
Μία από τις ταινίες που με έχουν σημαδέψει είναι «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού», σε σενάριο Τσάρλι Κάουφμαν και σκηνοθεσία Μισέλ Γκοντρί (2004). Παρόλο που η πλοκή βασίζεται σε ένα τέχνασμα επιστημονικής φαντασίας, την κατ’ επιλογή διαγραφή επίπονων αναμνήσεων, βρήκα την ταινία σπαρακτικά ποιητική, να επιβεβαιώνει πως η ανθρώπινη βούληση και η επιθυμία για σύνδεση πάντα θα υπερνικούν τα «πρέπει» της λογικής και της κοινωνίας. Το «Severance» με ταξίδεψε πίσω σε αυτές τις εικόνες και σε αυτά τα νοήματα και με μάγεψε με τον τρόπο που αφηγείται στο σήμερα μια παρόμοια ιστορία.

H υπόθεση
Σ’ ένα δυστοπικό παρόν, ο Μαρκ Σκάουτ αποφασίζει να αντιμετωπίσει το πένθος που βιώνει μετά τον θάνατο της γυναίκας του με το να υποβληθεί σε μια χειρουργική επέμβαση που ονομάζεται «αποκοπή» (severance). Η διαδικασία αυτή διαχωρίζει τις αναμνήσεις σε δύο κατηγορίες: εργασία και προσωπική του ζωή. Μόλις πατάει το πόδι του στο ασανσέρ για το δαιδαλώδες περιβάλλον της εταιρίας Lumon, ξεχνάει ό,τι έχει να κάνει με το σπίτι και τις σχέσεις του εκτός δουλειάς, γίνεται «innie». Ολοκληρώνοντας την εργασία του, επιστρέφει στην «outie» εκδοχή του, που ανησυχεί ολοένα και περισσότερο για τις συνέπειες της απόφασής του και τα μυστήρια που περιβάλλουν τη Lumon.
Το ύποπτα ήρεμο (στα όρια του βαρετού) κλίμα στο τμήμα του Μαρκ έρχεται να ταράξει η «Χέλι Ρ.», μια νεοαποκομμένη «innie», η οποία θα αμφισβητήσει εξαρχής τη φύση της εργασίας τους και θα αντισταθεί στον θεσμό της αποκοπής και του ελέγχου που ασκεί η εταιρία πάνω τους. Επηρεασμένοι από την ανήσυχη συμπεριφορά της Χέλι, ο Μαρκ και οι συνάδελφοί του θα αρχίσουν να σκαλίζουν τις ζωές τους ως «outies», προσπαθώντας να μάθουν τι τους έφερε στο σημείο να αναζητήσουν την αποκοπή. Ο πρώτος κύκλος έκλεισε με δραματικό φινάλε, όπου ανακαλύπτουμε τι έπαθε η σύζυγος του Μαρκ και ποια είναι η «outie» ταυτότητα της Χέλι. Επίσης, αναρωτηθήκαμε πόσο μη αναστρέψιμες ήταν κάποιες αποφάσεις.

Γιατί να το δείτε
Σε μια εποχή που πριμοδοτούνται η παραγωγικότητα και η απόδοση του ανθρώπου σε όλους τους ρόλους που καλείται να υποδυθεί στην κοινωνία, το «Severance» πλέκει μια ιστορία υπαρξιακής αναζήτησης με χιούμορ, αγωνία και πλούσιο κινηματογραφικό και ηχητικό λεξιλόγιο.
Οι δύο κόσμοι, «innie» και «outie», έχουν ξεχωριστούς κανόνες και ξεχωριστά στιλ. Ο «εργασιακός» χαρακτηρίζεται από μια άχρωμη, ρετρό-φουτουριστική αισθητική με λευκούς τοίχους, μινιμαλιστικά έπιπλα και φωτισμό φθορίου. Τα κοντινά πλάνα και οι περιορισμένες κινήσεις της κάμερας αντικατοπτρίζουν την αίσθηση παρακολούθησης και περιορισμένων κινήσεων που βιώνουν οι εργαζόμενοι.
Αντίθετα, ο εξωτερικός κόσμος απεικονίζεται με μια πιο φυσική και ζωντανή παλέτα χρωμάτων, αντανακλώντας τις προσωπικές ζωές των χαρακτήρων και την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων τους. Η εξαιρετική μουσική επένδυση και τα ηχητικά εφέ ενισχύουν εξαιρετικά την κόντρα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους, που αργά, σταθερά, μαεστρικά, οδηγούνται σε σύγκρουση και, ίσως, αποκαθήλωση.