Υπάρχει και μια δεύτερη σε εκκρεμότητα, που ξεκίνησε με παραγγελία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Δεκέμβριο του 2022.
Τότε το ανώτατο όργανο των Ηνωμένων Εθνών ζήτησε τη μη δεσμευτική, «συμβουλευτική γνώμη» των διεθνών δικαστών σχετικά με «τις νομικές συνέπειες από την πολιτική και τις πρακτικές του Ισραήλ στα Κατεχόμενα Παλαιστινιακά Εδάφη, συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ».
Την περίοδο εκείνη, παράλληλα με τον υποβιβασμό των αραβικής καταγωγής πολιτών στη β’ κατηγορία δυνάμει του νέου ρατσιστικού Συντάγματος του Ισραήλ, κορυφωνόταν ένα όργιο βίας των Εβραίων εποίκων και του ισραηλινού στρατού. Γκρέμιζαν σπίτια και σχολεία Παλαιστινίων, τους έπαιρναν τα χωράφια, διενεργούσαν μια κανονική εθνοκάθαρση «χαμηλής έντασης».
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Καταθέτοντας χθες γι’ αυτά στη Χάγη, ο Παλαιστίνιος υπουργός Εξωτερικών, Ριγιάντ αλ Μάλκι, δήλωσε ότι το έθνος του έχει υποφέρει τα πάνδεινα από «την αποικιοκρατία και το απαρτχάιντ»: «Είναι δύο λέξεις που μας εξοργίζουν, όπως και η πραγματικότητα που υποφέρουμε». Η δίκη αυτή μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο επώδυνη διπλωματικά και επικοινωνιακά για το Ισραήλ, καθώς αφορά στη συμπεριφορά του όλη την περίοδο από τον πόλεμο του 1967 και μετά, όταν κατέλαβε τη Δυτική Οχθη του Ιορδάνη και τη Γάζα. Την εβδομάδα που διανύουμε η αποδεικτική διαδικασία θα εξαντληθεί σε ακροάσεις εκπροσώπων 52(!) κρατών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας.
Με βάση την εξουσιοδότηση της Γενικής Συνέλευσης, το Δ.Δ. κλήθηκε να εξετάσει δύο πράγματα: 1) Τις νομικές συνέπειες αυτού που ο ΟΗΕ αποκαλεί «παραβίαση από το Ισραήλ του δικαιώματος των Παλαιστινίων σε αυτοδιάθεση». 2) Το πώς οι ισραηλινές ενέργειες επηρεάζουν το νομικό καθεστώς της κατοχής και τι επιπτώσεις έχει αυτό στη διεθνή κοινότητα. Η υπόθεση συζητείται «κατά προτεραιότητα» και η απόφαση αναμένεται ως το τέλος του χρόνου.