«Η Γερμανία χάνει έναν από τους πιο σημαντικούς μεταπολεμικούς κινηματογραφικούς παραγωγούς της» ανέφερε σε μια ανακοίνωση η υφυπουργός Πολιτισμού Μόνικα Γκράτερς.
«Το να βλέπουμε πως ένας διωκόμενος Πολωνός Εβραίος μεταναστεύει μετά τον πόλεμο στη χώρα των δολοφόνων της οικογένειάς του, για να κάνει την παραγωγή ταινιών και να συμμετάσχει στη δημοκρατική ανοικοδόμηση της Γερμανίας, είναι ένα μεγάλο δώρο για τη χώρα μας», είπε.
Γεννημένος την 1η Αυγούστου 1918 στην πόλη Λοτζ, γιος ενός εμπόρου ξυλείας, επιβίωσε της εξόντωσης των Εβραίων της Πολωνίας καταφεύγοντας με την οικογένειά του στη Σοβιετική Ένωση.
Grand Hotel: Επιστρέφει από τους νεκρούς για εκδίκηση – Στο στόχαστρο Ρήγας και Κυβέλη
Ο Αρτούρ Μπράουνερ μετανάστευσε στο Βερολίνο μετά τον πόλεμο και ίδρυσε την εταιρία κινηματογραφικών παραγωγών CCC, στον αμερικανικό τομέα της πόλης. Ένα άλλο μέρος της οικογένειάς του μετανάστευσε στο Ισραήλ.
Μεγάλος θαυμαστής του Φριτς Λανγκ, ήταν ο παραγωγός μέσα σε 70 χρόνια, περισσότερων από 300 ταινιών, πολλές από τις οποίες έγιναν επιτυχίες, όπως η σειρά γερμανικών γουέστερν με ήρωα τον Ινδιάνο Βινέτου.
Αυτές οι πολύ επικερδείς παραγωγές του επέτρεψαν να χρηματοδοτήσει ταινίες για την ιστορία του Ολοκαυτώματος, έμμονη ιδέα μιας ολόκληρης ζωής γι΄αυτόν τον επιζώντα και ένα θέμα που άργησε να φθάσει στις γερμανικές οθόνες.
Μεταξύ των ταινιών που σημάδεψαν το κοινό και την κριτική: “Europa, Europa”, για ένα ορφανό Εβραιόπουλο που βρίσκεται στην καρδιά της ναζιστικής ελίτ (1990) ή ακόμη το “The White Rose” (Λευκό Ρόδο — 1982) για ένα δίκτυο Γερμανών αντιστασιακών.
Το 1972, η ταινία στην οποία ήταν συμπαραγωγός, «Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι» για τη χρυσή ιταλική εβραϊκή νεολαία στην αυγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των διώξεων, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Τζόρτζιο Μπασάνι σε σκηνοθεσία του Βιτόριο ντε Σίκα, κέρδισε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας.