Πέντε περίπου χρόνια χωρίς αντιπροσώπευση δεν τα λες και λίγα, κυρίως όταν πρόκειται για μια από τις πιο ιδιαίτερες ιαπωνικές μάρκες. Το «κενό» που δημιουργήθηκε δεν ήταν μόνο προϊοντικό, αλλά και επικοινωνιακό: Όταν μια εταιρία δεν εισάγεται επισήμως, εκ των πραγμάτων οι ειδήσεις περί αυτής και των αυτοκινήτων της είναι περιορισμένες. Και βεβαίως, είναι και τα ίδια τα νέα μοντέλα της Mazda που έλειπαν από τους ελληνικούς δρόμους.
Ό,τι το αφήσεις σε αφήνει; Ναι, αλλά στην περίπτωση μας η παρακαταθήκη ήταν τέτοια που η μάρκα κάθε άλλο παρά ξεχάστηκε. Εμβληματικά μοντέλα όπως το RX-8 και κυρίως οι διάφορες γενιές του ΜΧ-5 που συνεχίσαμε να βλέπουμε (και να θαυμάζουμε) με πικρία, γεφύρωσαν, έστω στοιχειωδώς, το κενό. Αν η Mazda δεν είχε επιστρέψει ποτέ στα μάτια μας θα ήταν μια κινούμενη παρακμή. Τώρα όμως, είναι το σημαντικό παρελθόν της.
Από την αρχή
Το «6» δεν είναι από τα μοντέλα που «χάσαμε», όπως για παράδειγμα το CX-3, το compact SUV που παρουσιάστηκε το 2015 και δεν είδαμε στους ελληνικούς δρόμους. Μάλιστα, το μεσαίο sedan, τότε, υπήρξε αρκετά δημοφιλές όντας ένα καλοσχεδιασμένο και ποιοτικό αυτοκίνητο. Αυτές τις αρετές δεν έχει απολέσει ούτε και το «6» (τρίτης πλέον γενιάς) αυτών των σελίδων, το αντίθετο μάλιστα.
Αρχής γενομένης από την εμφάνιση, το σχήμα του είναι τυπικό, αλλά τυπικό με μέτρα και τα σταθμά της Mazda. Αυτό σημαίνει ότι ο μινιμαλισμός και η απλότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του, ωστόσο το σύνολο εγγράφεται στη μνήμη και παραμένει εκεί ως πρότυπο καλαίσθητου design. Αντίθετα με άλλες εταιρίες που προτιμούν την επιλογή του mix and max, στο αμάξωμά του οι καμπύλες νικούν κατά κράτος τις γωνιώδεις επιφάνειες και το «6» είναι σχεδιαστικά συνεχές και αδιατάρακτο, χωρίς το παραμικρό ακραίο στοιχείο. Αποτελεί μια διαχρονική επιλογή της Mazda, που παρατηρείται στο σύνολο της γκάμας της, μια από τις πλέον ομοιογενείς και με ενιαία ταυτότητα.
Διακριτά σημεία είναι τα τόξα πάνω από τους θόλους των μπροστινών τροχών και το χρώμιο που υπάρχει άφθονο στη μάσκα, κάτω από τους προβολείς, στο πίσω μέρος και, τέλος, χρησιμοποιείται για να ορίσει τα παράθυρα. Ένα μεγάλο μέρος του ολικού μήκους των 4.870 χιλ. καταλαμβάνει το καπό και το απόλυτο προφίλ του «6» (που μόλις την περασμένη χρονιά πέρασε από τη διαδικασία του facelift) είναι εντυπωσιακό, εξαιτίας και του σχετικά περιορισμένου ύψους. Με κίνδυνο να πέσει φωτιά να μας κάψει και το κείμενο να μείνει ημιτελές, θα λέγαμε ότι το εκλεπτυσμένο της εμφάνισης αυτού του Mazda, θα μπορούσε να στριμώξει στη γωνία ακόμη και την περιώνυμη ιταλική φινέτσα. Δεν τίθεται μόνο το θέμα του «γούστα είναι αυτά». Η σχεδίαση υπόκειται σε συγκεκριμένους κανόνες που εδώ έχουν τηρηθεί κατά γράμμα. Οι προτιμήσεις και το συναισθηματικό τάξιμο σε αυτοκινητικές «σχολές», ασφαλώς είναι υποκειμενικό. Η εμμονή στην ακρίβεια και τη λεπτομέρεια που έχει επιδείξει η Mazda, όχι.
Όλα καλά, αλλά…
Απολύτως ανάλογα είναι τα πράγματα και στο εσωτερικό, ή αλλιώς όπως ακριβώς τα περιμένεις. Ο χώρος των επιβατών δείχνει (ενδεχομένως και περισσότερο απ’ ότι η εικόνα του αμαξώματος) το βαθμό της προσήλωσης στην ποιότητα. Δεν υπάρχουν τερτίπια και φλυαρίες, παρά μόνο εξαιρετικό φινίρισμα και υλικά και η σχεδίαση είναι αυστηρή, σε ένα σύνολο που είναι σοβαρό, αλλά όχι σοβαροφανές. Αυτό το τελευταίο σημαίνει ότι το εσωτερικό του «6» δεν προσποιείται το premium, αλλά το προσεγγίζει με τον πρέποντα τρόπο. Ενδεικτικό, είναι το γεγονός ότι το «τελείωμα» οποιαδήποτε επιφάνειας, εμφανούς ή μη, είναι αψεγάδιαστο. Όσο, ό,τι και όπως κι αν εξονυχίσεις, οπτικά ή απτικά, δεν θα βρεις ένα σημείο που δεν είναι ραφιναρισμένο. O εξοπλισμός είναι πολύ καλός ακόμη και στις entry εκδόσεις της γκάμας και η εργονομία είναι υπεράνω κριτικής.
Ο πετρελαιοκινητήρας της γκάμας του «6» των 2.2 λίτρων, αποδίδει 184 ίππους, με την ροπή να ανέρχεται σε 445 Nm, αναμενόμενα χαμηλά, στις 2.000 σ.α.λ. Το «αλλά» του μεσότιτλου ωστόσο, έγκειται ακριβώς εδώ, στον γενναιότατο, για την εποχή, κυβισμό. Θέμα απόδοσής του δεν τίθεται, αφού η λειτουργία του είναι πολύ καλή και ελέω χωρητικότητας και του «λογικού» turbo η απόκριση, προφανώς, υπέροχη. Ωστόσο, η τιμή της έκδοσης φτάνει τα 46.078 ευρώ (για το επίπεδο εξοπλισμού «Revolution Top»). Γεγονός είναι ότι αυτά τα χρήματα αγοράζουν ένα σπάνιο για τις μέρες μας μηχανικό σύνολο (με τη θετική και αρνητική διάσταση του πράγματος), με μπόλικη ισχύ και, τηρουμένων των αναλογιών, χαμηλή κατανάλωση.
Κι έπειτα, είναι και τα οδηγικά χαρακτηριστικά. Το «6» είναι απολαυστικό σε εθνικούς δρόμους και ανοιχτές καμπές, με την ανάρτηση του να εξασφαλίζει άνεση και ποιοτική κύλιση. Το τιμόνι είναι αρκετά ελαφρύ, αλλά δεν υπολείπεται σε αίσθηση και ακρίβεια και το αυτόματο κιβώτιο των έξι σχέσεων είναι ομαλό, αν και με μακριά κλιμάκωση. Βέβαια, κάπως έτσι επιτυγχάνεται τόσο η περιορισμένη κατανάλωση όσο και η ησυχία στο εσωτερικό ακόμη και σε υψηλές ταχύτητες.
Πάντως, το «κλείσιμο» του θέματος δεν μπορεί να αφορά αποκλειστικά το «6» και την τιμή του. Κι αυτό, διότι η Mazda είναι από τις εταιρίες που με πολλούς τρόπους έλειπαν από την ελληνική αγορά. Η επιστροφή της, είναι τονωτική για την ίδια την αγορά, ακόμη και σε επίπεδο «ψυχολογίας» και όλοι αντιλαμβανόμαστε τη σημαντικότητα αυτού.