Κάπου ανάμεσα στις βραβεύσεις της Τέιλορ Σουίφτ και της Μάιλι Σάιρους στα πρόσφατα Γκράμι, ένας Ελληνας σήκωσε το πολυπόθητο βραβείο ευχαριστώντας τη μητέρα του, η οποία ζει στην Ηλεία και στο παρελθόν πέρασε πολλούς χειμώνες μαζί του στη Νέα Υόρκη και την Τζαμάικα. Ο λόγος για τον Alexx Antaeus, που έφυγε από τη χώρα μας πριν καν τελειώσει το σχολείο και σήμερα καμαρώνει για το Γκράμι καλύτερου reggae άλμπουμ της χρονιάς που κοσμεί το σαλόνι του.
Ο Ελληνας παραγωγός μίλησε εγκάρδια στον «Ε.Τ.», παρά την κούραση των ημερών που ακολούθησαν τη βράβευση, για τη γνωριμία του με τον γιο του Μπομπ Μάρλεϊ, Τζούλιαν, τη δημιουργία του νικηφόρου άλμπουμ «Colors of royal», τον αγαπημένο του Ελληνα καλλιτέχνη και την επιθυμία του να αφιερώσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά.
Αφού μας εκμυστηρεύεται το όνειρό του να αποκτήσει ένα στούντιο στα νότια προάστια της Αθήνας «για να δουλεύω με θέα τη γαλάζια θάλασσα», υπόσχεται ότι «το επόμενο Γκράμι θα το αφιερώσω στους συμπατριώτες μου», αφού αυτό που κέρδισε ήταν αφιερωμένο στους Τζαμαϊκανούς φίλους του, που τον δέχθηκαν στο νησί σαν δικό τους άνθρωπο.
Αν και, όπως λέγεται, δεν σου βγαίνει συνήθως σε καλό να… μην ακούς την Ελληνίδα μάνα, εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι ο Alexx Antaeus καλά έκανε, τελικά, και δεν άκουσε τη μητέρα του, Μαρία Διαμαντάκου, που δεν ήθελε να φύγει ο γιος της από την Ελλάδα. Αλλωστε, στο Κίνγκστον της Τζαμάικα, που συχνά επισκέπτεται, έχει «αποκτήσει» αμέτρητα άλλα «παιδιά», τους φίλους και τους γνωστούς του γιου της, που όλα τη φωνάζουν «mama Maria».
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ξεχώρισε αυτό το άλμπουμ και έφτασε να κερδίσει Γκράμι;
Για να κερδίσεις ένα Γκράμι χρειάζεται ο συνδυασμός δύο πραγμάτων: 1) Σπουδαία μουσική που προκαλεί τον ακροατή και στέλνει θετικά μηνύματα και 2) καλό promotion στα μέλη της Δισκογραφικής Ακαδημίας, που ψηφίζουν για τα βραβεία. Πιστεύω ότι κάναμε καλή δουλειά και στους δύο τομείς.
Από όσο τον άκουσα, ο ήχος του άλμπουμ δεν είναι καθαρόαιμη reggae όπως τη γνωρίζαμε έως τώρα. Θέλετε να μας μιλήσετε λίγο για αυτό;
Ο Τζούλιαν Μάρλεϊ είναι ένας Roots Reggae καλλιτέχνης, όπως ο πατέρας του. Ομως, για αυτήν τη δουλειά ο στόχος μου, ως παραγωγός, ήταν να φτιάξω ένα νέο κεφάλαιο στη reggae και να φέρω τον Τζούλιαν κοντά σε νέα ακροατήρια. Θα έλεγα ότι η παραγωγή μου περιλαμβάνει στοιχεία reggae, dancehall, afrobeats και reggaeton.
Χριστούγεννα στο Netflix: Οι 10 σειρές και ταινίες με γιορτινή διάθεση
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Τζούλιαν Μάρλεϊ;
Κάποτε ήμουν ιδιοκτήτης σε κλαμπ και μπαρ στο Κίνγκστον της Τζαμάικα. Μέσα σε ένα από αυτά είχα φτιάξει ένα στούντιο για ηχογραφήσεις έτσι, ώστε να μπορώ να ελέγχω τη δουλειά στο μαγαζί και να ηχογραφώ μουσική στο ίδιο μέρος. Πολλές γνωστές προσωπικότητες είναι φίλοι μου, όπως ο Γιουσέιν Μπολτ. Η οικογένεια Μάρλεϊ ήταν φίλοι και πελάτες μου στο μαγαζί. Ενα απόγευμα είχε έρθει ο Τζούλιαν στο μαγαζί για ποτό, τον κάλεσα στο στούντιο και του έβαλα να ακούσει τα τραγούδια που είχα γράψει. Του άρεσε πολύ το στιλ μου, με το οποίο δεν ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος. Ξεκινήσαμε με ένα σινγκλ και αυτό οδήγησε στο άλμπουμ «Colors of royal», που τελικά κέρδισε το Γκράμι.
Τι κοινό έχει με τον πατέρα του εκτός από το όνομά του;
Από όλα τα παιδιά του Μπομπ Μάρλεϊ που κάνουν καριέρα στη μουσική, ο Τζούλιαν ακούγεται και έχει τις κινήσεις του πατέρα του πιο πολύ από τους άλλους. Οταν ερμηνεύει τα τραγούδια του στη σκηνή, η ομοιότητα είναι εκπληκτική. Ο Τζούλιαν είναι απλός και ταπεινός, όπως ο πατέρας του.
Τι σας είπε στην πρώτη επικοινωνία σας μετά το βραβείο;
Οταν γινόταν η βράβευση, εκείνος κοιμόταν, καθώς βρισκόταν στην Αυστραλία για περιοδεία κι εκεί ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Οταν τελικά μιλήσαμε, μου είπε: «Τα κατάφερες. Αν δεν είχες δουλέψει τόσο σκληρά στην παραγωγή και την προώθηση του δίσκου, μπορεί να μην κερδίζαμε το βραβείο».
Με ποιον καλλιτέχνη σε παγκόσμια κλίμακα ονειρεύεστε να δουλέψετε;
Δεν έχω κάποια προτίμηση. Αυτό που μου αρέσει είναι να βρίσκομαι σε ένα στούντιο και να δημιουργώ. Η μουσική είναι ένα δώρο που μας δίνεται από μια υπέρτατη δύναμη. Νιώθω τυχερός που έχω τη δυνατότητα να φιλτράρω τις εμπνεύσεις και να τις στέλνω πίσω στο σύμπαν για να τις απολαμβάνει ο κόσμος.
Ξεχωρίζετε κάποιον στην ελληνική μουσική;
Θαυμάζω πολλούς Ελληνες μουσικούς και συνθέτες. Εχει πολύ βάθος και ιστορία η μουσική μας. Ο «ήρωάς» μου, όμως, είναι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα ήθελα πολύ να δουλέψω υπό την καθοδήγησή του.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας άλμπουμ όλων των εποχών;
Δεν έχω κάποιο συγκεκριμένο. Υπάρχουν πολλά. Γενικά, λατρεύω το κλασικό ροκ και τη reggae (Deep Purple, Led Zeppelin, Pink Floyd, Bob Marley), την ντίσκο και τη φανκ (Donna Summer, Isaac Hayes, Bee Gees, Earth, Wind & Fire – με τους οποίους συνεργάστηκα) και το χιπ χοπ της Δυτικής Ακτής (Dr. Dre).
Ποιος είναι ο επόμενος στόχος ενός ανθρώπου που μόλις κατέκτησε ένα Γκράμι;
Μα να κερδίσω ένα ακόμα για να το αφιερώσω στους συμπατριώτες μου, αφού αυτό που μόλις κέρδισα είναι αφιερωμένο στην Τζαμάικα. Αυτόν τον καιρό δουλεύω σε ένα dance/electronic άλμπουμ και ψάχνω μία σοπράνο για να ηχογραφήσουμε άριες. Μήπως έχετε κάποια καλή Ελληνίδα ερμηνεύτρια της όπερας να μου συστήσετε;
Εφυγα από την Ελλάδα στα 17, πλέον είμαι «άτυπος» πρέσβης στην Τζαμάικα
Γιατί φύγατε για Αμερική και πώς βρεθήκατε στην Τζαμάικα;
Ενάντια στην επιθυμία της μητέρας μου, έφυγα από την Ελλάδα στα 17 μου χρόνια, πριν καν τελειώσω το σχολείο. Ημουν έτοιμος να εξερευνήσω και να ανακαλύψω. Θυμάμαι στα 14 μου στην Ελλάδα κρατούσα ημερολόγιο και σε μία σελίδα είχα ζωγραφίσει τον χάρτη της Καλιφόρνια και είχα βάλει ένα κόκκινο βέλος που έδειχνε το Λος Αντζελες. Μάλλον ήταν προφητικό, γιατί εκεί αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, εκεί ξεκίνησα την καριέρα μου στη μουσική, εκεί τελικά κέρδισα ένα Γκράμι.
Από το Λος Αντζελες γύρισα στην Ελλάδα, όπου δούλεψα με τον ιδιοκτήτη της Sonar Music, Ανδρέα Γιατράκο, με τον οποίο είμαστε ακόμα φίλοι και συνεργάτες σε διάφορες δουλειές. Εκείνο τον καιρό είχα κυκλοφορήσει έναν δίσκο, το «Byzantine Meditation».
Υστερα από λίγα χρόνια επέστρεψα στις ΗΠΑ, στη Νέα Υόρκη. Το ίδιο διάστημα περνούσα αρκετό καιρό στην Τζαμάικα, όπου τελικά άνοιξα ένα επιτυχημένο ελληνικό εστιατόριο, το μοναδικό ελληνικό εστιατόριο στην Τζαμάικα. Εκεί άρχισα να γνωρίζω πολύ κόσμο και έγινα «άτυπος» Ελληνας πρέσβης, αφού στην Τζαμάικα δεν υπάρχει ούτε προξενείο ούτε ελληνική εκκλησία ούτε ελληνική κοινότητα.
Πάντα ονειρευόμουν να έχω ένα στούντιο με θέα την ελληνική θάλασσα
Σκέφτεστε ποτέ να γυρίσετε στην Ελλάδα για να δουλεύετε εδώ;
Φυσικά και υπάρχει η πιθανότητα να επιστρέψω στην Ελλάδα για να εξερευνήσω τυχόν συνεργασίες με Ελληνες καλλιτέχνες. Πάντα ονειρευόμουν να έχω ένα στούντιο κάπου στη Βούλα, στη Βουλιαγμένη ή τη Βάρκιζα και να δουλεύω με θέα τη γαλάζια ελληνική θάλασσα.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας μέρος στην Ελλάδα;
Αγαπώ την Πελοπόννησο και τα Ιόνια Νησιά. Αλλωστε, είμαι Πελοποννήσιος, γεννημένος στην Πάτρα, με καταγωγή από τη Μάνη και την Ηλεία, όπου ζει η μητέρα μου, Μαρία Διαμαντάκου. Αγαπώ, όμως, και τη Μύκονο, την οποία επισκέπτομαι από μικρό παιδί. Εχω πολλούς φίλους εκεί, όπως ο σπουδαίος τζαζ μουσικός και ιδιοκτήτης εστιατορίου, Κωνσταντίνος Zουγανέλης.
Ονειρό μου είναι να σαλπάρω για τα νησιά για ένα ολόκληρο καλοκαίρι.
Ειδήσεις σήμερα
Νέα τηλεοπτική μόδα τα «ιερά τέρατα» της υψηλής ραπτικής
Αυτός είναι ο ψηλότερος άνθρωπος στον κόσμο – Φοράει 62 νούμερο παπούτσια [Βίντεο]
Διεθνές Δικαστήριο ΟΗΕ: Ξεκινά η ακροαματική διαδικασία για την ισραηλινή κατοχή στην Παλαιστίνη