Εάν επαληθευτούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις, η Χριστιανική Ένωση (CDU-CSU) της ‘Αγγελα Μέρκελ αναμένεται να κυμανθεί μεταξύ 34 και 36%, μακριά από το 41,5% του 2013, ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του Μάρτιν Σουλτς κινδυνεύει να καταγράψει νέο ιστορικό χαμηλό, μετά το 25% της προηγούμενης αναμέτρησης. Η προσοχή ωστόσο στρέφεται κυρίως στη μάχη των μικρότερων κομμάτων για την τρίτη θέση, με την ξενοφοβική Εναλλακτική για την Γερμανία (AfD) να έχει το προβάδισμα με ποσοστό κοντά στο 12%, την Αριστερά να ακολουθεί με 8-11%, τους Φιλελεύθερους να επιστρέφουν στην Βουλή με 9-10% και τους Πράσινους να αγγίζουν, σύμφωνα με τα πλέον αισιόδοξα προγνωστικά, το 8%. Οι εταιρίες δημοσκοπήσεων έχουν πάντως προειδοποιήσει για τον κίνδυνο η AfD να έχει υποτιμηθεί προεκλογικά και παραπέμπουν στις πρόσφατες εκλογές σε τοπικό επίπεδο, όπου το κόμμα έλαβε τελικά ποσοστά κατά 2-3% υψηλότερα της πρόβλεψης.
Οι αναποφάσιστοι ξεπερνούσαν ως προχθές το 30%, προκαλώντας μεγάλο εκνευρισμό κυρίως στα δύο μεγάλα κόμματα, ενώ σε αντίστοιχα επίπεδα αναμένεται να κυμανθεί και η αποχή των ψηφοφόρων, οι οποίοι πάντως είχαν το δικαίωμα της επιστολικής ψήφου.
Στις φετινές εκλογές έχουν δικαίωμα ψήφου 400.000 λιγότεροι πολίτες από ό,τι το 2013, ενώ τρία εκατομμύρια Γερμανοί θα ψηφίσουν για πρώτη φορά. Από τα 18,6 εκατομμύρια άτομα με καταγωγή από το εξωτερικό, δικαίωμα ψήφου έχουν τα 6,1 εκατομμύρια, εκ των οποίων 1,5 εκατομμύριο Γερμανορώσοι και 1,3 εκατομμύριο Γερμανοτούρκοι. Οι Έλληνες κάτοχοι γερμανικής υπηκοότητας είναι περίπου 60.000, δεν είναι ωστόσο γνωστό πόσοι από αυτούς είναι άνω των 18 ώστε να έχουν δικαίωμα ψήφου.
Σε ό,τι αφορά το κόστος των εκλογών, το υπουργείο Εσωτερικών υπολογίζει ότι μπορεί να φτάσει έως και τα 92 εκατομμύρια ευρώ. Από αυτά, τα 16 εκατομμύρια διατίθενται για έξοδα των εθελοντών εκλογικών βοηθών και των μελών των εκλογικών επιτροπών που λαμβάνουν 25 και 35 ευρώ αντίστοιχα.
Τα ίδια τα κόμματα δαπανούν κατά την διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας μεγάλα ποσά, που προέρχονται από το κράτος, συνδρομές μελών και απευθείας δωρεές. Το γεγονός ότι είναι υποχρεωμένα να δηλώνουν μόνο τις δωρεές άνω των 50.000 ευρώ έχει κατά καιρούς σχολιαστεί αρνητικά. Σε αυτές τις εκλογές πάντως, οι Χριστιανοδημοκράτες (CDU) ξόδεψαν 20 εκατομμύρια, οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) εταίροι τους εννέα, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) 24, η Αριστερά 6,5, οι Πράσινοι 5,5 και οι Φιλελεύθεροι (FDP) 5. Η Εναλλακτική για την Γερμανία δεν έχει ακόμη δηλώσει τα οικονομικά της στοιχεία, ωστόσο η προεκλογική της καμπάνια εκτιμάται ως ιδιαίτερα ακριβή, με την πηγή των εσόδων να παραμένει άδηλη.
Τα κόμματα τα οποία συμμετέχουν στις σημερινές εκλογές είναι συνολικά 42 και οι υποψήφιοι 4.828. Από αυτούς μόλις οι 1.400 είναι γυναίκες, ενώ διαχρονικά οι γυναίκες, αν και είναι περισσότερες στο εκλογικό σώμα, έχουν υψηλότερα ποσοστά αποχής. Προκειμένου αυτή η στάση να αλλάξει, 23 γυναικεία περιοδικά οργάνωσαν καμπάνια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με τον τίτλο #GERWOMANY, μέσω της οποίας προσπάθησαν να πείσουν τις γυναίκες να ψηφίσουν και να μην επιτρέψουν στις λαϊκιστικές δυνάμεις να ενισχυθούν.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο απαρτίζεται από το λιγότερο 598 βουλευτές. Λόγω όμως ενός περίπλοκου – και ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικού – συστήματος, ο αριθμός τους μπορεί να αυξηθεί αρκετά. Στην απερχόμενη Βουλή συμμετείχαν 630 βουλευτές, ενώ οι σημερινές εκλογές εκτιμάται ότι θα αναδείξουν ακόμη περισσότερους, καθώς το όριο του 5% για την είσοδο στην Μπούντεσταγκ αναμένεται να περάσουν περισσότερα κόμματα.
Tα σενάρια της επόμενης μέρας των γερμανικών εκλογών και η Ελλάδα
Το γερμανικό εκλογικό σύστημα επιβάλλει τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνεργασίας και αυτό δημιουργεί πονοκέφαλο στα κομματικά επιτελεία ιδίως φέτος λόγω του θεωρούμενης βεβαίας εισόδου δύο ακόμα κομμάτων τα οποία δεν εκπροσωπούνταν στην προηγούμενη Βουλή / Bundestag: του Φιλελεύθερου FDP και του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για την Γερμανία». Κατά τους ειδικούς, η είσοδός τους στην Μπούντεστακ θα μειώσει καταρχάς τις έδρες κυρίως των δύο μεγάλων κομμάτων που ήδη βρίσκονται στη Βουλή, της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU/CSU), του σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD), αλλά ενδεχομένως και των μικρότερων, δηλαδή των Πρασίνων (Die Gruenen) και της Αριστεράς (Die Linke). Φυσικά οι πιθανοί εφικτοί συνδυασμοί των ενδιαφερομένων και κυρίως …δυναμένων να συμμετάσχουν στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό έχουν αναλυθεί δεόντως στο παρασκήνιο από τα κομματικά επιτελεία.
Καταρχάς όλα τα κόμματα αποκλείουν την συνεργασία με το AfD και η Αριστερά αποκλείεται εκ προοιμίου από την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση. ‘Ετσι, δια της εις άτοπον απαγωγής μένουν τα υπόλοιπα. Ποιοί είναι οι κυβερνητικοί συνασπισμοί που μπορεί να προκύψουν και ποιά πολιτική θα ακολουθήσουν απέναντι στην Ελλάδα;
Πολυσυζητημένος είναι ο λεγόμενος συνδυασμός Τζαμάικα (από τα χρώματα της σημαίας της, το μαύρο, το πράσινο και το κίτρινο τα οποία αντιστοιχούν στο CDU, τους Πράσινους και το FDP). Τέτοιoς συνασπισμός δεν έχει υπάρξει σε ομοσπονδιακό επίπεδο και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως θα συνδυαστούν οι απόψεις τους για την Ελλάδα. Και τούτο διότι οι μεν Φιλελεύθεροι είναι υπέρ της σκληρής στάσης που φτάνει μέχρι τις συμβουλές να βγει από την ευρωζώνη για το καλό της, οι δε Χριστιανοδημοκράτες δεν συζητούν πλέον το θέμα καθόλου όπως φυσικά και οι Πράσινοι. Πάντως, ο Ελμαρ Μπροκ, πολύπειρος και αρχαιότερος χριστιανοδημοκράτης ευρωβουλευτής, απέκλεισε (σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ) κάθε συζήτηση γύρω από το θέμα αυτό, ενώ άλλοι συνάδελφοί τους λένε απλώς ότι οι Φιλελεύθεροι θα πειστούν να μην επιμείνουν. Ίσως και να έχουν δίκαιο διότι απλώς το FDP θέλει προεκλογικά να αλιεύσει ψήφους. Αλλά και στο θέμα της ελάφρυνσης του χρέους οι απόψεις των τριών αυτών εν δυνάμει εταίρων διίστανται, αφού οι Πράσινοι είναι υπέρ, οι Χριστιανοδημοκράτες και ο κ. Σόιμπλε παραπέμπουν την εξέτασή του για την, μετά τη λήξη του ελληνικού προγράμματος βοήθειας, εποχή. Για τους Φιλελεύθερους ούτε λόγος να γίνεται φυσικά. Αντίβαρο θα αποτελούσε βέβαια η παρουσία των Πρασίνων στην κυβέρνηση και αυτό θα λειτουργούσε υπέρ της Ελλάδας. Αν αναλογιστεί όμως κανείς ότι οι διαφορές τους σε άλλα θέματα, όπως είναι το προσφυγικό και το κλίμα , είναι μεγάλες, η συνύπαρξή τους μοιάζει μάλλον δύσκολη. Φιλελεύθεροι και Πράσινοι συμφωνούν απολύτως σε ένα πράγμα, προεκλογικά τουλάχιστον: ότι δεν μπορούν να φανταστούν ένα συνασπισμό «Τζαμάικα». Οι αριθμοί που προκύπτουν από τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις συνηγορούν πάντως υπέρ του τρικομματικού αυτού σεναρίου.
Λιγότερες δυσκολίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης θα είχε το σχήμα Χριστιανοδημοκράτες-Φιλελεύθεροι καθότι είναι ιδεολογικά συγγενέστεροι. O Kρίστιαν Λίντνερ όμως, ο πρόεδρος του FDP, προτίθεται να διεκδικήσει για το κόμμα του το υπουργείο Οικονομικών προκειμένου να γίνουν οι αλλαγές που επαγγέλλεται. Κάτι τέτοιο όμως προϋποθέτει την -μάλλον απίθανη- απομάκρυνση του δημοφιλέστατου και ισχυρότατου κ. Σόιμπλε. Εκτός αν και η κ. Μέρκελ βρει την ευκαιρία να τον θυσιάσει. Ο κ. Σόιμπλε όμως δηλώνει -και είναι- νομιμόφρων παρά τις διαφωνίες που μπορεί να έχει κατά καιρούς με την καγκελάριο. Ένας υπουργός Οικονομικών από τις τάξεις των Φιλελευθέρων θα της είναι όμως (και) στα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα; Εξάλλου ο νυν υπουργός Οικονομικών είναι ο καταλληλότερος για να κάνει τις όποιες υποχωρήσεις στον κ. Μακρόν, αφού οι Γερμανοί του έχουν εμπιστοσύνη. Στην -πιθανότερη- περίπτωση που παραμείνει ο πρώτος, η Ελλάδα θα έχει να αντιμετωπίσει την άκαμπτη, αλλά γνωστή στάση του. Στην δεύτερη η σκλήρυνσή της μάλλον θα πρέπει να θεωρείται πιθανή, αφού θα συνεπικουρείται και από τους -συντηρητικότερους της κ. Μέρκελ- Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές του CSU. Θα θελήσει όμως η καγκελάριος Μέρκελ να συνασπιστεί με ένα εταίρο ο οποίος φέρεται αποφασισμένος να επιβάλει σκληρές οικονομικές απόψεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αφού απορρίπτει τις προτάσεις Μακρόν; Για το σενάριο αυτό πάντως τα ποσοστά που προκύπτουν από τις δημοσκοπήσεις φαίνεται πως δεν αρκούν.
Όπως και για το σενάριο της συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών- Πρασίνων. Στην περίπτωση όμως αυτή, η νέα γερμανική κυβέρνηση, ιδίως ο κ. Σόιμπλε, πιεζόμενη από τους Πράσινους θα λειάνει τις θέσεις της απέναντι στην Ελλάδα. Όμως το βαυαρικό CSU δύσκολα θα δεχόταν να συγκυβερνήσει με τους Πράσινους έστω και αν συμπροεδρεύουν του κόμματος οι λεγόμενοι ρεαλιστές (η Κάτριν Γκέρινγκ-Εκαρντ και ο Τσεμ Εζντεμιρ). Ιδιαίτερα ευνοϊκή θα ήταν βέβαια για την Ελλάδα η ανάληψη του υπουργείου Οικονομικών από τους Πράσινους, οι οποίοι, όπως και το FDP, θα το βάλουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Απομένει ένα ακόμα σενάριο, αφού τόσο ο κοκκινο-κοκκινο-πράσινος συνασπισμός όπως και ο σχηματιμνός κυβέρνησης υπό τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) με τους Φιλελεύθερους (FDP) και τους Πράσινους (Die Gruenen) αποκλείεται από τα μέχρι σήμερα δημοσκοπικά ευρήματα: το σενάριο της συνέχισης του σημερινού «μεγάλου συνασπισμού» μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών. Και ο πιο αδιάφορος Γερμανός πολίτης θα έχει διαπιστώσει ότι κανένα από τα δύο αυτά κόμματα, ούτε καν το SPD για ψηφοθηρικούς έστω λόγους, δεν τον αποκλείει. Δεν ήταν και τόσο άσχημος λένε μάλιστα κατ΄ιδίαν υψηλόβαθμα στελέχη και των δύο κομμάτων. Η περίπτωση αυτή μας είναι γνωστή. Η Ελλάδα θα έχει ένα ισχυρό συμπαραστάτη εντός της κυβέρνησης -αλλά και στην Ευρώπη- για την ελάφρυνση του χρέους και την χαλάρωση της πολιτικής λιτότητας και των περικοπών, ο οποίος θα αποτελεί αντίβαρο στον κ. Σόιμπλε, εάν φυσικά παραμείνει υπουργός Οικονομικών, αφού το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είναι πολύ πιθανόν να διεκδικήσει το υπουργείο του. Αν τα πράγματα γίνουν έτσι η μεν κ. Μέρκελ θα έχει μια σοβαρή δικαιολογία να μετακινήσει τον κ. Σόιμπλε χωρίς να διακινδυνεύει και την ευρωπαϊκή της πολιτική, όπως θα συνέβαινε με το FDP, το δε SPD θα μπορέσει να επιβάλει ορισμένα μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης που επαγγέλλεται ώστε να μην καταποντιστεί πολιτικά. Το σενάριο αυτό μπορεί να είναι και η τελευταία επιλογή μετά από τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων. Ή και η πρώτη, ιδίως εάν το ακροδεξιό AfD έχει υψηλό ποσοστό και ως τρίτο κόμμα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, αφού η συνέχιση της συνεργασίας των νυν εταίρων θα είναι πλέον θέμα επιτακτικής δημοκρατικής ανάγκης και έτσι θα γίνει ευκολότερα αποδεκτή από τους σοσιαλδημοκράτες εντός και εκτός του κόμματος.
Η πίεση πάντως ενός -ενδεχομένως- ισxυρού AfD, έστω και από την αντιπολίτευση, ίσως να έχει καταλυτική σημασία ως προς την στάση που θα τηρήσουν οι συντηρητικοί κυβερνητικοί εταίροι στο θέμα της Ελλάδας, αφού θα πιέζουν από δεξιά την κ. Μέρκελ, το κόμμα της οποίας θα φοβάται διαρροές προς το AfD.
Πώς λειτουργεί το γερμανικό εκλογικό σύστημα
Ποιοι διεκδικούν είσοδο στην Μπούντεσταγκ και οι συνεργασίες. Πώς κατανέμονται οι 598 έδρες.
1. Πότε γίνονται και η σημασία τους
Οι ομοσπονδιακές εκλογές γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια, συνήθως τον Σεπτέμβριο, στα 16 γερμανικά κρατίδια. Αυτονόητη είναι η μεγάλη σημασία τους για την Ευρώπη και τον κόσμο. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν την Ενωση Χριστιανοδημοκρατών –Χριστιανοκοινωνιστών (CDU/CSU) να κερδίζει με διαφορά από το δεύτερο κόμμα, τους Σοσιαλδημοκράτες (36% έναντι 21,5%). Στην τρίτη θέση έρχεται το ευρωσκεπτικιστικό AfD με 11% και ακολουθούν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες με 10%. Η Αριστερά (Die Linke) εμφανίστηκε «πεσμένη» τις τελευταίες ημέρες, στο 8,5% (από το 10% που είχε στις αρχές του μήνα). Η δύναμη των Πρασίνων φαίνεται ότι δεν ξεπερνά το 8%.
2. Τα κόμματα και οι συμμαχίες τους
Η δύναμη των κομμάτων στην απερχόμενη Βουλή (Μπούντεσταγκ) έχει ως εξής:
* Η Χριστιανική Δημοκρατική Ενωση (CDU) και το «αδελφάκι» της, η Χριστιανοκοινωνική Ενωση (CSU) της Βαυαρίας, συγκροτούν την Κεντροδεξιά (309 έδρες).
* Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) είναι το αντίπαλον δέος των Χριστιανοδημοκρατών, αλλά τα τελευταία 8 χρόνια συγκροτεί κυβερνητικό συνασπισμό με την Ενωση (193 έδρες σήμερα).
* Το Αριστερό κόμμα (Die Linke) με 64 έδρες, οι Πράσινοι με 53 έδρες, ενώ υπήρχε και 1 ανεξάρτητος.
* Δύο κόμματα περιμένουν να μπουν στη Βουλή: το αντιευρωπαϊκό-ακροδεξιό «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AfD) και οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP).
3. Οι μηχανισμοί
Το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας θεωρείται περίπλοκο. Διατηρεί ισορροπία μεταξύ τού «ο νικητής τα παίρνει όλα» και της αντιπροσωπευτικότητας, που επιτρέπει τη συμμετοχή μικρότερων κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Το απαραίτητο ποσοστό εισόδου στην Μπούντεσταγκ είναι το 5%. Κυβέρνηση σχηματίζει όποιο κόμμα συγκεντρώσει το 50% +1 του συνόλου των 598 βουλευτών της Μπούντεσταγκ (Βουλή).
* Ο Γερμανός ψηφοφόρος πρέπει να ρίξει στην κάλπη δύο ψήφους: Πρώτον, βάζει σταυρό στη μια πλευρά του ψηφοδελτίου, για να επιλέξει τον υποψήφιο της περιφέρειάς του (η Γερμανία έχει 299 περιφέρειες). Με την πρώτη διασφαλίζεται η αντιπροσώπευση όλων των περιφερειών στο ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο. Ετσι εκλέγονται οι μισοί από τους 598 βουλευτές, ένας για κάθε μία από τις 299 μονοεδρικές περιφέρειες. Με τη δεύτερη ψήφο (σταυρό στην άλλη πλευρά του ψηφοδελτίου) ο ψηφοφόρος επιλέγει ένα κόμμα. Αυτό μπορεί να είναι διαφορετικό από την πρώτη επιλογή του ή να μην επιλέξει κανένα.
* Οι υπόλοιποι 299 βουλευτές εκλέγονται από τις λίστες υποψηφίων για κάθε ένα από τα 16 ομόσπονδα κρατίδια, ανάλογα με τη δύναμη των κομμάτων. Οι έδρες κατανέμονται ανάμεσα στα κόμματα τα οποία συγκέντρωσαν 5% σε εθνικό επίπεδο ή έχουν κερδίσει τουλάχιστον τρεις έδρες σε μονοεδρικές περιφέρειες και αν δεν έχουν συγκεντρώσει το 5% σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
* Οσοι υποψήφιοι εκλογικών περιφερειών κερδίζουν, εξασφαλίζουν μια θέση στο Κοινοβούλιο, ασχέτως αν το κόμμα που εκπροσωπούν μπει στη Βουλή ή όχι (οι βουλευτές σε αυτή την περίπτωση συνιστούν πολιτική ομάδα και όχι κόμμα).
* Οταν ένα κόμμα εξασφαλίσει περισσότερους βουλευτές στην πρώτη σταυροδοσία από ό,τι στη δεύτερη, αυτοί οι βουλευτές προστίθενται στο σύνολό του, με αποτέλεσμα ο αριθμός 598 για το σύνολο των μελών της Μπούντεσταγκ να αυξάνεται.
* Το εκλογικό σύστημα καθιστά πολύ δύσκολο το σχηματισμό μονοκομματικής κυβέρνησης. Στα τελευταία 56 χρόνια αυτό έχει συμβεί μόνο μία φορά.