Στο τέλος ενός αιματηρού «πολέμου-μέσα-στον-Πρώτο-Παγκόσμιο-Πόλεμο», οι αγγλόφιλοι προτεστάντες της Ιρλανδίας έπρεπε να αποκτήσουν έναν δικό τους θύλακα στο νησί, που θα παρέμενε πιστός στο βρετανικό Στέμμα.
Για πολλές δεκαετίες, η συγκεκριμένη εθνο-κοινωνική ομάδα, οι λεγόμενοι Ενωτικοί του Ολστερ, αντιμετώπιζαν τη Βόρεια Ιρλανδία σαν απόλυτο τιμάριό τους. Μοίραζαν κατά το δοκούν την τράπουλα, έπαιρναν τα καλύτερα πόστα και μεταχειρίζονταν τους καθολικούς σαν πολίτες β’ κατηγορίας.
Αν ο Βρετανός Εργατικός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον έλεγε ότι μια εβδομάδα μπορεί να είναι ένας αιώνας στην πολιτική, τι να πει κανείς για τον πραγματικό αιώνα που πέρασε στο Μπέλφαστ από το 1921; Με υπομονή χελώνας, το ρεπουμπλικανικό, αριστερό και εθνικιστικό Σιν Φέιν («Εμείς μόνοι μας», στα κέλτικα), πρώην πολιτικό σκέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (IRA), κατόρθωσε να βγει πρώτο στις εκλογές με 29% και να βγάλει τις περισσότερες έδρες στην Εθνοσυνέλευση του Στόρμοντ, την τοπική Βουλή του Μπέλφαστ.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Αυτό του δίνει το δικαίωμα να διεκδικήσει τη θέση του πρωθυπουργού, με φαβορί την αντιπρόεδρό του, Μισέλ Ο’Νιλ.
Η αγωνία ήταν έκδηλη στις πρώτες αντιδράσεις Αγγλων, Αμερικανών, ακόμη και της κυβέρνησης της ανεξάρτητης Ιρλανδίας, μήπως η ειρήνη του 1998 τιναχτεί στον αέρα και ξαναβγούν από το λυχνάρι τα τζίνι της καταπίεσης, των διακρίσεων, του μίσους, των αμοιβαίων τρομοκρατικών χτυπημάτων του ΙRA και των φιλοβρετανικών εξτρεμιστικών οργανώσεων, που άφησαν πίσω τους 3.600 νεκρούς και ηρωοποίησαν απεργούς πείνας όπως ο Μπόμπι Σαντς.
Δυστυχώς, στον σημερινό συγκρουσιακό κόσμο χώρος για ροζ σενάρια δεν υπάρχει. Με το «καλημέρα», η ηγεσία του Σιν Φέιν ήγειρε θέμα ένωσης με την Ιρλανδία.
Τα πρωτόκολλα του Brexit είναι στον αέρα, οι Σκωτσέζοι πέταξαν τη σκούφια τους, ο Μπόρις Τζόνσον χρειάζεται επειγόντως ένα διπλό malt. Τα όργανα ξανάρχισαν…