Η εκλογική νίκη του κόμματος των Ciudadanos θα περιορίσει το περιθώριο των κινήσεων των αυτονομιστικών δυνάμεων, ακόμη και αν καταφέρουν να σχηματίσουν κυβέρνηση με τους ηγέτες τους να βρίσκονται είτε προφυλακισμένοι είτε αυτοεξόριστοι. Και για να φθάσουν μέχρι τον σχηματισμό κυβέρνησης, θα πρέπει πρώτα να ξεπεράσουν τις διαφωνίες τους.
«Το ισπανικό κράτος ηττήθηκε», δήλωσε ο καθαιρεθείς πρόεδρος της καταλανικής κυβέρνησης Κάρλες Πουτζντεμόν από τις Βρυξέλλες, μετά την δημοσίευση των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Ο Πουτζντεμόν κέρδισε το στοίχημα της ανασύστασης της αυτονομιστικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, με τον ίδιο να έχει καταφύγει στις Βρυξέλλες μαζί με τέσσερις από τους υπουργούς του, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της κυβέρνησης αντιμετωπίζουν κατηγορίες για αποσχιστική δράση και στάση, ενώ ο καθαιρεθείς αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Οριόλ Ζουνκέρας παραμένει προφυλακισμένος.
Οι ήδη τεταμένες τους σχέσεις επιδεινώθηκαν καθώς η Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλωνίας (ERC) του Ζουνκέρας παρακολουθούσε την άνοδο της λίστας Μαζί για την Καταλωνία (JxCat) του Πουτζντεμόν στις δημοσκοπήσεις.
Στο τέλος της κούρσας το JxCat εξασφάλισε 34 έδρες έναντι 32 του ERC στο καταλανικό κοινοβούλιο. Με τους 4 βουλευτές του ακροαριστερού CUP, συγκεντρώνουν 70 έδρες, την απόλυτη πλειοψηφία του 135μελούς καταλανικού κοινοβουλίου.
Μία μακρά και χαώδης διαδικασία
Ο Κάρλες Πουτζντεμόν δήλωσε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ότι σε περίπτωση νίκης θα αποκαταστήσει την κυβέρνηση που καθαιρέθηκε από τη Μαδρίτη στις 27 Οκτωβρίου μετά την μονομερή κήρυξη της ανεξαρτησίας της Καταλωνίας, η οποία δεν βρήκε διεθνή αναγνώριση.
Αλλά, εάν επιστρέψει στην Ισπανία, θα συλληφθεί. Αν και βουλευτής, δεν θα μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του από το κελί του και εάν το νέο κοινοβούλιο τον επιλέξει ως πρόεδρο της καταλανικής κυβέρνησης δεν θα μπορεί να κυβερνήσει. Συνολικά, μεταξύ των νέων βουλευτών του αυτονομιστικού στρατοπέδου, τρία άτομα βρίσκονται στη φυλακή και πέντε στην εξορία.
O Τραμπ προαναγγέλλει επιστροφή δασμών και η ΕΕ δηλώνει «έτοιμη να αντιδράσει»
Ο Πουτζντεμόν έχει προγραμματίσει συνέντευξη Τύπου στις Βρυξέλλες στις 12.00 τοπική ώρα (13.00 ώρα Ελλάδος) κατά την οποία ενδεχομένως να ανακοινώσει τις προθέσεις του.
«Ο ορισμός ενός νέου πρόεδρου της κυβέρνηση κινδυνεύει να εξελιχθεί σε μία μακρά και χαώδη διαδικασία και το ρίσκο για προκήρυξη νέων εκλογών είναι υψηλό», προειδοποιεί ο Αντόνιο Μπαρόσο, αναλυτής της Teneo intelligence.
Εάν δεν σχηματισθεί κυβέρνηση μέχρι το τέλος του Μαρτίου, νέες εκλογές θα πρέπει να προκηρυχθούν τους δύο επόμενους μήνες.
Οι αυτονομιστικές δυνάμεις είναι οι μόνες που έχουν τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης.
Η Ινές Αριμάδας , επικεφαλής της λίστας των Ciudadanos, εξασφάλισε θεαματική νίκη συγκεντρώνοντας 1,1 εκατομμύριο ψήφους. Το κόμμα της, που ιδρύθηκε εδώ και δέκα χρόνια με σύνθημα τον αγώνα κατά της διαφθοράς και του καταλανικού εθνικισμού, θα είναι η μεγαλύτερη δύναμη στο τοπικό κοινοβούλιο με 37 βουλευτές.
Αλλά δεν διαθέτει συμμάχους για να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού. Οι σοσιαλιστές , επίσης αντίθετοι με την ανεξαρτησία δεν διαθέτουν παρά 17 έδρες , ενώ το Λαϊκό Κόμμα του Μαριάνο Ραχόι συνετρίβη πέφτοντας στις 3 έδρες έναντι 11 μετά τις εκλογές του 2015.
«Τα εθνικιστικά κόμματα δεν θα μπορούν πλέον να μιλούν εξ ονόματος ολόκληρης της Καταλωνίας, διότι η Καταλωνία είναι όλοι εμείς», δήλωσε η 36χρονη βουλευτής δίνοντας την υπόσχεση «να συνεχίσει να αγωνίζεται και για την μεταρρύθμιση του εκλογικού νόμου που πριμοδοτεί τα κόμματα με τις λιγότερες ψήφους».
Ο πρωθυπουργός της Ισπανίας Μαριάνο Ραχόι δεν έκανε δημόσια δήλωση μετά τη δημοσίευση του αποτελέσματος των καταλανικών εκλογών, αν και η συντηρητική εφημερίδα ABC έκανε λόγο για «εκλογική καταστροφή».
Ο Ραχόι είχε προειδοποιήσει πριν από τις εκλογές ότι, όποια και αν είναι η επόμενη κυβέρνηση της Καταλωνίας, θα πρέπει να σεβασθεί τον νόμο. Ηθελε να καταστήσει σαφές με τον τρόπο αυτόν ότι δεν θα διστάσει να καταφύγει και πάλι στο άρθρο 155 του ισπανικού συντάγματος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία του για την καθαίρεση της καταλανικής κυβέρνησης, τη διάλυση του κοινοβουλίου και την υπαγωγή της αυτόνομης ισπανικής κοινότητας στον έλεγχο της Μαδρίτης.