Μπορεί να είναι γυμναστές, παπάδες, πολιτικοί, πλασιέ, συγγραφείς, τραγουδιστές, δικηγόροι ή μηχανικοί αυτοκινήτων. Μπορεί να είναι αλκοολικοί, ναρκομανείς ή πρότυπα υγιούς λάιφ στάιλ. Οποιος λοιπόν επιχειρεί να βάλει μία και μόνο ταμπέλα για να στοχοποιήσει μια επαγγελματική κατηγορία ή ένα κοινωνικό στάτους ή ένα κόμμα είναι, πρώτον, αστοιχείωτος και, δεύτερον, επικίνδυνος. Ηθικά πλεονεκτήματα σε τέτοιες ιστορίες δεν υπάρχουν». Δυστυχώς πρέπει να το επαναλάβουμε, αφού πρώτα θυμίσουμε στους εαυτούς μας πως το τεκμήριο της αθωότητας παύει μόνο όταν το πει η Δικαιοσύνη.
Η ιστορία με τον ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Γεωργούλη, που κατηγορείται για σεξουαλική κακοποίηση, επαναφέρει το θέμα της βίας κατά των γυναικών τόσο επί της ουσίας όσο και επί της πολιτικής του διάστασης. Οχι για μικροκομματικούς λόγους, αλλά επειδή στο τέλος της ημέρας, τα κόμματα -και ειδικά τα κόμματα εξουσίας- είναι αυτά που χαράζουν πολιτικές. Διότι ό,τι και αν λένε τα ίδια τα θύματα, ό,τι και αν δείχνουν οι έρευνες των επιστημόνων, ό,τι και αν επιτάσσουν οι διεθνείς πρακτικές δεν θα γίνει τίποτα αν δεν υπάρξει μία βασική παραδοχή: σε αυτά τα θέματα δεν χωρά η κομματική εκμετάλλευση.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, περισσεύει η υποκρισία και το κατ’ ευφημισμόν ηθικό πλεονέκτημα. Θυμηθείτε τον βρόμικο πόλεμο που εξαπέλυσαν δήθεν προοδευτικές δυνάμεις στην υπόθεση Λιγνάδη, που προσπαθούσαν με το ζόρι να βγάλουν σύνδεση με τη Νέα Δημοκρατία. Ζητούσαν παραίτηση της υπουργού Πολιτισμού και υποστήριζαν ότι υπήρχε παρέμβαση στη Δικαιοσύνη. Θυμηθείτε το «κόμμα βιαστών» που έκαναν hashtag στο τουίτερ οι δήθεν ευαίσθητοι δικαιωματίες, οι οποίοι βάφτιζαν συνένοχο όποιον είχε φωτογραφηθεί δίπλα του. Τα ίδια έκαναν και στην περίπτωση του Μίχου, μέχρι που κατάλαβαν πως το πελατολόγιο της φρίκης δεν είχε κανέναν ιδεολογικό φραγμό. Ο,τι και αν λέει το κόμμα…