- τα δικαιώματα των πολιτών της πολύπαθης περιοχής θα επανεξεταστούν. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Β. Ιρλανδίας στον τομέα της Υγείας, μόνο Βρετανοί ή Ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να απολαμβάνουν την περίθαλψη στο σπίτι σε περιπτώσεις βαριάς ασθένειας. Οι Βορειοϊρλανδοί με ιρλανδική υπηκοότητα θα χάσουν το δικαίωμα αυτό, αν συμβεί το άτακτο Brexit.
Πούτιν: Ξεκινάει η μαζική παραγωγή του νέου πυραύλου Oreshnik - Τα επόμενα σχέδια του «Τσάρου»
Η βρετανική κυβέρνηση εξέτασε πολύ καθυστερημένα τις επιπλοκές ενός Brexit για τη Βόρεια Ιρλανδία. Η πρωθυπουργός της Βρετανίας, Τερέζα Μέι, βρέθηκε αντιμέτωπη με τους Ευρωσκεπτικιστές που απέρριψαν τη συμφωνία της και ένας από τους κύριους λόγους ήταν το βορειοϊρλανδικό ζήτημα – δηλαδή, το ειδικό καθεστώς σχετικά με τη Βόρεια Ιρλανδία.
Η Μέι συνάντησε τη σκληρή αντίσταση του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Βόρειας Ιρλανδίας (DUP) που έχει ταχθεί εναντίον του όρου για τη «θεμελιώδη εγγύηση» ότι η Βόρεια Ιρλανδία δεν θα υπόκειται σε καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που θα ισχύει στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Είναι το λεγόμενο μέτρο του «backstop», που προβλέπει τη διατήρηση του συνόλου του Ηνωμένου Βασιλείου στην τελωνειακή ένωση για να αποφευχθεί η επαναφορά του συνόρου ανάμεσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, αν δεν υπάρξει συμφωνία για τη μελλοντική σχέση ανάμεσα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο αφότου λήξει η 21μηνη μεταβατική περίοδος μετά το Brexit.
Ο επικεφαλής της Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Β. Ιρλανδία, Λες Αλαμπι, δηλώνει στο «Politico» ότι υπάρχει ανάγκη διευκρινίσεων για τα δικαιώματα των πολιτών στην περιοχή. Συγκεκριμένα, τονίζει ότι «χρειαζόμαστε μια συμφωνία για τις μετακινήσεις, τους κανόνες μετανάστευσης, κατοικίας, εκπαίδευσης, ασφάλισης, Δικαιοσύνης».
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, Σάιμον Κόβνεϊ, δήλωσε πως είναι έτοιμη μια διμερής συμφωνίας ανάμεσα στις κυβερνήσεις του Λονδίνου και του Δουβλίνου –αν και η Ντάουνινγκ Στριτ δεν έχει ανακοινώσει τίποτε σχετικά. Εκπρόσωπος της βρετανικής κυβέρνησης περιορίστηκε να δηλώσει ότι οι κάτοικοι της Βόρειας Ιρλανδίας που είναι Ιρλανδοί (στην εθνικότητα) εξακολουθούν να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Ευρωπαίους πολίτες.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου